Υπάρχουν φασίστες στην ιταλική κυβέρνηση. Δεν είναι ακριβώς φασίστες, αλλά λίγο μας αφορά. Είναι γνωστό ότι η Ιστορία εξελίσσεται πρώτα σαν τραγωδία και μετά επαναλαμβάνεται σαν φάρσα
Η ζωή δεν είναι τίποτε άλλο παρά η σταδιακή ανάμνηση της παιδικής ηλικίας. Στην πραγματικότητα, εκείνο που κάνει γλυκές αυτές τις μνήμες είναι το πέπλο της νοσταλγίας. Ακόμη και οι στιγμές εκείνες που τότε ήταν επώδυνες- όπως, για παράδειγμα, η περίπτωση κάποιου ο οποίος έπεσε, στραμπούλιξε τον αστράγαλό του και υποχρεώθηκε να μείνει στο σπίτι για δύο εβδομάδες με το πόδι στον γύψο – αργότερα μας φαίνονται όμορφες.
Εχω αγαπημένες αναμνήσεις από τις νύχτες που πέρασα σε ένα καταφύγιο για να προστατευθώ από τους εναέριους βομβαρδισμούς κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μας σήκωναν από το κρεβάτι, μας φορούσαν βιαστικά ένα παλτό πάνω από τις πιτζάμες και μας μετέφεραν σε ένα υγρό, υπόγειο τσιμεντένιο δωμάτιο με ελάχιστο φως. Εκεί παίζαμε κυνηγητό, ενώ πάνω από τα κεφάλια μας ακουγόταν ο ήχος των εκρήξεων, που μπορούσε να προέρχεται είτε από τα αντιαεροπορικά πυρά είτε από τις βόμβες που έπεφταν. Δεν ξέραμε τι από τα δύο συνέβαινε. Οι μητέρες μας έτρεμαν από τον φόβο και το κρύο, για εμάς όμως ήταν μια παράξενη περιπέτεια. Αυτό σημαίνει νοσταλγία και αυτός είναι ο φόρος τιμής που αποτίουμε στα νιάτα μας όταν φτάνουμε στα γηρατειά μας.
Πώς έμοιαζαν οι ιταλικές πόλεις εκείνη την εποχή; Πίσσα σκοτάδι το βράδυ, όταν η συσκότιση ανάγκαζε τους ελάχιστους περαστικούς να χρησιμοποιούν το φως του ποδηλάτου. Επειτα από λίγο καιρό επιβλήθηκε απαγόρευση κυκλοφορίας και έτσι κανένας δεν επιτρεπόταν να βρίσκεται στον δρόμο.
Την ημέρα, ο ιταλικός στρατός πραγματοποιούσε περιπολίες στις πόλεις, τουλάχιστον ως το 1943. Αυτή η στρατιωτική παρουσία έγινε ακόμη πιο έντονη την εποχή της ιταλικής ναζιστικής σοσιαλδημοκρατίας, όταν στις μεγάλες πόλεις έκαναν περιπολίες οι ναύτες από τη μοίρα του στόλου του Αγίου Μάρκου ή από τις Μαύρες Ταξιαρχίες, ενώ στην επαρχία ήταν πιο συνηθισμένο να βλέ πουμε ομάδες παρτιζάνων. Ολοι ήταν οπλισμένοι σαν αστακοί. Σε αυτές τις στρατοκρατούμενες πόλεις, απαγορεύονταν καμιά φορά οι συγκεντρώσεις. Αλλά τα μέλη των κινημάτων της φασιστικής νεολαίας συνέρρεαν παντού μαζί με τους μαθητές του δημοτικού, οι οποίοι το μεσημέρι, μετά το σχολείο, ήταν ακόμη ντυμένοι με τις μαύρες ποδιές.
Οι μητέρες προσπαθούσαν να αγοράσουν κάτι από τα ελάχιστα τρόφιμα που υπήρχαν. Και αν κάποιος ήθελε ψωμί- όχι το πολυτελείας, το οποίο περιείχε καμιά φορά αλεύρι αντί για πριονίδια- έπρεπε να το πληρώσει αδρά στη μαύρη αγορά. Τα σπίτια είχαν ελάχιστο φωτισμό. Θέρμανση υπήρχε μόνο στην κουζίνα. Το βράδυ κοιμόμασταν με ζεστά τούβλα ανάμεσα στα σκεπάσματα, για να μην κρυώνουμε. Αλλά έχω ευχάριστες αναμνήσεις ακόμη και από τις χιονίστρες. Σήμερα δεν μπορώ να πω ότι έχουμε επιστρέψει σε μια παρόμοια κατάσταση, σίγουρα όχι εντελώς όμοια. Αλλά πολλά έχουν αρχίζει να μου θυμίζουν εκείνη την εποχή. Κατ΄ αρχάς, υπάρχουν φασίστες στην ιταλική κυβέρνηση. Δεν είναι ακριβώς φασίστες, αλλά λίγο μας αφορά. Είναι γνωστό ότι η Ιστορία εξελίσσεται πρώτα σαν τραγωδία και μετά επαναλαμβάνεται σαν φάρσα. Στη δεκαετία του ΄40, κρεμούσαμε στους τοίχους αφίσες που έδειχναν μια αποκρουστική καρικατούρα ενός μεθυσμένου Αφροαμερικανού που άπλωνε τα χέρια του σε μια λευκή Αφροδίτη της Μήλου. Σήμερα βλέπω στην τηλεόραση τα πρόσωπα των υποσιτισμένων μαύρων που έρχονται στην Ευρώπη κατά χιλιάδες και, ειλικρινά, οι Ιταλοί είναι πιο φοβισμένοι απ΄ ό,τι στο παρελθόν. Οι μαύρες ποδιές επανέρχονται στα σχολεία μας. Δεν έχω, βέβαια, κάτι εναντίον τους. Είναι καλύτερες από τα επώνυμα μπλουζάκια που αγαπάει τόσο η νεολαία. Διάβασα όμως σε μια εφημερίδα ότι ο δήμαρχος της Νοβάρα, από την ξενοφοβική Λέγκα του Βορρά, απαγόρευσε τις συγκεντρώσεις τριών ή περισσότερων ατόμων στα πάρκα της πόλης τη νύχτα. Με ανατριχίλα περιμένω την επιστροφή τού μέτρου απαγόρευσης της κυκλοφορίας. Οι στρατιώτες μας πολεμούν στο Αφγανιστάν και όχι πλέον στην Αφρική. Βλέπω στους δρόμους των ιταλικών πόλεων στρατιωτικές μονάδες, καλά εξοπλισμένες και ντυμένες με παραλλαγές. Οπως και τον παλιό καιρό, ο στρατός δεν πολεμάει μόνο στα σύνορα, αλλά εκτελεί και χρέη αστυνομίας. Αισθάνομαι σαν να βρίσκομαι στην εποχή της γερμανικής κατοχής στη Ρώμη, το 1944, όπου διαδραματίζεται η ταινία του Ρομπέρτο Ροσελίνι «Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη». Διάβασα άρθρα και άκουσα συζητήσεις που μοιάζουν πολύ με αυτά που διάβαζα στο φασιστικό περιοδικό «Η άμυνα της φυλής», το οποίο εξαπέλυε επιθέσεις τόσο κατά των εβραίων όσο και κατά των Ρομά, των Μαροκινών και των ξένων εν γένει. Το ψωμί έχει γίνει πάλι πολύ ακριβό. Η κυβέρνηση μάς λέει ότι πρέπει να κάνουμε οικονομία στη βενζίνη και να μην ξοδεύουμε πολύ ηλεκτρικό ρεύμα. Υπάρχουν λιγότερα αυτοκίνητα και κλέβουν όλο και περισσότερα μηχανάκια. Η διανομή νερού με το δελτίο δεν θα αργήσει να έρθει.
Η Ιταλία δεν είχε ποτέ μία κυβέρνηση για τον Βορρά και μία άλλη για τον Νότο, αλλά υπάρχουν κάποιοι που εργάζονται προς αυτή την κατεύθυνση.
Φαίνεται ότι αυτό που χρειάζεται η χώρα είναι άλλος ένας Μουσολίνι που θα αγκαλιάζει τις νεαρές αγρότισσες και θα μοιράζει φιλιά στα τροφαντά τους μάγουλα- αλλά ο κάθε λαός έχει αυτό που του αξίζει.
Το πιο πρόσφατο βιβλίο του Ουμπέρτο Εκο είναι το «Η ιστορία της ασχήμιας».