Η Μόσχα έστησε τη φάκα και ο άπειρος Σαακασβίλι δάγκωσε το «τυράκι»
Είτε μερικοί το θέλουν είτε όχι, δεν έχουν όλα τα παραμύθια ωραίο τέλος. Το γοητευτικότερο παραμύθι των τελευταίων 20 ετών στη διεθνή πολιτική ήταν ότι με την κατάρρευση του μεταπολεμικού διπολικού συστήματος επήλθε και το «τέλος της Ιστορίας». Η αυταπάτη, όμως, των Ηνωμένων Πολιτειών – και κατ΄ επέκταση της Δύσης- ότι η ηγεμονία τους θα διαρκέσει εις το διηνεκές συνετρίβη στα άγρια βουνά του Καυκάσου.
Ο πόλεμος Ρωσίας- Γεωργίας στη Νότια Οσετία αποτελεί ξεκάθαρη απόδειξη ότι η Μόσχα ανακτά τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στη διεθνή σκακιέρα. Η σημερινή Ρωσία δεν έχει καμία σχέση με εκείνη της δεκαετίας του 1990. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στα τεράστια έσοδα που αποκομίζει εξαιτίας των υψηλών τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου και της επιρροής που αυτές προσφέρουν. Είναι αποτέλεσμα συντονισμένης στρατηγικής, η οποία έχει σκοπό να αποκαταστήσει την τρωθείσα ισχύ του ρωσικού κράτους.
Η πρώτη διαφορά σε σχέση με το παρελθόν είναι ότι η Μόσχα δεν κινείται πλέον με ιδεολογικά κίνητρα, αλλά βάσει μιας «εθνικιστικής» λογικής, με την κλασική έννοια της προώθησης των ζωτικών εθνικών συμφερόντων. Η Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν (διότι, ας μη γελιόμαστε, αυτός εξακολουθεί να κάνει κουμάντο στο Κρεμλίνο) δεν ηγείται μιας σταυροφορίας. Οπως, όμως, κάθε μεγάλη χώρα με ιστορία και παράδοση στη διεθνή πολιτική, επιζητεί να έχει λόγο και ρόλο σε θέματα τα οποία την αφορούν.
Η δεύτερη διαφορά είναι ότι έπειτα από μια περίοδο πλήρους αμερικανικής ηγεμονίας, η οποία με βάση ιστορικές αναλογίες μπορεί να χαρακτηριστεί «ανωμαλία», αρχίζουν και πάλι να αναδεικνύονται δυναμικά νέοι πόλοι ισχύος. Υστερα από μια καταστρεπτική οκταετία υπό τον πρόεδρο Μπους, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πλέον ένας «παρακμάζων ηγεμόνας». Αυτό ενέχει δύο κινδύνους. Πρώτον, υπάρχει μια δυσαναλογία ανάμεσα στις παγκόσμιες ευθύνες των ΗΠΑ και στην ικανότητά τους να τις φέρουν εις πέρας. Δεύτερον, είναι γνωστό ότι οι ηγεμόνες έχουν πρόβλημα να αναγνωρίσουν ότι βρίσκονται σε παρακμή.
Η Ουάσιγκτον ακολουθεί σήμερα μια μετεξέλιξη της πολιτικής της ανάσχεσης, «περικυκλώνοντας» ουσιαστικά τη Ρωσία με συμμαχικές χώρες και στρατιωτικές βάσεις. Δύσκολα μπορεί κανείς να αρνηθεί να μπει στον πειρασμό να σκεφτεί πώς θα αντιδρούσαν οι Αμερικανοί αν αποφάσιζε ξαφνικά ο Τσάβες να δεχθεί ρώσους στρατιωτικούς συμβούλους ή να εγκαταστήσει ρωσικές βάσεις στη Βενεζουέλα. Φυσικά, το ερώτημα είναι ρητορικό…
Στην κρίση της Νότιας Οσετίας η Μόσχα έστησε τη φάκα και ο άπειρος Σαακασβίλι δάγκωσε το «τυράκι». Στη συνέχεια, το Κρεμλίνο άντλησε τα επιχειρήματά του από όσα έλαβαν χώρα στο Κοσσυφοπέδιο- βλέπε τους όρους «γενοκτονία» και «sui generis περίπτωση». Και πέρα από το να δείξει στην Ουάσιγκτον τα δόντια της, η «ρωσική αρκούδα» έχει δημιουργήσει έντονο προβληματισμό και στην Ευρωπαϊκή Ενωση, η οποία πλέον πρέπει να ακροβατήσει ανάμεσα στην ανάγκη σύναψης μιας νέας εταιρικής σχέσης με τη Μόσχα και στις υποχρεώσεις της έναντι των ΗΠΑ.
Στο πρόσφατο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο οι «27» βρήκαν, σχετικά εύκολα, τη μέση λύση. Οταν, όμως, το διακύβευμα γίνει ακόμη σοβαρότερο οι αποφάσεις θα είναι δύσκολες. Αυτό ισχύει και για την Ελλάδα, η οποία αναλαμβάνει από τον Ιανουάριο την προεδρία του ΟΑΣΕ και θα κληθεί να ισορροπήσει μεταξύ του «αμερικανικού αετού» και της «ρωσικής αρκούδας».
juve@dolnet.gr