Η ζωή γύρισε ανάποδα στην άλλη άκρη του κόσμου

Ο Francois Ηauter, δημοσιογράφος της γαλλικής εφημερίδας «Le Figaro», ξεκίνησε ένα οδοιπορικό διαρκείας τριών μηνών μέσα από το οποίο επιχείρησε να προσεγγίσει τον πολιτισμό των Κινέζων. Ακόμη περισσότερο, να κατανοήσει έναν ολόκληρο κόσμο τόσο μακρινό και διαφορετικό από αυτόν των «Δυτικών». Μέσα από το ταξίδι του γνώρισε ανθρώπους, κατέγραψε συμπεριφορές και έζησε καταστάσεις που μας επιτρέπουν να γνωρίσουμε καλύτερα τη χώρα η οποία φιλοξενεί τους 29ους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Το Βλαδιβοστόκ ανακηρύχθηκε «ανοιχτή πόλη» το 1992. Από τότε αφέθηκε στο απόλυτο κενό και στην αθλιότητα.
Μέσα στα δάση που περιστοιχίζουν την πόλη εκατοντάδες χιλιάδες, αν όχι εκατομμύρια, Κινέζοι ακολουθούν τα ίχνη κάθε έμβιου όντος προκειμένου να παρασκευάσουν φαρμακευτικά προϊόντα

Ο Francois Ηauter, δημοσιογράφος της γαλλικής εφημερίδας «Le Figaro», ξεκίνησε ένα οδοιπορικό διαρκείας τριών μηνών μέσα από το οποίο επιχείρησε να προσεγγίσει τον πολιτισμό
των Κινέζων. Ακόμη περισσότερο, να κατανοήσει έναν ολόκληρο κόσμο τόσο μακρινό και διαφορετικό από αυτόν των «Δυτικών». Μέσα από το ταξίδι του γνώρισε ανθρώπους,
κατέγραψε συμπεριφορές και έζησε καταστάσεις που μας επιτρέπουν να γνωρίσουμε καλύτερα τη χώρα η οποία φιλοξενεί τους 29ους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Οδημοσιογράφος έχει φθάσει επιτέλους στο Βλαδιβοστόκ, σε αυτή τη ρωσική πόλη που βρίσκεται στην κυριολεξία στην άλλη άκρη του κόσμου. Η Μόσχα απέχει 9.288 χλμ. από εδώ. Μια πόλη που νοσταλγεί το παρελθόν της και αγωνιά για το μέλλον της. Ο περισσότερος κόσμος προβλέπει ότι η «εισβολή» των Κινέζων δεν θα αργήσει.

Εξω ο καιρός ήταν βροχερός. Βαριά σύννεφα έφθαναν από τα ανατολικά και τα τζιπ στον δρόμο έβρεχαν τους πεζούς στο πέρασμά τους. Οι άνδρες, βαρύθυμοι και τραχείς, είχαν την περπατησιά μεθυσμένης αρκούδας. Ετοιμοι για όλα. Οι γυναίκες, όμορφες και ενίοτε χαμογελαστές, είχαν μια όψη που φανέρωνε τον επαρχιωτισμό τους. Σαν να τους έλειπε αυτό το άγγιγμα που κάνει ένα θηλυκό ακαταμάχητο. Στους δρόμους τα μεγάφωνα έπαιζαν τραγούδια του Τζο Ντασέν και του Πάολο Κόντε, επιτείνοντας ακόμη περισσότερο τη νοσταλγικότητα του τόπου. Ημουν πια στο Βλαδιβοστόκ.

Ενα τοπίο διόλου ευχάριστο, πνιγμένο στη βρωμιά, με τη θάλασσα καλυμμένη από ένα παχύ στρώμα λαδιού και με τις παραλίες γεμάτες με τα απόβλητα των αποχετεύσεων. Οι εξοχικές κατοικίες ρήμαζαν μέσα στις τάιγκες, τα πυκνά δάση κωνοφόρων που ευδοκιμούν στην περιοχή. Μέσα στα μαύρα δάση οι τίγρεις και τα αγριογούρουνα αλληλοτρώγονταν, ενώ τριγύρω σάπιζαν τα ναυάγια των πυρηνικών υποβρυχίων και οι σκελετοί των παλιών εργοστασίων. Αυτή η γη απέπνεε μια άγρια ελευθερία.

Βρισκόμουν ξαφνικά πίσω στις αρχές του 20ού αιώνα. Μέσα στα μπουντρούμια του σοβιετικού καθεστώτος, μέσα σε αυτή την καταστροφική κουλτούρα που περιγράφει ο Μπουλγκάκοφ στην «Καρδιά του σκύλου». Ενας κόσμος απερίγραπτης ασχήμιας, σχεδόν στραπατσαρισμένος, όπου οι άνθρωποι δεν έχουν την παραμικρή ελπίδα για το μέλλον και αφήνονται ανυπεράσπιστοι στα πιο πρωτόγονα ένστικτά τους. Τίποτε δεν έχει αλλάξει εδώ μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης. Τα αγάλματα του Λένιν στέκονται ακόμη στις θέσεις τους και μόνο κάποιες εκκλησίες που χτίστηκαν μαρτυρούν ανθρώπινη δραστηριότητα. Δεν βρήκα ούτε ένα παλαιοπωλείο που να πουλάει έστω αναμνηστικά από το σοβιετικό παρελθόν της πόλης.

Το Βλαδιβοστόκ ανακηρύχθηκε «ανοιχτή πόλη» το 1992. Από τότε αφέθηκε μέσα στο απόλυτο κενό και στην αθλιότητα, κι ας βρίσκεται σε έναν από τους ομορφότερους κόλπους του κόσμου. Ενα έρημο «νησί» στη μέση ενός παρθένου τόπου. Μέσα στα δάση που περιστοιχίζουν την πόλη εκατοντάδες χιλιάδες, αν όχι εκατομμύρια, Κινέζοι ακολουθούν τα ίχνη κάθε έμβιου όντος προκειμένου να παρασκευάσουν, όπως μου εξήγησαν, φαρμακευτικά προϊόντα. Σε απόσταση 350 χιλιομέτρων βρισκόταν ο ποταμός Αμούρ και γύρω του οι κατάφωτες κινεζικές πόλεις. Τα τελευταία 20 χρόνια τα δεδομένα της περιοχής άλλαξαν ριζικά. Οσο η Κίνα γιγαντωνόταν η Ρωσία αιμορραγούσε και στέρευε, με τον πληθυσμό της περιοχής να μειώνεται κατά ένα εκατομμύριο τον χρόνο. Οι γυναίκες έφευγαν για να παντρευτούν στις ΗΠΑ, οι μηχανικοί μετανάστευαν στη Νέα Ζηλανδία.

Η «δημοκρατική» Ρωσία από τη μία πλευρά και η «σοσιαλιστική» Κίνα από την άλλη έφεραν ξαφνικά τα πάνω κάτω. Ο κόσμος γύρισε ανάποδα, με τους οικονομικά ισχυρούς να βρίσκονται στον- κινεζικό- Νότο και τους αδύναμους στον- ρωσικό- Βορρά. Οση ώρα όμως καθόμουν στο μοναδικό μπαρ της πόλης δεν είχα παρατηρήσει ούτε έναν Κινέζο στον δρόμο.

«Μα πού βρίσκονται;» ρώτησα τη θεόρατη ξανθιά κοπέλα του μπαρ. «Τους διώξαμε.Καιρός ήταν!Πάντως είναι ζήτημα χρόνου να επιστρέψουν.Θα το δεις ότι σε λίγα χρόνια θα κατακλυστούμε από αυτούς. Ηδη βγαίνουν στα δάση μας και μαζεύουν τα βατράχια και τα τρώνε.Δεν έχει μείνει ούτε ένα».

Τα λόγια της κοπέλας είχαν έναν τόνο μίσους. Εγώ επέμεινα και τη ρώτησα και πάλι: «Θα παντρευόσουν Κινέζο;». Η αντίδρασή της ήταν, φυσικά, αυτή που φανταζόμουν. Σηκώθηκε και με κοίταξε με ένα βλέμμα σαν να ήμουν η χειρότερη προξενήτρα. Σηκώθηκα και έφυγα απαλλάσσοντάς την από την παρουσία μου. Κατάλαβα ότι θα χρειαζόταν να μελετήσω ξεχωριστά αυτούς τους δύο λαούς που δεν είχαν τίποτε να τους συνδέει παρά μόνο τη βιαιότητα. Θα ξεκινούσα λοιπόν από τους Ρώσους.

Κατηφόρισα ως το ξενοδοχείο «Βερσαλλίες». Οπως μαρτυρούσε και το όνομά του, ήταν αρκετά προσεγμένο, με αστραφτερά κάγκελα στη σκάλα, μια συλλογή από- μάλλον κακοφτιαγμένους- πίνακες, μια τραπεζαρία σε στυλ «Αίθουσα των Κατόπτρων» και μια πολύ χαριτωμένη καμαριέρα. Σε αυτόν τον χώρο είχε δολοφονηθεί το 1922 ο τελευταίος στρατηγός των Ρώσων. Ζήτησα στην υποδοχή το δωμάτιο όπου είχε κοιμηθεί τότε ο στρατηγός, υποθέτοντας ότι θα είναι και το πιο ευρύχωρο. Η κοπέλα, που ήταν ντυμένη σαν να επρόκειτο να παραστεί σε δεξίωση στο Μονακό, μου απάντησε ότι δεν υπήρχε στη λίστα!

Δεν άργησα να αντιληφθώ ότι, με εξαίρεση ορισμένους διανοουμένους, ο υπόλοιπος τοπικός πληθυσμός δεν παρουσίαζε κανένα κοινωνιολογικό ενδιαφέρον και επομένως δεν μου ήταν και πολύ «χρήσιμος». Ωστόσο τις επόμενες δύο ημέρες κατάφερα να «ανακαλύψω» δύο σημαντικά πράγματα. Κατ΄ αρχάς ότι όλοι οι κάτοικοι600.000 άτομα στο Βλαδιβοστόκ και κάτι παραπάνω από 1,8 εκατ. κάτοικοι στις κοντινές πόλεις- περίμεναν ότι σε δύο χρόνια οι γείτονές τους θα είχαν εισβάλει στα μέρη τους. Επίσης διεπίστωσα ότι ο μισός σχεδόν πληθυσμός ζούσε με λιγότερα από 300 δολάρια τον μήνα, ενώ στην πραγματικότητα χρειαζόταν τουλάχιστον τα τριπλάσια χρήματα για να μπορέσει να επιβιώσει κανείς. Ετσι όλοι αναπολούσαν τα ευλογημένα χρόνια του κομμουνισμού.

«Ηταν μία από τις ωραιότερες πόλεις του κόσμου ώσπου ν΄ αρχίσει να δέχεται ξένους» μου είπε ένας «τουριστικός πράκτορας», ο Αντρέι Γκλοτόφ . «Ως τότε ήμασταν προφυλαγμένοι από τις μεταδοτικές ασθένειες και την εγκληματικότητα.Σήμερα επικρατούν το λαθρεμπόριο,η πορνεία και η μαφία των εμπόρων ναρκωτικών. Οσοι δεν βρίσκονται στο νεκροταφείο είναι πάμπλουτοι και εξουσιάζουν την πόλη».

Μια άλλη δασκάλα μού είπε με την ίδια απαισιοδοξία: «Είμαστε ξεχασμένοι από τις Αρχές.Η Περεστρόικα που ξεκίνησε πριν από είκοσι χρόνια δεν άλλαξε τίποτε εδώ». Ενας άλλος δάσκαλος με διαφώτισε λίγο περισσότερο: «Οι Ρώσοι είναι αργόσχολοι.Πίνουν μετά μανίας αδιαφορώντας για τα πάντα.Κανόνες δεν υπάρχουν.Μεθούν και βουτάνε στα παγωμένα νερά.Κάποιοι δεν ξαναβγαίνουν.Ετσι είναι η ζωή εδώ. Στο Βλαδιβοστόκ φυσάει τρελός αέρας».

Ξεδιπλώνοντας τον χάρτη της περιοχής είχα μπροστά μου αυτή τη ρωσική κοιλότητα γύρω από την οποία βρίσκονται αμέτρητα κοιτάσματα πετρελαίου και ορυκτού πλούτου. Σε μια αχανή έκταση 6,2 εκατομμυρίων στρεμμάτων ζούσαν διάσπαρτοι 3 εκατομμύρια Ρώσοι (κατ΄ άλλους 6 εκατομμύρια). Στα νότια αυτής της περιοχής 1,3 δισεκατομμύρια Κινέζοι στοιβάζονταν σε μια έκταση 9,6 εκατομμυρίων στρεμμάτων. Δίπλα τους ζούσαν 70 εκατομμύρια Κορεάτες και λίγο πιο μακριά 127 εκατομμύρια Ιάπωνες. Κανένας από αυτούς τους λαούς δεν διέθετε ούτε πηγές ενέργειας ούτε πρώτες ύλες. Μου ήταν αδύνατον να πιστέψω αυτό το παράδοξο, αυτή την τρέλα των Ρώσων που κάθονταν πάνω σε έναν πραγματικό θησαυρό, έρμαια των παθών τους.

Ο «κίτρινος κίνδυνος» υπέβοσκε, όπως άλλωστε και το μίσος που τροφοδοτούσε έναντι των Κινέζων. Αναλογίστηκα τη δική μας αδράνεια, Ευρωπαίων και Αμερικανών, απέναντι σε αυτή την πόλη, που θα μπορούσε να μετατραπεί σε μια όμορφη και ευημερούσα περιοχή που δεν θα είχε να ζηλέψει τίποτε από το Χονγκ Κονγκ ή τη Σιγκαπούρη. Μα πού ήταν επιτέλους ο Πούτιν;

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.