«Πολύ εντυπωσιακό το μενού», είπε κάποτε η Ανν, η πρώτη σύζυγος του πατέρα μου, σε έναν εμβρόντητο αρχισερβιτόρο, «αλλά το ερώτημα είναι: ξέρετε να μαγειρεύετε;». Θα το ανακαλύψουμε πολύ σύντομα. Κατά κάποιον τρόπο, το ξέρω ήδη: η οικογένειά μου χαίρεται γι’ αυτό το βιβλίο. Αν είχα γράψει κάτι που θα εξασφάλιζε κάθε δυνατή διάκριση αλλά το απεχθάνονταν, αυτό θα ήταν μια πολύ ιδιαίτερη μορφή κόλασης για μένα. Και ξέρω ότι θα υπάρξουν προαποφασισμένα συμπεράσματα προς κάθε κατεύθυνση. Θα υπάρξουν αναγνώστες που θα λατρέψουν το βιβλίο, όποια κι αν είναι η αξία του, επειδή το δέσιμό τους με τον Τζορτζ Σμάιλι και το Σέρκους είναι τόσο βαθύ, που και η παραμικρή επαφή μαζί του αρκεί για να τους χαροποιήσει. Θα υπάρξουν όμως κι άλλοι που, ακριβώς για τον ίδιο λόγο, δεν θα μπορούν καν να διανοηθούν να το διαβάσουν και που θα τους σηκώνεται η τρίχα με οποιαδήποτε αναφορά στο παράλογο τόλμημά μου, το οποίο κατά τη γνώμη τους είναι ύβρις. Στους ανθρώπους αυτούς, που αναπόφευκτα θα τους δωρίσουν το βιβλίο μου καλοπροαίρετοι συγγενείς και που θα πρέπει να προσποιηθούν πως είναι ευγνώμονες, κρύβοντας το ενστικτώδες γρύλισμα δυσαρέσκειάς τους, δεν μπορώ παρά να ζητήσω συγγνώμη: ελπίζω ότι, καθώς χαλαρώνετε στο μπάνιο σας έπειτα από μια ιδιαίτερα ζόρικη μέρα, θα πάρετε ίσως στα χέρια σας το παραμελημένο αυτό βιβλίο, σίγουροι ότι τα πράγματα αποκλείεται να πάνε χειρότερα απ’ ό,τι ήδη είναι, και θα διαπιστώσετε ότι τρώγοντας έρχεται η όρεξη.

Πάντα υπήρχε η πρόθεση να γραφτούν κι άλλα βιβλία με ήρωα τον Σμάιλι. Το ξέρω, γιατί ήμουν εκεί. Γεννήθηκα τον Νοέμβριο του 1972 – συμπτωματικά ή όχι, περίπου την εποχή που πέθανε ο Ελεγχος – και μεγάλωσα με τον Τζορτζ. Η παρουσία του, με ποικίλες μορφές, ήταν ένα φιλικό φάντασμα στο τραπέζι μου. Πρώτα ήταν ο Τζορτζ του πατέρα μου, με τη σφιγμένη φωνή, που μερικές φορές την ύψωνε όταν εξοργιζόταν, και μετά ήταν και πάλι αρκετά ήρεμη για να αναβλύζει από τα βάθη της ψυχής του και να λέει την αλήθεια, όσο σκοτεινή κι αν ήταν. Επειτα ήταν η εκδοχή του Αλεκ Γκίνες, ήπια, ιδιότροπη και στοχαστική, σαν να μπορούσε λες η ιδιοφυΐα να αναδύεται για λίγο μόνο μέσα από την ομίχλη. Ο Μάικλ Τζέιστον διάβασε τον ρόλο του Σμάιλι σ’ ένα συντετμημένο ηχητικό βιβλίο και άκουγα τις κασέτες κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ. Αργότερα ο πατέρας μου διάβασε ο ίδιος το βιβλίο του στην ίδια μορφή και ο ρυθμός και η χροιά της φωνής του ανακατεύονταν με του Γκίνες – γι’ αυτό, όπως είπε, δεν μπόρεσε να γράψει όσα βιβλία ήθελε με τη σειρά που είχε σχεδιάσει στην αρχή. Ο εξωτερικός Σμάιλι είχε παραγκωνίσει εκείνον που είχε στο μυαλό του. Πολύ αργότερα ακολούθησαν ο Ντένομ Ελιοτ, ο Γκάρι Ολντμαν και άλλοι, σε διαφορετικές περιστάσεις, και όλες αυτές οι φωνές αντηχούσαν στ’ αυτιά μου όταν κάθισα να δω αν μπορούσα να αφηγηθώ κάποια ιστορία που εκτυλίχτηκε στο κενό των δέκα ετών ανάμεσα στα βιβλία Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο και Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι.

«Ο δικός μου Σμάιλι είναι του πατέρα μου, αλλά είναι και ο Σμάιλι που κληρονομήσαμε συλλογικά.»

Ηταν λες και ο Σμάιλι ήταν εκεί, περιμένοντας υπομονετικά, κι εγώ να είχα καθυστερήσει κάπως. Ο δικός μου Σμάιλι είναι του πατέρα μου, αλλά είναι και ο Σμάιλι που κληρονομήσαμε συλλογικά. Η προέλευσή του είναι ομιχλώδης και πολυσυζητημένη. Ξέρουμε ότι ταξιδεύει απαρατήρητος στο τελευταίο βαγόνι του κοινωνικού εξπρές· ότι είναι διανοούμενος κι όχι αριστοκράτης· δεν χωράει σε κανένα καλούπι, είναι αθέατος και ασυνήθιστος. Υπάρχει μια σχολή σκέψης που θεωρεί ότι πίσω από τον Πίτερ Γκουίλαμ βρίσκεται ο πατέρας μου και πίσω από τον Σμάιλι ο Μόρις Oλντφιλντ αναμεμειγμένος με χαρακτηριστικά του Βίβιαν Γκριν, αλλά όποιον συγγραφέα κι αν ρωτήσετε θα σας πει ότι ο πυρήνας ενός μυθιστορήματος είναι πάντα το πρόσωπο στο οποίο προβάλλουμε τον εαυτό μας, όσο κι αν το μετασχηματίζουμε και το ανασχεδιάζουμε. Ο Σμάιλι ήταν ο μπαμπάς μου: το υπερβολικά προσεκτικό και επιφυλακτικό παιδί που είχε ορφανέψει νωρίς, είτε στην πραγματικότητα είτε από κάποια τερατώδη συγκυρία, μόνος στον συνωστισμό και ευτυχισμένος όταν, από καθαρή τύχη κατά τα φαινόμενα, βρισκόταν σ’ έναν χώρο συναισθηματικής ζεστασιάς. Η φωνή ήταν ευδιάκριτη και σαφής.

Nick HarkawayΗ επιλογή του ΚάρλαΜετάφραση Βεατρίκη Κάντζολα Σαμπατάκου.Εκδόσεις Bell, 2024, σελ. 368, τιμή 17,70 ευρώ

Και ο Κάρλα; Υπάρχει ένας απαρέγκλιτος κανόνας ότι είναι άγνωστος και απροσπέλαστος. Ο Κάρλα είναι η αδιαφάνεια του αυταρχικού καθεστώτος, η αυθαίρετη βία του, η πανταχού παρουσία του, η βαρύτητά του. Oπως ο καρχαρίας στην ταινία Τα σαγόνια του καρχαρία, όσο πιο συχνά τον βλέπεις από κοντά, τόσο λιγότερο τρομακτικός γίνεται. Κι όμως, η έχθρα ανάμεσά τους πρέπει να έχει κάποιο σημείο εκκίνησης. Ο άνθρωπος πρέπει να γίνει το τέρας σε βάθος χρόνου. O Σμάιλι προσπαθεί για πρώτη φορά να καταφέρει τον Κάρλα να αυτομολήσει το 1955 και, όταν συμβαίνει αυτό, τα αισθήματά του γι’ αυτόν τον Ρώσο αξιωματούχο – μια μεμονωμένη περίπτωση ανάμεσα σε πολλές – είναι σχεδόν συναδελφικά. Είκοσι χρόνια αργότερα, έχουν γίνει ο ένας η σκιά του άλλου, εκπροσωπώντας την πτώση μιας αυτοκρατορίας και την ασφυκτική βαναυσότητα μιας άλλης. Τι συμβαίνει ενδιάμεσα; Ισως αυτό είναι ένα μέρος που είμαστε εδώ για να ανακαλύψουμε.

Και, φυσικά, οι ιστορίες με τον Σμάιλι δεν έχουν να κάνουν με την κατασκοπεία σε τελική ανάλυση. Το Σέρκους του Σμάιλι ήταν η επιτομή της δουλειάς των μυστικών υπηρεσιών που για πολλούς – είτε το ξέρουν είτε όχι – καθόρισε τον Ψυχρό Πόλεμο. Ο δικός του πόλεμος ήταν ο ζοφερός, αδυσώπητος και αφανής πόλεμος χαρακωμάτων της κατασκοπείας, οριοθετημένος από την απειλή του πυρηνικού ολέθρου, με τη συμμετοχή ενός μωσαϊκού χωρών στριμωγμένων σε μια δυαδική διεθνή σύγκρουση – ένας πόλεμος που τελικά ήταν αδύνατον να κερδηθεί, γιατί η νίκη που θα είχε οποιαδήποτε σημασία παιζόταν σε έναν εντελώς διαφορετικό στίβο μάχης. Τα μυθιστορήματα ήταν αποτύπωση της χρονικής στιγμής και ταυτόχρονα παράθυρο στην ψυχή. Η επιτυχία, σιωπηρά, σήμαινε κάτι άλλο: να βρεις συμπόνια στις σκιές των αδιέξοδων αναμετρήσεων, να κάνεις τον κόσμο καλύτερο κι όχι χειρότερο στο διάβα της ζωής σου, να αναζητάς έναν τρόπο να είσαι καλός κι ευσπλαχνικός σ’ έναν κόσμο που ευνοούσε τους βάναυσους. Τα μεταγενέστερα βιβλία του πατέρα μου είναι με απροκάλυπτο και πολύ συγκεκριμένο τρόπο πολιτικά, αλλά οι ιστορίες γύρω από το Σέρκους είναι πάντα το ίδιο οργισμένες – δεν περιορίζονται μονάχα σε έναν στόχο μία συγκεκριμένη εποχή. Ο Ψυχρός Πόλεμος όπως ήταν κάποτε έχει τελειώσει, έτσι Η επιλογή του Κάρλα δεν μπορεί, εκ πρώτης όψεως, να αποτελεί εικόνα του σήμερα. Από την άλλη, η πιεστική ανάγκη να επιλέξεις τη συμπόνια – είτε για τους στρατευμένους εχθρούς σου είτε για τους πρόσφυγες, τις μελλοντικές γενιές ή τον εαυτό σου – ποτέ δεν ήταν τόσο έντονη όσο τώρα. Ο Ερικ Χόμπσμπαουμ έχει πει ότι ο 20ός αιώνας ήταν σύντομος, αλλά θα μπορούσε να απαντήσει κανείς ότι ακόμα περιμένουμε να τελειώσει.

Ολα αυτά ακούγονται πολύ επιβλητικά και βαρύγδουπα για την απλή δουλειά της συγγραφής ενός βιβλίου. Το ζητούμενο είναι να προκύψει ένα έργο με αρχή, μέση και τέλος. Πρέπει να σας συγκινήσει, να χαραχτεί ανεξίτηλα στο μυαλό σας και να σας αφήσει να λαχταράτε κι άλλο. Για να δούμε αν ετούτο το βιβλίο το καταφέρνει.

Η μετάφραση του κειμένου του Νικ Χάρκαγουεϊ από τα αγγλικά έγινε από τη Βεατρίκη Κάντζολα-Σαμπατάκου.