Παππάς Ανδρέας Επιμελητής εκδόσεων και μετάφρασης

«Το Βήμα» στα χρόνια της δικτατορίας

Το κείμενο αυτό αποτελεί ξανακοιταγμένη και ελάχιστα επανεπεξεργασμένη εκδοχή όσων είχα γράψει πριν από μερικούς μήνες στις πάντα φιλόξενες «Νέες Εποχές», με αφορμή την τότε έκθεση στο Ιδρυμα Γουλανδρή. Νομίζω ότι ταιριάζει απόλυτα στο αφιέρωμα για τα 100 χρόνια του «Βήματος», καθώς προσπαθεί να προσεγγίσει το από κάθε άποψη ακανθώδες ζήτημα του ρόλου της εφημερίδας κατά την περίοδο 1967-74. Περίοδο δύσκολων καταστάσεων και δύσκολων αποφάσεων για τις εφημερίδες, όπως άλλωστε και για κάθε δημοκρατικό πολίτη.

Μια από τις συνέπειες που είχε η επιβολή της επάρατης δικτατορίας το 1967 ήταν και η φίμωση του Τύπου. Οι βασικές πολιτικές ειδήσεις, όπως και τα σε περίοπτη θέση κείμενα και σχόλια, λογοκρίνονταν. Οι τίτλοι αποφασίζονταν ουσιαστικά από ειδική υπηρεσία του στρατιωτικού καθεστώτος και αναπαράγονταν υποχρεωτικά από τις εφημερίδες. Με αυτά τα δεδομένα, η απάντηση στο ερώτημα αν έπρεπε μια εφημερίδα να συνεχίσει να εκδίδεται ή όχι δεν ήταν εύκολη. Οι επιλογές ήταν δύο: να κλείσει η εφημερίδα ή να συνεχίσει να εκδίδεται υπό «ειδικές συνθήκες». Για παράδειγμα, η Ελένη Βλάχου ακολούθησε σαφώς και εξαρχής τον πρώτο δρόμο, κλείνοντας τόσο την «Καθημερινή» όσο και την καινοτόμα στην εποχή της «Μεσημβρινή». Υπήρχαν βέβαια και εφημερίδες όπως η «Αυγή» και η «Δημοκρατική Αλλαγή», που επίσης έκλεισαν, αλλά με απόφαση του καθεστώτος αυτές, και επομένως… χωρίς διλήμματα και δύσκολες αποφάσεις. Η άλλη στάση μετά το 1967 ήταν αυτή του τότε ΔΟΛ («Το Βήμα», «Τα Νέα» και άλλα), του τότε «Εθνους» (το έκλεισε πάντως η χούντα το 1970), της τότε «Βραδυνής» (την έκλεισε ο Ιωαννίδης το 1973), καθώς και κάποιων ακόμα εφημερίδων. Η στάση αυτή θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στη φράση: «Η έκδοση της εφημερίδας συνεχίζεται. Παράλληλα, παρακολουθούμε τις εξελίξεις και προσπαθούμε να αξιοποιούμε κάθε χαραμάδα που ανοίγει».

Θα αναγνωρίζω πάντα πόσο πολύτιμη υπήρξε για τη γενιά μου η κυκλοφορία του «Βήματος» στα χρόνια της δικτατορίας, πόσο αυτή ειδικά η εφημερίδα λειτούργησε σαν αποκούμπι μας σε μια πολύ δύσκολη περίοδο

Η πρώτη αντίδρασή μου στο ζήτημα, όπως και αρκετών ομηλίκων μου άλλωστε, ήταν σαφώς επηρεασμένη από τον αντιδικτατορικό οίστρο που μας διέκρινε τότε, ο οποίος με τη σειρά του ήταν επηρεασμένος από τον ριζοσπαστισμό, τον κοσμοδιορθωτισμό και την απολυτότητα που συχνά χαρακτηρίζουν τους νέους. Θεωρούσαμε, με άλλα λόγια, πως έπρεπε όλες οι εφημερίδες να είχαν κλείσει, αφήνοντας τη χούντα μόνο με τον «Ελεύθερο Κόσμο» του Σάββα Κωνσταντόπουλου και με κάποια εφήμερα χουντοκαθοδηγούμενα και χουντοτροφοδοτούμενα έντυπα που κυκλοφορούσαν κατά καιρούς. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι μιλάμε για μια εποχή όπου δεν υπήρχε Διαδίκτυο, δεν υπήρχαν ιστότοποι, δεν υπήρχαν κινητά. Ούτε καν ιδιωτική ραδιοφωνία υπήρχε τότε, ούτε βέβαια ιδιωτική τηλεόραση. Μόνον το χουντοκρατούμενο ραδιόφωνο και η χουντοκρατούμενη (και, έτσι κι αλλιώς, σε εμβρυακή μορφή ακόμη) τηλεόραση.

Ωστόσο, καθώς περνούσαν οι μήνες και καθώς γινόταν όλο και πιο φανερό ότι η χούντα ούτε θα έφευγε ούτε θα έπεφτε σύντομα, γεννιόταν κάθε μέρα και περισσότερο η ανάγκη, σε κάποιους τουλάχιστον από εμάς, να μαθαίνουμε αν μη τι άλλο τι γινόταν στον κόσμο, εκτός Ελλάδος, αλλά και στον χώρο των γραμμάτων και των τεχνών. Αρχίσαμε έτσι να αγοράζουμε «Το Βήμα» κάθε πρωί – ή μάλλον κάθε μεσημέρι, αφού τότε άρχιζε λίγο-πολύ η μέρα μας, σύμφωνα με τον πανάρχαιο κανόνα που διέπει την περίοδο της φοιτητικής ζωής. Αγνοώντας ή παρακάμπτοντας τους τίτλους, μπορούσαμε εκεί να διαβάσουμε για ταινίες που προβάλλονταν, για παραστάσεις που ανεβάζονταν, για εκθέσεις που οργανώνονταν κ.ο.κ. Εκτός από τα καλλιτεχνικά και τα διεθνή, ρουφάγαμε επίσης τις επιφυλλίδες, κάτω δεξιά στην πρώτη σελίδα. Εκεί, σημαντικοί διανοούμενοι, όπως ο Αγγελος Τερζάκης, ο Κ. Θ. Δημαράς, ο Δημήτρης Μαρωνίτης (με διακοπές αυτός, λόγω διώξεων) και άλλοι κατέθεταν τις απόψεις τους για ποικίλα ζητήματα, φροντίζοντας ωστόσο να τις εμπλουτίζουν με πλάγιες ή υπαινικτικές αιχμές κατά της χούντας (επικρίνοντας, λ.χ., «γενικώς» τον αυταρχισμό και τον ολοκληρωτισμό).

Η γενιά μου, που έκανε τότε την ορμητική είσοδό της στον κόσμο όχι μόνο της πολιτικής αλλά και των ιδεών και των τεχνών, που προσπαθούσε εκείνα τα χρόνια «να βρει τα πατήματά της», βοηθήθηκε σημαντικά από κείμενα όπως αυτά των επιφυλλίδων, καθώς και από τις κριτικές που έγραφαν ο Κωστής Σκαλιόρας (κινηματογράφος), ο Αγγελος Τερζάκης και μετά το 1971 ο Κώστας Γεωργουσόπουλος (θέατρο), ο Γιώργος Λεωτσάκος (μουσική) και άλλοι. Μάλιστα, καθώς μετά το 1970, με την κατάργηση της προληπτικής λογοκρισίας, τα πράγματα λασκάρισαν κάπως στον χώρο των εντύπων και των βιβλίων, όλο και πιο απαραίτητος σύντροφός μας γινόταν «Το Βήμα». Αλλωστε, μετά το 1972-73, η εφημερίδα ασκούσε πλέον σχεδόν απροκάλυπτα κριτική στη χούντα. Ηταν η εποχή όπου, μεταξύ άλλων, ο αείμνηστος Θανάσης Κανελλόπουλος έγραφε τους «Αντίλαλους» (με την υπογραφή Ακροατής, αν θυμάμαι καλά) και όπου ο Κώστας Μητρόπουλος είχε δημοσιεύσει μερικές από τις πιο επιτυχημένες γελοιογραφίες του.

Αφορμή για όλα αυτά η επετειακή έκδοση για τα 100 χρόνια του «Βήματος». Οσο για το επιμύθιο, δεν είναι άλλο από αυτό που όλο και περισσότερο συνειδητοποιεί κανείς καθώς μεγαλώνει: τα πράγματα και οι καταστάσεις έχουν συχνά περισσότερες από μία όψεις. Με άλλα λόγια, δεν θα πάψω ποτέ να εκτιμώ την ξεκάθαρη, αταλάντευτη στάση της Ελένης Βλάχου: έκλεισε τις εφημερίδες της, έφυγε (όχι εύκολα) για το Λονδίνο, δεν έπαψε στιγμή από εκεί να καταγγέλλει τη χούντα. Εξίσου όμως θα αναγνωρίζω πάντα πόσο πολύτιμη υπήρξε για τη γενιά μου η κυκλοφορία του «Βήματος» στα χρόνια της δικτατορίας, πόσο αυτή ειδικά η εφημερίδα λειτούργησε σαν αποκούμπι μας σε μια πολύ δύσκολη περίοδο.

Η γενιά μου, προσπαθούσε εκείνα τα χρόνια «να βρει τα πατήματά της», βοηθήθηκε σημαντικά από κείμενα όπως αυτά των επιφυλλίδων, καθώς και από τις κριτικές που έγραφαν ο Κωστής Σκαλιόρας , ο Αγγελος Τερζάκης και μετά το 1971 ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, ο Γιώργος Λεωτσάκος και άλλοι

ΓΡΑΦΟΥΝ ΓΙΑ ΤΑ 100 ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ