Μαλούχος Γεώργιος Π

«Το Βήμα» και ο ρόλος του στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας

Η 6η Φεβρουαρίου 1922, πριν από εκατό έτη, υπήρξε μία από τις πλέον σημαντικές ημερομηνίες για την ιστορία του ελληνικού Τύπου. Μία κορυφαία στιγμή του καθώς τότε εκδόθηκε για πρώτη φορά μία από τις σημαντικότερες εφημερίδες στη χώρα, με πρωτοφανή επίδραση σε όλα τα επίπεδα των εξελίξεων της εθνικής, πολιτικής, πνευματικής και κοινωνικής ζωής. Και με ξεκάθαρα από το πρώτο κιόλας φύλλο διακηρυγμένο τον στόχο της μάχης για τον δυτικό προσανατολισμό της Ελλάδας. Μία εφημερίδα που, παρά την πληθώρα αντιξοοτήτων ενός αιώνα, υπερίσχυσε εν τέλει του χρόνου, αν και ξεκίνησε την πορεία της εν μέσω της  τραγικότερης περιόδου της ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδας ή, ορθότερα, ακριβώς επειδή αυτή βρισκόταν σε εξέλιξη. Η οργανική σύνδεση της έκδοσης της νέας, τότε, εφημερίδας με τις συνθήκες που τη γέννησαν, συνιστά επίσης μία μοναδική συνθήκη, τόσο για τα ελληνικά όσο ίσως και για τα διεθνή χρονικά της πολύπλοκης, βαθιάς σχέσης του Τύπου με τις ευρύτερες εξελίξεις.

Η έννοια «Τύπος» υπήρξε ιστορικά και, παρά τις τεχνολογικές εξελίξεις, εξακολουθεί να παραμένει απολύτως ταυτισμένη με το έντυπο, με το χαρτί, με τις εφημερίδες που οι άνθρωποι αγοράζουν για να ενημερωθούν και να διαμορφώσουν ελεύθερα γνώμη για τα γεγονότα. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’30, όταν στην Ελλάδα έκανε τα πρώτα του βήματα το ραδιόφωνο, ο Τύπος ήταν ούτως ή άλλως αποκλειστικά ταυτισμένος με τις εφημερίδες. Χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν άλλα σαράντα χρόνια για να εισαχθεί συστηματικά στην Ελλάδα η τηλεόραση, η οποία άρχισε να αναπτύσσεται ουσιαστικά επί δικτατορίας, οπότε κάθε άλλο παρά μπορούσε να ταυτιστεί με την ελευθερία και την αξιοπιστία της ενημέρωσης. Και απαιτήθηκαν ακόμα άλλα τριάντα χρόνια μέχρι να σπάσουν τα δύο αυτά κρατικά μονοπώλια: πρώτα του ραδιοφώνου και έπειτα της τηλεόρασης. Συνολικά, συνεπώς, οι εφημερίδες, παρά τη ραγδαία αύξηση της παρουσίας των μέσων αυτών, διατήρησαν επί πολλές δεκαετίες σε αποκλειστικότητα το βασικό τους χαρακτηριστικό: να εκπληρώνουν την ελευθερία της ενημέρωσης και να εκφράζουν την ποικιλομορφία του δημοσίου λόγου. Και είναι ακριβώς αυτό που τις καθιστά αναντικατάστατες για τη δημοκρατία και την ελευθερία σε κάθε χώρα. Είναι ένας ρόλος τον οποίο «Το Βήμα» ανέλαβε από την πρώτη ημέρα της έκδοσής του με τη μέγιστη αποφασιστικότητα και για την εκπλήρωση του οποίου έδωσε και εξακολουθεί να δίνει αγώνες με μεγάλο κόστος στην ήδη εκατονταετή ιστορία του. Αγώνες που ταύτισαν την ιστορική εφημερίδα με τη δημοκρατία, την ελευθερία του λόγου και την αποφασιστικότητα για έλεγχο της εξουσίας κάθε φορά που εκείνη έμπαινε στον πειρασμό να ξεπεράσει τα συνταγματικά της όρια – κάτι που συνέβη πολύ συχνά στην ελληνική ιστορία. Και όχι μόνον στην ιστορία.

Η εκατονταετία αυτή κατά την οποία εκδίδεται «Το Βήμα», υπήρξε η πυκνότερη σε εξελίξεις στην ιστορία. Την ελληνική αλλά και την παγκόσμια, με τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους, για να αναφέρει κανείς μόνον το πιο κεφαλαιώδες από τα αμέτρητα παγκόσμια γεγονότα που θα μπορούσε. Ως προς τα ελληνικά ζητήματα: Μικρασιατική Καταστροφή, Προσφυγικό, Πτώχευση του 1932, Δικτατορία του 1936, Ελληνοϊταλικός και Ελληνογερμανικός Πόλεμος, Τριπλή Ξένη Κατοχή, Εμφύλιος Πόλεμος, Μετεμφυλιακή Περίοδος, Ερήμωση και Μετανάστευση, Δικτατορία του 1967, Εθνική Τραγωδία της Κύπρου. Μετά, η «ανάσα» της Μεταπολίτευσης, μα και επιστροφή πάλι σε πτώχευση το 2010, όπως και σε νέα μετανάστευση, με την πανδημία να κλείνει τον αιώνα χειρότερα και πολύ πιο απρόσμενα απ’ ό,τι θα μπορούσε κανείς ποτέ να είχε φανταστεί. Και τέλος, ο μεγαλύτερος πόλεμος σε ευρωπαϊκό έδαφος από το 1945, με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία: μια βάρβαρη πολυαίμακτη επίθεση ολοκληρωτισμού και αναθεωρητισμού που αλλάζει τα πάντα στην Ευρώπη – και που δείχνει πλέον καθαρά σε όλους και το είδος της απειλής που υφίσταται διαρκώς και η Ελλάδα. Είναι λοιπόν φανερό ότι ακόμα και σε τίτλους λίγων γραμμών, όταν συνειδητοποιηθεί, η ελληνική (και φυσικά και η διεθνής) ιστορία προκαλεί δέος – και όχι με την ευγενή έννοια του όρου. Εξίσου εντυπωσιακό όμως είναι το γεγονός ότι μέσα από αυτόν τον κυκεώνα εξελίξεων, ως επί το πλείστον πικρών και δύσκολων, η Ελλάδα τελικά κατάφερε και προχώρησε.

Τα Χριστούγεννα του 1921, που μόλις είχαν προηγηθεί της έκδοσης του «Ελευθέρου Βήματος», όπως ονομαζόταν η εφημερίδα στην πρώτη περίοδό της, κάθε άλλο παρά γέμισαν με αισιοδοξία την Ελλάδα: το 1922 θα ξεκινούσε με τους πιο σκοτεινούς οιωνούς. Ηδη από τον Δεκέμβριο του 1921, η τότε κυβέρνηση είχε βρεθεί μπροστά σε πολλαπλά αδιέξοδα. Η Στρατιά της Μικράς Ασίας ήταν από καιρό καθηλωμένη στα βάθη της τουρκικής ενδοχώρας, αδύναμη όχι απλώς να προχωρήσει, αλλά ακόμα και να συντηρηθεί με επάρκεια και ασφάλεια. Το πρωτοφανές κόστος της εκστρατείας που είχε πια από καιρό απλωθεί σε τεράστιο απόμακρο μέτωπο, εντελώς ξένο προς τους στόχους και τους σχεδιασμούς της εγκεκριμένης αποστολής του 1919, είχε ήδη γονατίσει την, έτσι κι αλλιώς, απελπιστικά αδύναμη ελληνική οικονομία. Ομως, κάτι ακόμη χειρότερο, οι ολέθριες αποφάσεις των διαδόχων του Ελευθερίου Βενιζέλου, που είχε χάσει την εξουσία με τις εκλογές του 1920, είχαν προκαλέσει τεράστια ρήγματα στις σχέσεις της χώρας με τους πάλαι ποτέ στενούς συμμάχους της. Η κυβέρνηση πιθανότατα δεν είχε καν αντιληφθεί τι είχε πράξει σε σχέση με τη γεωπολιτική ισορροπία της Ελλάδας. Και, σίγουρα, δεν μπορούσε καν να διανοηθεί ότι οι αποφάσεις της είχαν ενισχύσει δραματικά τον Κεμάλ στα μάτια των Δυτικών, με ό,τι αυτό μπορούσε να σημαίνει για την Ελλάδα.

Η πρώτη συνειδητοποίηση της δομικής βλάβης που είχε επέλθει για τη χώρα, έγινε ακριβώς στα τέλη του 1921 και στις αρχές του 1922, όταν κορυφαία στελέχη της τότε κυβέρνησης ταξίδεψαν στις πιο σημαντικές μεγάλες πρωτεύουσες προκειμένου να πετύχουν τη σύναψη δανείων για να ανατρέψουν την επερχόμενη πτώχευση λόγω της συντήρησης του μετώπου. Αυτό που βρήκαν όπου κι αν πήγαν (Λονδίνο, Παρίσι, Ρώμη, Βερολίνο, Ουάσιγκτον…) ήταν η απόλυτη άρνηση – άλλοτε ευγενής και διπλωματική, άλλοτε πολύ πιο ξεκάθαρη και σκληρή: οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν έκρυβαν την εξίσου μεγάλη ενόχλησή τους που η Ελλάδα μετά το ’20 είχε αποφασίσει ότι θα βάδιζε στην Αγκυρα χωρίς να ρωτήσει κανέναν, τυφλωμένη από μία τρελή εθνική φαντασίωση. Ετσι, το 1922 ξεκινούσε με την Ελλάδα ακινητοποιημένη στρατιωτικά, οικονομικά και πολιτικά, κατ’ ουσίαν να περιμένει μοιραία πια τις εξελίξεις. Που δεν άργησαν να έρθουν. Πρώτα στην οικονομία (με την «άγνωστη» πτώχευση του ’22) και, λίγο αργότερα, στο πεδίο της στρατιωτικής σύγκρουσης με την Τουρκία και παράλληλα εξίσου στη διπλωματία: στις καθοριστικής σημασίας σχέσεις με τις Μεγάλες Δυνάμεις, που υπήρξαν άλλωστε και οι εντολείς για την ελληνική στρατιωτική αποστολή στη Μικρά Ασία.

Για όποιον λοιπόν έβλεπε καθαρά ήταν δεδομένο ήδη από τις αρχές του 1922 ότι όλα είχαν πια χαθεί. Εκτός ίσως αν μπορούσε να πετύχει μία τελευταία προσπάθεια: η επιστροφή του Ελευθερίου Βενιζέλου και η ανάληψη της εξουσίας εκ νέου από τον ίδιο. Ηταν ο μόνος που θα είχε κάποια τελευταία, ελάχιστη πάντως, ελπίδα να αναστρέψει το εξαιρετικά δυσμενές διεθνές κλίμα για την Ελλάδα. Και αν δεν μπορούσε να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, τουλάχιστον ένας άλλος: να υπάρξει ηγέτης ικανός να διαχειριστεί την επερχόμενη ήττα – το μέγεθος και οι συνθήκες της οποίας ήταν φυσικά ακόμα άδηλες, αλλά τίποτα καλό δεν μπορούσε να αναμένει κανείς. Ετσι, το «Ελεύθερον Βήμα», η εφημερίδα που ίδρυσε ο μακεδονομάχος και στενός φίλος του Βενιζέλου Δημήτριος Λαμπράκης, ξεκίνησε την έκδοσή του με κύριο ακριβώς στόχο της να υπηρετήσει μια τέτοια προοπτική. Γι’ αυτό εκδόθηκε. Και φυσικά μέρος αυτού ήταν το να συμβάλει στην επιστροφή της Ελλάδας στις συμμαχίες της, από τις οποίες μόνη της είχε απομακρυνθεί. Ο στόχος αυτός δεν επιτεύχθηκε. Ομως, ένας άλλος, παράλληλος και σύμφυτος, ναι: μία καινούργια, μεγάλη, σύγχρονη και δυναμική, πιστή στην ελευθερία της έκφρασης εφημερίδα, είχε μόλις γεννηθεί. Που όχι μόνον υπήρξε και παραμένει έκτοτε μία κορυφαία ελληνική και ευρωπαϊκή εφημερίδα, αλλά και που τελικά πέτυχε εκείνη τη στιγμή τον άλλο άμεσο εθνικό στόχο, που αποδείχθηκε μεγάλης σημασίας: συνέβαλε, την εποχή που δημιουργήθηκε, στη βέλτιστη δυνατή διαχείριση των συνθηκών της ήττας από τον Ελευθέριο Βενιζέλο που μετά την Επανάσταση του ’22 ανέλαβε αμέσως το πιο δύσκολο έργο της ζωής του: το καθήκον του διαπραγματευτή της ηττημένης χώρας στη Λωζάννη.

Αυτό είναι το περιβάλλον στο οποίο γεννήθηκε το «Ελεύθερον Βήμα». Χωρίς να κατανοήσει κανείς αυτές τις συνθήκες, δεν μπορεί να κατανοήσει ούτε τη γέννηση ούτε τη σημασία ούτε τον ρόλο και τη μακρά ιστορία της ιστορικής, κορυφαίας, ακόμα και σήμερα, ελληνικής εφημερίδας. Το πρώτο φύλλο της 6ης Φεβρουαρίου 1922 είχε, ασφαλώς όχι τυχαία, έναν ξεκάθαρα διακηρυγμένο στόχο, ο οποίος αναφέρεται ρητά στο κύριο άρθρο της εφημερίδας: την επιστροφή της χώρας στην τότε «δυτική» πολιτική. Και, πίσω από αυτήν, στην, απέλπιδα πλέον, αναστροφή των νομοτελειακά τραγικών για την Ελλάδα και τον Ελληνισμό εξελίξεων που ήδη προδιαγράφονταν: «Από απόψεως εξωτερικής πολιτικής είνε γνωστόν ότι: το Κόμμα των Φιλελευθέρων επεδίωξεν ανέκαθεν την προσαρμογήν της ελληνικής πολιτικής προς την εξωτερικήν πολιτικήν της Αγγλίας και της Γαλλίας». Πολιτικά, αυτό προϋπέθετε τον άλλο επίσης ρητό στόχο ήδη από το πρώτο κύριο άρθρο του «Ελευθέρου Βήματος»: «Πρόγραμμα του «Ελευθέρου Βήματος» είναι το πρόγραμμα του Κόμματος των Φιλελευθέρων, στο οποίον ανήκουν οι ιδρυταί και οι συνεργάται του». Και, αυτό, μεταφράζεται στην προαναφερθείσα απόπειρα για τη διαμόρφωση συνθηκών επιστροφής του Βενιζέλου όσο αυτό θα μπορούσε ακόμα να αλλάξει, αν μπορούσε, την πορεία των πραγμάτων. Πρέπει εδώ να τονιστεί ότι η νέα εφημερίδα δεν υπάκουε σε «νόμους πολιτικής ορθότητας»: έλεγε ωμά την αλήθεια για τους σκοπούς της με το όνομά τους. Ξεκάθαρα και χωρίς περιστροφές.

Με την ίδρυση του «Ελευθέρου Βήματος», ο Δημήτριος Λαμπράκης άνοιξε εντελώς νέους δρόμους στην ελληνική δημοσιογραφία. Κύριο εργαλείο του σε αυτό υπήρξε το ότι είχε συλλάβει πως δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί κεντρική κοινωνική και πολιτική παρέμβαση, ούτε σοβαρός έλεγχος της εξουσίας (και μάλιστα σε τόσο δύσκολους καιρούς) όταν οι δημοσιογράφοι δεν διαθέτουν ούτε τα προσωπικά, πνευματικά και ηθικά χαρακτηριστικά, ούτε την κοινωνική αναγνώριση και την επαγγελματική ασφάλεια που ο ρόλος αυτός απαιτεί. Ετσι, τόσο το «Ελεύθερον Βήμα» όσο και από το 1931 τα «Αθηναϊκά Νέα», συνέβαλαν καθοριστικά στην ανύψωση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος έχοντας χτίσει μία «σχολή» μοναδική στην ιστορία του ελληνικού Τύπου. Ο Λαμπράκης είχε επίσης συλλάβει τον καθοριστικό ρόλο της νέας και ανοιχτής σκέψης για την πορεία της ελληνικής κοινωνίας και την ανάγκη αυτή η σκέψη να βρει στέγη – κάτι που μέσα από τις δύο εφημερίδες έγινε σε πλήθος πεδία, όπως στον Δημοτικισμό, αλλά και στη συστηματική μεταφορά αστικών πνευματικών και ιδεολογικών ρευμάτων, τάσεων και ιδεών από τη Δυτική Ευρώπη στην Ελλάδα. Κάπως έτσι λοιπόν, έξι μήνες πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή με πρωτοβουλία του Λαμπράκη, με αφανή στήριξη από τον Μποδοσάκη και με τη συμμετοχή μιας ιδρυτικής εκδοτικής ομάδας απαρτιζόμενης από πολύ σημαντικές προσωπικότητες του ελληνικού Μεσοπολέμου, η οποία, εκτός του ίδιου του Δ. Λαμπράκη, περιλαμβάνει τους Αλέξανδρο Καραπάνο, Γεώργιο Ρούσσο, Αλέξανδρο Διομήδη, Εμμανουήλ Τσουδερό, Γεώργιο Εξηντάρη και Κωνσταντίνο Ρέντη, βλέπει το φως η νέα εφημερίδα που ακόμη και το όνομά της παραπέμπει ευθέως στον ίδιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο: «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ».

Στα χρόνια που ακολούθησαν το «Ελεύθερον Βήμα» συνδέθηκε άρρηκτα με την προσπάθεια της Ελλάδας να διεκδικήσει και να κατακτήσει μια μοίρα διαφορετική από εκείνη που της επιφύλασσε το οθωμανικό και βαλκανικό παρελθόν της. Η εφημερίδα, πάλι στο ιδρυτικό κύριο άρθρο της αναφέρει ότι «θα εμπνέεται εκ των αρχών της λαϊκής επαναστάσεως του 1909». Οι πρώτες αυτές γραμμές του πρώτου κύριου άρθρου υπό τον τίτλο «Τι θα επιδιώξωμεν» ξεκαθαρίζουν απόλυτα τον ρόλο που φιλοδοξεί να διαδραματίσει στα δημόσια πράγματα. Αμέσως μετά, στο ίδιο κύριο άρθρο, τονίζεται ότι η νέα εφημερίδα αναλαμβάνει και το βάρος του θεματοφύλακα μιας συνταγματικής τάξης ταλαιπωρημένης, με αναφορά στο Σύνταγμα του 1864, το οποίο καθιέρωνε στην Ελλάδα την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και περιόριζε το Στέμμα στα συνταγματικά του καθήκοντα. Ηταν οι κορωνίδες μιας σειράς θεμελιωδών κανόνων εκδημοκρατισμού και σταθεροποίησης της δημόσιας ζωής της χώρας κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, με κύρια πηγή έμπνευσης το βελγικό Σύνταγμα του 1831. Ταυτόχρονα διακηρύσσεται η πίστη στην αρχή του ελέγχου της πολιτικής εξουσίας.

H διάσταση της εξωτερικής πολιτικής είναι ίσως και η πιο σημαντική για τη χώρα κατά τη στιγμή της έκδοσης του «Ελευθέρου Βήματος». Από τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 και μετά, ο Βενιζέλος δεν βρίσκεται πια στην Ελλάδα και η πολιτική των διαδόχων του έχει ανατρέψει πλήρως τον βασικό αυτόν άξονα της εξωτερικής πολιτικής του, η οποία το 1912-1913 είχε οδηγήσει τη χώρα στους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους και στο σημαντικότερο βήμα της εθνικής της ολοκλήρωσης. Οπως προαναφέρθηκε, η επιστροφή του Βενιζέλου στα ελληνικά και στα διεθνή πολιτικά δρώμενα επιτυγχάνεται τελικά μόνο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, όταν αναλαμβάνει τη διαπραγμάτευση εκ μέρους της Ελλάδας για τη συνομολόγηση της Συνθήκης της Λωζάννης, με το «Ελεύθερον Βήμα» να αποτελεί το κύριο εργαλείο της τιτάνιας προσπάθειάς στην εσωτερική πολιτική σκηνή. Εκεί, ο Βενιζέλος επιχείρησε ουσιαστικά να επαναφέρει τη χώρα σε τροχιά παράλληλη της βρετανογαλλικής εξωτερικής πολιτικής. Το πέτυχε ως έναν σημαντικό βαθμό, αλλά ασφαλώς όχι πλέον με το βάθος και στην έκταση που είχε συμβεί από το 1910 μέχρι το 1920.

Σήμερα, «ΤΟ ΒΗΜΑ», όπως ονομάζεται η εφημερίδα από το 1945, συμπληρώνει πλέον την πρώτη εκατονταετία της έκδοσής του. Το επίτευγμα αυτό είναι σημαντικό σε διεθνές επίπεδο, πολύ περισσότερο όμως για την Ελλάδα: σε μία χώρα συγκριτικά νέα ως προς την ύπαρξή της ως κρατικής οντότητας και με επίσης συγκριτικά ρηχές και λίαν στρεβλές δομές στην αστική της ολοκλήρωση. Ακόμη πιο σημαντικό όμως γίνεται όταν συνειδητοποιήσει κανείς πώς κύλησε αυτός ο αιώνας. Ετσι, ένα ερώτημα προκύπτει αβίαστα: πώς κατάφερε η ιστορική αυτή εφημερίδα να επιβιώσει για τόσο μεγάλο διάστημα σε τέτοιους καιρούς; Πώς πέτυχε να βρίσκεται σήμερα, εκατό χρόνια μετά την έκδοση του πρώτου της φύλλου, όχι απλώς παρούσα, έχοντας μάλιστα διέλθει από υπαρξιακού επιπέδου κρίσεις, ακόμη και πολύ πρόσφατα όταν διασώθηκε από βέβαιο θάνατο με την εξαγορά της από τον Ευάγγελο Μαρινάκη και την ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ, αλλά και να παραμένει, όπως πάντοτε στην ιστορία της, κύριος εκφραστής του πιο δυναμικού, εξωστρεφούς και προοδευτικού τμήματος της ελληνικής κοινωνίας και να βρίσκεται κυρίαρχη στις εξελίξεις;

Η απάντηση δεν είναι ούτε απλή ούτε μονοσήμαντη. Ομως, η βάση της είναι δεδομένη: το πρώτο που πρέπει να κάνει όποιος θέλει να κατανοήσει όλη αυτή την πορεία και την επιτυχία της, είναι να επικεντρωθεί στις θεμελιώδεις αξίες της εφημερίδας, που τη χαρακτήρισαν αδιάλειπτα από το πρώτο της κιόλας φύλλο μέχρι και αυτή τη στιγμή. Και το πρώτο βήμα για μία τέτοια ριζική κατανόηση, περνάει μέσα από την κατανόηση του ιδρυτή της, του Δημητρίου Λαμπράκη, ο οποίος πολέμησε για τις ιδέες του, ιδίως για την εθνική ολοκλήρωση και για τη δημοκρατία, όπως, ως μακεδονομάχος, από πολύ νωρίς διώχθηκε και φυλακίστηκε για αυτές.

Οι ιδεολογικές και πολιτικές συγκρούσεις βρήκαν πάντοτε σε αυτή την εφημερίδα το πεδίο της έκφρασής τους, τις σελίδες μέσα από τις οποίες η ελληνική κοινή γνώμη ήρθε σε άμεση επαφή με όλες τις τάσεις και τα ρεύματα την ώρα που εκείνα διαμορφώνονταν και παράλληλα έπαιρναν σχήμα και τα πλαίσια της ελληνικής κοινωνίας. «Το Βήμα» είναι, με αυτή την έννοια, η εφημερίδα που έφερε την Ελλάδα εγγύτερα προς τον ευρωπαϊκό κόσμο από κάθε άλλη στη χώρα. «Το Βήμα» υπήρξε η εφημερίδα-άμεσος αγωγός των νέων προοδευτικών ιδεών, των τάσεων και των ρευμάτων στην πολιτική, στις τέχνες, στα γράμματα και στην κοινωνία, όπου κι αν αυτές γεννήθηκαν. Οπως είναι και αυτή που μέσα από τις σελίδες της διασφάλισε την επικράτηση των νέων ιδεών που γεννήθηκαν σε αυτή τη χώρα από τα πιο λαμπρά πνεύματά της, όπως εκείνα της Γενιάς του ’30, που βρήκε σε αυτή την εφημερίδα το όχημα για να απευθυνθεί σε κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο στην Ελλάδα και να θέσει νέα δεδομένα στη δημόσια συζήτηση σε πλήθος ζητήματα αισθητικής, σχέσης με την ιστορία, με τις τέχνες, αλλά και με την ουσία των ιδεών και της πολιτικής.

ΓΡΑΦΟΥΝ ΓΙΑ ΤΑ 100 ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ