Στο «Βήμα», εδώ και πολλά χρόνια, εκτός από τη γνώμη μου, δοκιμάζω και μια μέθοδο ερμηνείας (περί-γραφής) των γεγονότων, παράδειγμα της οποίας είναι και αυτό το επετειακό κείμενο. Μέσα από μια συγκόλληση που η θεωρία της λογοτεχνίας ονομάζει «διακειμενικότητα», προσπαθώ να συνδέσω κείμενα μεταξύ τους αφού προηγουμένως αναγνώσω τον προσφορότερο – ακόμη και για τη δημοσιογραφία – ορισμό της ποίησης ως «συνάντηση δύο λέξεων για πρώτη φορά».
Εν πρώτοις κατανοώ τα γεγονότα ως κείμενα καθώς και τη σχέση των κειμένων μεταξύ τους, διότι πράγματι «δεν υπάρχει το εκτός κειμένου». Κατόπιν αποδίδω στα κείμενα τη διάσταση του γεγονότος, όταν παύουν προφανώς να είναι «πληροφορία». Ετσι το γεγονός αναδεικνύεται στο χαρτί, από το χαρτί ως γεγονός. Προϋποτίθεται προφανώς, ο «κρύσταλλος της ανάσας», δηλαδή η λέξη όπως θα ήθελε ο Τσέλαν. Και επειδή οι λέξεις είναι περισσότερο δόλιες από αυτό που προσπαθώ να κάνω, αποδίδοντας στο γεγονός την αλήθεια εκ νέου, μετατοπίζω το κείμενό μου από τη σημειολογία στη λογοτεχνία. Επαναλαμβάνω, με την εμμονή του ντε Σαντ το ίδιο, διδάσκω με την υπομονή του Σιοράν το μάταιο. Αλλά δεν πρόκειται για επανάληψη. Πρόκειται για μια κίνηση που δεν ανήκει ούτε στην ομοιότητα ούτε στην ισοδυναμία ούτε στην αδυναμία. Μία αντανάκλαση στον καθρέφτη, μία απόπειρα να ανάψω με την ακτίδα του ήλιου, φωτιά. Αυτή η αρχιμήδεια «τεχνολογία» της γραφής έχει προφανώς ειρωνικό χαρακτήρα. Οπως ο ηθοποιός, έτσι και ο δημοσιογράφος επαναλαμβάνει έναν ρόλο μέρα με τη μέρα αναγνωρίζοντας σιωπηρά τον τρόπο με τον οποίο η επανάληψη τον συγκροτεί επί σκηνής. Και γελά. Την περιπλοκή αυτή ως υποκριτική ονομάζω γραφή. Γράφω όχι γι’ αυτό που εξιστορείται, αλλά για τον τρόπο που του επιτρέπει να εξιστορηθεί και έτσι διαβάζοντάς το συμπίπτει με την αντίληψή μου, πολλώ δε μάλλον με τα νεύρα μου. Στο «Βήμα», μου δίνεται η ευκαιρία όχι μόνον να γράψω ή να αντιγράψω αλλά και να εμφανίσω μέσω της περί-γραφής αυτό που δεν μπορώ να πω επειδή ανάμεσα σε εμένα και σ’ αυτό παρεμβαίνει η αυτολογοκρισία. Στο «Βήμα» η ολέθρια αυτή παρέμβαση για την αλήθεια, περιορίζεται στα όρια της ευπρέπειας και της άρρητης συμφωνίας που ο κάθε συντάκτης κάνει με τον Διευθυντή της εφημερίδας και τον εαυτό του. Ετσι κι αλλιώς όμως περιορίζεται από το Σύστημα.
Η γραφή λοιπόν που κάθε φορά με υπερβαίνει άλλοτε εκθέτοντάς με και άλλοτε προφυλάσσοντάς με – εάν υπερτερεί είναι γιατί πέρα από τον προσωπικό τόνο προσπαθεί να εξαφανίσει το υποκείμενό της σ’ εκείνη την προοπτική για τον άνθρωπο του Φουκώ στις «Λέξεις και τα Πράγματα» που επιβεβαιώνει την εμβληματική ρήση του Λέβι-Στρος «ο απώτερος σκοπός των επιστημών του ανθρώπου δεν είναι η συγκρότηση, αλλά η διάλυση του ανθρώπου». Αυτό σημαίνει ότι αναγνωρίζω την οντότητα «δημοσιογράφος» αλλά ότι αυτό που θέτω ως προηγούμενο της υπογραφής του είναι η «κατάστασή» του: Υπό ποιες συνθήκες ασκεί το λειτούργημά του; Σε ποιο εργασιακό πλαίσιο; Ποια προτίμηση και για ποιον; Σε ποιον απευθύνεται;
Δεν πρόκειται ούτε για τις πεποιθήσεις του ούτε για τον μισθό του, αλλά πρόκειται για μια υπαγόρευση έξωθεν: από το Σύστημα.
Εγραφα στο «Βήμα» (25/7/21) ότι πρέπει να ονομάσουμε το Σύστημα κι εμείς οι «συστημικοί» αμφισβητίες του. Την πανουργία του και την ευήθειά του. Ιδού πώς επανέρχεται διαρκώς η επιταγή αυτή στην αρθρογραφία όποιου το μη-συστημικό γίνεται συστηματικά το αντικείμενό του, προκειμένου να συλλάβει το παρόν ως ιστορική καινοτομία και όχι ως ιστορική στασιμότητα υπό το πρόσχημα του ορθολογισμού και του πολιτικής ορθότητας. Εχει κατ’ αρχήν την υποχρέωση να διασώσει από τη διανοητική ανυποληψία των αληθολογούντων στα μίντια, την αλήθεια. Γνωρίζει προφανώς ότι η έννοια της αλήθειας είναι κανονιστική. Επιπλέον, ξέρει ότι η αλήθεια αντλεί την κανονιστικότητά της από τη γνώση. Τέλος, αναγνωρίζει πως η γνώση δεν συνδέεται μόνο με τον ορθολογισμό, αλλά και με την έννομη βία που προσιδιάζει στις «σχέσεις εξουσίας» από τις οποίες υποτίθεται ότι παράγεται «αλήθεια».
Ο γράφων έμαθε να υποχωρεί. Αλληγορεί. Αποτυγχάνει. Αντλεί μέσα από την ανεπάρκεια του αληθολόγου των μίντια, κουράγιο. Επιμένει όμως να ονομάσει το Σύστημα. Ονομάζεται; Την ερώτηση αυτή θέτει για να διαπιστώσει τους κινδύνους του εγχειρήματός του εφόσον δημοσιογραφεί. Αλλά επειδή αποφαίνεται στο εσωτερικό των κανόνων του Συστήματος και των σχέσεων εξουσίας, ο μόνος τρόπος για να εκφραστεί δημόσια – εφόσον δεν αυτολογοκρίνεται – είναι να εγκαταλείψει τη δημοσιογραφία.
Τότε ο αδύναμος αρθρογράφος, σωτήρας υποτίθεται, του μη-συστημικού και απορρυθμιστής κάθε ρυθμιστικού σχεδίου, γίνεται μέρος της εξουσίας του Συστήματος. Πράγμα που σημαίνει πως το μη-συστημικό εν τέλει δεν ονομάζεται. Η αυταπάτη του να το ονομάσει, είναι άθελά του η θέλησή του να το διαιωνίσει. Η βούλησή του για δύναμη (να καταγγείλει το Σύστημα) δείχνει τη βούλησή του για υποταγή σ’ αυτό. Αλλά παραδόξως, η «θέληση για αλήθεια» παραμένει, έστω και ως προσομοίωση της αλήθειας, σε κοινωνίες που η προσομοίωση και το δυνητικό είναι η πραγματικότητα.
Θα ήθελα να επανέλθω στη «Θεωρία του αντάρτη» του Καρλ Σμιτ, για να σημειώσω ότι επειδή δεν προσδοκώ από τον αντίπαλο δικαιοσύνη, μου επιτρέπεται να αποδώσω στη γραφίδα μου ό,τι ο Καρλ Σμιτ ονομάζει «ψυχή του κλέφτη». Γνωρίζω άλλωστε πως σε «αντάρτικο» επιδίδονται οι «κοινωνίες των συμμοριών» (Καρλ Σμιτ). Ο Αντόρνο γράφει: «Αν η κοινωνία είναι πράγματι όπως διδάσκει μια σημερινή θεωρία, μια κοινωνία συμμοριών, τότε το πιο πιστό της μοντέλο είναι ακριβώς το αντίθετο της συλλογικότητας, δηλαδή το άτομο ως μονάδα». Αυτό όμως δεν πρεσβεύει και η θεωρία των «αρίστων» του Μητσοτάκη;
Αυτοί οι παράγοντες του Συστήματος υπήρξαν μοιραίοι για την Ελλάδα. Δεν την άφησαν να υπερβεί την ιδεοληψία του «ίδιου» και του «άλλου». Δεν της επέτρεψαν να ξεπεράσει την ιδεοληψία της Ελλάδας, ιδρύοντας νέους Παρθενώνες. Αναμόρφωσαν. Εβαλαν πιπέρι στο στόμα. Εξέδωσαν πιστοποιητικά φρονημάτων. Πότισαν με ρετσινόλαδο. Παρακολούθησαν τα τηλέφωνα με υποκλοπές. Μπέρδεψαν την ιδεοληψία με την αλήθεια, αφού προηγουμένως ανακήρυξαν ως αληθινό το «εθνικό», ενώ άλλα εννοούσε ο Σολωμός. Οι άνθρωποι αυτοί θέλησαν ο μοντερνισμός να μη γίνει κατηγορία ποιοτική. Η φαντασία να υποτιμηθεί. Γι’ αυτούς η τέχνη έγινε θέμα φολκλόρ και αναπαράστασης.
Οι μοιραίοι άνθρωποι – συντηρητικοί, δεξιοί, ενίοτε αριστεροί – αναπαριστούν την Ελλάδα ως σκηνοθεσία στο Δελφινάριο, ή στο Παναθηναϊκό στάδιο και στα τηλεοπτικά πλατό. Ο τρόπος ύπαρξής της είναι όμως και ο τρόπος ύπαρξης του καπιταλισμού.
Η σύγχρονη Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να αντιληφθεί τον εαυτό της ούτε ως επανακάμπτουσα αρχαία Ελλάδα (το «ένα») ούτε ως ανθιστάμενη νέα Ελλάδα (το «άλλο»).
Διότι και τις δύο φορές, πράγματι, το παρελθόν συνεχίζεται ως καταστροφή του παρελθόντος. Στην πολιτική όμως και όχι στην καρδιά.
Κείμενο με κείμενο λοιπόν δείχνω ότι αυτή η σειρά έχει λόγο ύπαρξης ως ένα roman fleuve. Μια ενθυλάκωση του ενός κειμένου στο άλλο, ώστε το νέο κείμενο να είναι ήδη γραμμένο επ’ άπειρον. Απαξ κι έχει γραφτεί δεν θα σταματήσει να γράφεται. Απαξ και έχει αρχειοθετηθεί στο «Βήμα», «φυλάσσει τη μνήμη» αλλά και προφυλάσσεται από αυτήν. Παρά ταύτα η περιπλοκή αυτή όταν δεν δείχνει την αποτυχία του άρθρου μου (το ακατανόητό του), δείχνει την αποτυχία (την ασημαντότητα) του γεγονότος. Σημειώνω ότι η κυκλικότητα αυτή επιτρέπει στα κείμενά μου την ανακύκλωση από το χαρτί του έντυπου «Βήματος» στο ηλεκτρονικό «Βήμα» ώστε τίποτα να μην πάει χαμένο.
Αυτό είναι το αποτύπωμά μου στην εφημερίδα.
Ο ποιητής Εουτζένιο Μοντάλε, «κάποιο πρωί, πηγαίνοντας μέσα στον γυάλινο, ξερό αέρα», γύρεψε το θαύμα. Αλλά κατάλαβε ότι είναι «το κενό». Το «τίποτα στη ράχη» του.
Να λοιπόν το παλίμψηστο στο «Βήμα». Εγραφα στις 22/1/17, εκείνη τη δύσκολη εποχή για την εφημερίδα, τα εξής:
Από τα γηρατειά ως σφαγείο, τη βεβαιότητα πως ο χρόνος δεν θα ξανακερδηθεί, τη γνώση πως τίποτα δεν αξίζει τον κόπο παρά τις ιδεοληψίες της πολιτικής, τι άλλο θα μπορούσα να γράψω που να δικαιολογεί στα μάτια της εφημερίδας την εμμονή;
Απαντώ: προφανώς τίποτα! Παρότι το «τίποτα» προϋποθέτει κι αυτό ένα «κάτι τι» – ένα κατάλοιπο πίστης -, κάτι σαν ομοίωμα της πραγματικότητας που θα μπορούσε να την τροποποιήσει και που θα ανέβαζε στη σκηνή της ζωής το έργο. Τουλάχιστον για μένα αυτή η εβδομαδιαία εργώδης καταγραφή με υποχρεώνει να αναθεωρώ – χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει – τις ιδιοτροπίες μου.
Τις χρωστώ στην ίδια την ανοικονόμητη γραφή, την οποία με τη σειρά μου προάγω όπου και όπως και μπορώ. Κατά τ’ άλλα προσπαθώ να μην αντιγράφω από «Το Βήμα» τα κείμενά μου και κυρίως προσπαθώ να μην κοιμάμαι διότι «όταν χασμουριούνται τα ζώα, η έκφρασή τους γίνεται ανθρώπινη».