Πολύ λίγες είναι οι εφημερίδες στην Ελλάδα που έχουν συμπληρώσει 100 χρόνια αδιάλειπτης κυκλοφορίας. Σε αυτή την εκλεκτή ομάδα κυρίαρχη θέση κατέχει «Το Βήμα», μια εφημερίδα που δεν καταγράφει απλώς όλες τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις στη χώρα μας και σε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά, με την αρθρογραφία και τις απόψεις των συνεργατών της, συμβάλλει όσο λίγες άλλες στη διαμόρφωση ενημερωμένων και σκεπτόμενων αναγνωστών και κατά συνέπεια πολιτών.
Η σχέση μου με «Το Βήμα» είναι παλαιά. Παραμένει ζωντανή στη μνήμη μου η εικόνα του πατέρα μου να φέρνει στο σπίτι μας «Το Βήμα». Δεν θυμάμαι αν το έφερνε κάθε μέρα, αλλά το μόνο σίγουρο είναι ότι η εφημερίδα ήταν για εμάς ένα παράθυρο προς τον έξω κόσμο και η αφορμή να συζητήσουμε, να σχολιάσουμε και κάποιες φορές να τσακωθούμε για κάτι που είχαμε διαβάσει στις σελίδες του «Βήματος».
Η σχέση μου με «Το Βήμα» είναι παλαιά. Παραμένει ζωντανή στη μνήμη μου η εικόνα του πατέρα μου να φέρνει στο σπίτι μας «Το Βήμα». Δεν θυμάμαι αν το έφερνε κάθε μέρα, αλλά το μόνο σίγουρο είναι ότι η εφημερίδα ήταν για εμάς ένα παράθυρο προς τον έξω κόσμο και η αφορμή να συζητήσουμε, να σχολιάσουμε και κάποιες φορές να τσακωθούμε για κάτι που είχαμε διαβάσει στις σελίδες του «Βήματος». Ας μην ξεχνάμε ότι αναφέρομαι στην προδικτατορική περίοδο με τα έντονα πολιτικά πάθη της εποχής εκείνης. Εγώ είχα προτίμηση στις ανταποκρίσεις από το εξωτερικό (έτσι έλεγαν τότε τα ρεπορτάζ για ό,τι συνέβαινε σε άλλες χώρες) και μου άρεσε να διαβάζω για τα τεχνολογικά επιτεύγματα της εποχής, για την προσπάθεια του ανθρώπου να κατακτήσει το φεγγάρι και για τη ραγδαία πρόοδο που σημείωνε η ιατρική επιστήμη στην καταπολέμηση διαφόρων ασθενειών. «Το Βήμα» είχε παράδοση σε αυτού του είδους τα δημοσιεύματα και για εμένα οι σελίδες του ήταν μια απόδραση από τα σχολικά βιβλία και μια επιπλέον πηγή γνώσης.
Αυτός, νομίζω, ήταν ένας από τους στόχους του ιδρυτή του «Βήματος» Δημητρίου Λαμπράκη, ο οποίος, μαζί με τον Γεώργιο Βλάχο της «Καθημερινής» και λίγους άλλους συναδέλφους του της εποχής εκείνης, άλλαξε τον Τύπο στην Ελλάδα. Μέχρι το γύρισμα του περασμένου αιώνα οι εφημερίδες κατέγραφαν απλώς τις ειδήσεις και λειτουργούσαν κυρίως ως όργανα προβολής ή αποδόμησης πολιτικών και άλλων συμφερόντων. Ο Δημήτριος Λαμπράκης θέλησε να δημιουργήσει μια εφημερίδα που, εκτός από τη στήριξή της στον φίλο και συντοπίτη του Ελευθέριο Βενιζέλο και το Κόμμα των Φιλελευθέρων, σε μια περίοδο κατά την οποία δοκιμαζόταν σκληρά ο Ελληνισμός, θα πρόσφερε στον αναγνώστη της κάτι περισσότερο: ένα εισιτήριο προς την επιμόρφωση και τον εμπλουτισμό των γνώσεών του. Μια εφημερίδα που θα ξέφευγε από τα στερεότυπα που είχε συνηθίσει το αναγνωστικό κοινό και θα λειτουργούσε ως ένα μέσο διαφώτισης και ανάδειξης των δημιουργικών δυνάμεων της κοινωνίας.
Προσωπικότητες από τον προοδευτικό χώρο της εποχής, όπως οι μετέπειτα διοικητές της Τράπεζας της Ελλάδος Αλέξανδρος Διομήδης και Εμμανουήλ Τσουδερός, και η ανερχόμενη τότε δύναμη των τραπεζιτών στήριξαν το εκδοτικό εγχείρημα του Λαμπράκη. Με ανταποκρίσεις από την Ευρώπη για θέματα της διεθνούς οικονομίας, ρεπορτάζ για τη ναυτιλία και την αγορά, αλλά και για τα καλλιτεχνικά δρώμενα, το «Ελεύθερον Βήμα», όπως λεγόταν προπολεμικά, ανέβασε ψηλά τον πήχη του ανταγωνισμού και αποτέλεσε πρότυπο για την εξέλιξη των άλλων εφημερίδων.
Για να τον συνδράμουν, ο Λαμπράκης είχε ως συνεργάτες του προσωπικότητες που λάμπρυναν τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό (συγγραφείς, καθηγητές, ακαδημαϊκούς), η αρθρογραφία και η επιφυλλιδογραφία των οποίων – τολμώ να πω ότι – επηρέασε σημαντικά τον τρόπο του σκέπτεσθαι των αναγνωστών της. Ονόματα όπως του Παντελή Χορν, του Ηλία Βενέζη (άλλο ένα κοινό σημείο που έχει «Το Βήμα» με την Τράπεζα της Ελλάδος) και του Ευάγγελου Παπανούτσου, για να αναφέρω τα πρώτα που μου έρχονται στον νου, κοσμούσαν για χρόνια τις σελίδες της εφημερίδας.
Μετά τον πρόωρο θάνατο του ιδρυτή του «Βήματος», το 1957, ο Χρήστος Λαμπράκης συνέχισε το έργο του πατέρα του και ανέλαβε να προσαρμόσει την εφημερίδα στις τεχνολογικές εξελίξεις, που θα μεταμόρφωναν το τοπίο της ενημέρωσης στα τέλη του περασμένου αιώνα με την έλευση της ψηφιακής εποχής. «Το Βήμα» επεδίωκε να βρίσκεται πάντα μπροστά από την εποχή του σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές του και σε έναν μεγάλο βαθμό το πετύχαινε. Η καθιέρωση ειδικών σελίδων για την οικονομία, η διακοπή της ημερήσιας έκδοσης, μετά τον σταδιακό μαρασμό των πρωινών φύλλων μεταπολιτευτικά, και η ουσιαστική συμβολή του στο άνοιγμα μιας νέας αγοράς, αυτής του κυριακάτικου Τύπου, ήταν απτά σημάδια της προσαρμοστικότητας του «Βήματος» στις νέες συνθήκες και στις απαιτήσεις της κοινωνίας και του αναγνωστικού κοινού.
Αυτό το νέο «Βήμα» συνάντησα στην Ελλάδα όταν επέστρεψα από την Οξφόρδη, στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Εκτός από τη χώρα που άλλαζε τότε με γοργούς ρυθμούς, και ο Τύπος ήταν διαφορετικός από αυτόν που μας είχε κληροδοτήσει η Μεταπολίτευση. Νέοι τίτλοι ή επανεκδόσεις παλαιών ήρθαν στο προσκήνιο, νέα μικρότερα σχήματα κρεμάστηκαν στα περίπτερα, χρώμα μπήκε για πρώτη φορά σε φύλλο εφημερίδας, οι εκδόσεις έγιναν πολυσέλιδες και απέκτησαν θεματικά ένθετα, έπαψε σιγά-σιγά να υφίσταται ο διαχωρισμός μεταξύ των πρωινών και των απογευματινών φύλλων. Και φυσικά η τηλεόραση ενίσχυε ανταγωνιστικά τη θέση της στο μερίδιο της ενημέρωσης του κοινού. Τα πάντα είχαν αλλάξει και «Το Βήμα» βρισκόταν πάντα στην πρωτοπορία, με ένα αναγνωστικό κοινό που διευρυνόταν διαρκώς, δίνοντας κυκλοφορίες απίστευτες σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα. Ηταν η «χρυσή εποχή» για τον ελληνικό Τύπο, που θα έδινε αργότερα τη θέση της στην περίοδο της οικονομικής κρίσης, η οποία αναπόφευκτα επηρέασε και «Το Βήμα».
Σήμερα, υπό νέα ιδιοκτησία πλέον, «Το Βήμα», αφού ξεπέρασε τα προβλήματα της προηγούμενης δεκαετίας, έχει συμπληρώσει 100 χρόνια ζωής και συνεχίζει να είναι σημείο αναφοράς για την ελληνική δημοσιογραφία, διατηρώντας την εγκυρότητά του και παραμένοντας ένα πολυσυλλεκτικό φύλλο και ένα μέσο για τη διάδοση των ιδεών στη χώρα μας. Κάθε Κυριακή περιμένω να διαβάσω τις απόψεις των αρθρογράφων του, με τις οποίες δεν συμφωνώ πάντα, αλλά το γεγονός ότι «Το Βήμα» τις φιλοξενεί τις κάνει αξιοπρόσεκτες. Περιμένω επίσης να διαβάσω τα αποκαλυπτικά ρεπορτάζ του, οπωσδήποτε τον ευθύβολο «Βηματοδότη» με το καυστικό χιούμορ και τα παρασκήνια που αποκαλύπτει και βεβαίως το ένθετο «Ανάπτυξη», το οποίο, όταν εκδόθηκε για πρώτη φορά, δημιούργησε νέες συνθήκες στην οικονομική ενημέρωση.
Είμαι ιδιαιτέρως ευτυχής που «Το Βήμα» φιλοξενεί συχνά τις απόψεις μου και αντιμετωπίζει με σεβασμό και προσοχή τις θέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος διαχρονικά. Εύχομαι να κατακτήσει νέες δημοσιογραφικές βουνοκορφές και νέες γενιές αναγνωστών στα επόμενα 100 χρόνια της ζωής του.