Εχουν περάσει πάνω από διακόσια χρόνια από όταν ο Χέγκελ αποφαινόταν ότι η ανάγνωση της εφημερίδας είναι η πρωινή προσευχή του πολίτη. Από τότε έχουν αλλάξει πολλά. Οι εφημερίδες, ο γραπτός Τύπος, είχαν συνδεθεί με τη δημοκρατία, δηλαδή με την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, με τον ορθό λόγο και το επιχείρημα. Κι ακόμη, με ανεξάρτητους εκδότες και μια κοινωνία πολιτών, που αναζητούσε τρόπους έκφρασης και εκπροσώπησης μέσω των εφημερίδων. Η αγορά της εφημερίδας ήταν, εκτός των άλλων, μια πολιτική πράξη. Δήλωνες πού ανήκεις. Είχες δικαίωμα επιλογής, αν βεβαίως σ’ το επέτρεπε ο αστυφύλακας!
Τώρα, με την επέλαση του ηλεκτρονικού Τύπου, της ραδιοτηλεόρασης και του Ιντερνετ, με την ισχυροποίηση του οπτικού πολιτισμού, τα πάντα έχουν αλλάξει με αποτέλεσμα να υπονομεύεται το δικαίωμα του πολίτη στην ενημέρωση, παρότι αυτή έχει αποκτήσει πλέον μεγάλη δραστικότητα. Πρώτα απ’ όλα, χρειάζονται μεγάλες επενδύσεις για να είναι κανείς εκδότης και ιδιοκτήτης ΜΜΕ. Τότες όμως συνδυάζει την εκδοτική του με τη γενικότερη επιχειρηματική του δράση και δημιουργούνται οι γνωστές σχέσεις διαπλοκής με την πολιτική εξουσία. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Ευρώπη και στην πατρίδα μας οι μεγάλοι ιστορικοί όμιλοι ΜΜΕ έχουν περάσει στα χέρια του βιομηχανικού και του εφοπλιστικού κεφαλαίου, ακόμα και εμπόρων όπλων (βλέπε Ντασό).
Υπάρχουν όμως κι άλλα αδύναμα σημεία του ηλεκτρονικού Τύπου. Το άγχος για την πρωτιά μετάδοσης της είδησης, στο όνομα μάλιστα της «αποκλειστικότητας», η πίεση στον δημοσιογράφο να λειτουργεί σαν να είναι αυτόπτης μάρτυς, δεν ευνοεί τη διασταύρωση της είδησης. Και η ανάγκη σκηνοθεσίας της τηλεοπτικής μετάδοσης συχνά οδηγεί τα Μέσα να απευθύνονται στο συναίσθημα και όχι στη λογική. Στη δήθεν «επιτυχία» και όχι στην τεκμηρίωση και την εξακρίβωση· τελικά, συχνά στον κιτρινισμό. Κιτρινισμός βέβαια υπάρχει και στον έντυπο Τύπο. Αλλά στον ηλεκτρονικό Τύπο η εικόνα προσδίδει μια βιαιότητα και μια ψευδή πειστικότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι τα fake news είναι προϊόν του ηλεκτρονικού Τύπου, οφειλόμενα στην ανεξέλεγκτη και με ταχύτητα μετάδοση «ειδήσεων» μέσω του Ιντερνετ.
Όσοι λοιπόν προφητεύουν την εξαφάνιση των εφημερίδων, είναι σαν να προφητεύουν την υποχώρηση του ορθολογισμού και της δημοκρατίας
Όσοι λοιπόν προφητεύουν την εξαφάνιση των εφημερίδων, είναι σαν να προφητεύουν την υποχώρηση του ορθολογισμού και της δημοκρατίας, την αμφισβήτηση του δικαιώματος του πολίτη σε μια απροκατάληπτη ενημέρωση. Οι εφημερίδες θα επιβιώσουν ανταποκρινόμενες σε κοινωνικές ανάγκες και θα αποτελέσουν και πάλι τον πυρήνα μιας ορθολογικής – δημοκρατικής ενημέρωσης και ανεξάρτητης δημοσιογραφίας. Δεν πρέπει όμως το αναγνωστικό τους κοινό να συρρικνωθεί στους μορφωμένους και ευκατάστατους πολίτες, γιατί έτσι ενισχύεται μια αντιδημοκρατική διάκριση σε βάρος των πολιτών, που σπρώχνονται στο περιθώριο της κοινωνίας και μακριά από την πολιτική. Οι εφημερίδες πρέπει να αναζητήσουν μια νέα δημοκρατική λαϊκότητα. Αλλά αυτός είναι ένας στόχος που συνδυάζεται με την πολιτισμική αναγέννηση και την υπέρβαση της κρίσης της πολιτικής, τελικά με τη βαθμιαία κοινωνική συνειδητοποίηση και απελευθέρωση. Αλλωστε, τα ΜΜΕ συμπαρασύρονται από την κρίση της πολιτικής, όταν μάλιστα μετατρέπονται σε θεραπαινίδες χρεοκοπημένων πολιτικών και μεγάλων συμφερόντων.
«Το Βήμα», όπως κι άλλες εφημερίδες στη χώρα μας, μέσα στον μακρύ και ταραγμένο αιώνα, είχε τις διακυμάνσεις του. Σαν αναγνώστης από μικρός, κρατώ στη μνήμη μου τις πρωτοσέλιδες Επιφυλλίδες (βλέπεις τότε η μάχη των ιδεών δινόταν στην πρώτη σελίδα των εφημερίδων…), το χρονογράφημα του Παύλου Παλαιολόγου και τις αναλύσεις κορυφαίων δημοσιογράφων και διανοουμένων. Θέλω να θυμάμαι τις καλές στιγμές. Ανάμεσα στα θετικά, και ο σεβασμός των συλλογικών συμβάσεων και των εργασιακών σχέσεων των δημοσιογράφων, που αποτέλεσαν τη βάση για την αξιόπιστη ενημέρωση του πολίτη, και αμφότερα απειλούνται σήμερα.
Οπως συμβαίνει σε όλες τις κρίσιμες στιγμές, εναπόκειται καταρχήν στην αυτοσυνειδησία και την κοινωνική αλληλεγγύη των δημοσιογράφων και των άλλων ανθρώπων του Τύπου για να ξεπεράσει αυτός την πολυσχιδή κρίση του.
Με αυτές τις λιγοστές σκέψεις, εύχομαι στο «Βήμα» έναν καλύτερο δεύτερο αιώνα ζωής.