Το μοιραίο έτος 1922 σηματοδότησε την έλευση μιας νέας εποχής και την αναζήτηση μιας νέας «κανονικότητας». Με την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου, το τέλος της «Μεγάλης Ιδέας», την ανταλλαγή των πληθυσμών και την εξαφάνιση του Μείζονος Ελληνισμού η μεσοπολεμική Ελλάδα υποχρεωνόταν να γίνει μια χώρα σαν όλες τις «άλλες». Επρεπε να οικοδομήσει ανθεκτικούς δημοκρατικούς θεσμούς ενσωματώνοντας έναν τεράστιο αριθμό ξεσπιτωμένων προσφύγων και ταυτόχρονα να αντισταθεί στις σειρήνες των μεσοπολεμικών προκλήσεων. Και έπρεπε επίσης να δημιουργήσει, σχεδόν εκ του μηδενός, τις προϋποθέσεις για την αυτόνομη λειτουργιά μιας νέας κοινωνίας πολιτών.
Η έκδοση του «Ελευθέρου Βήματος» πριν 100 ακριβώς χρόνια υπήρξε προϊόν αυτών των πρωτοφανώς αντίξοων και ανώμαλων περιστάσεων, που έμελλαν να συνεχίσουν για πολλά ακόμα χρόνια. Ο εθνικός διχασμός, η μεταξική δικτατορία, και στη συνεχεία η Κατοχή, ο εμφύλιος πόλεμος και το αυταρχικό μεταπολεμικό κράτος διαιώνιζαν μια πολιτειακή πραγματικότητα που έμοιαζε να τελεί υπό διαρκή ιστορική αίρεση. Και όμως, ο έντυπος λόγος παρέμεινε ζωντανός και ακαταπόνητος. Εις πείσμα της λογοκρισίας, οι περισσότερες εφημερίδες δεν σταμάτησαν να προτάσσουν κατά αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητα τη συντήρηση όσων δημοκρατικών καταλοίπων παρέμεναν ακόμα εναργή. Ακόμα και κατά τα σκληρότερα μετεμφυλιακά χρόνια, πολλές εφημερίδες «εξαντλούσαν» και συχνά υπερέβαιναν τα «επιτρεπτά όρια», συμβάλλοντας αποφασιστικά στην εξέλιξη ενός καθεστώτος που παρέμενε ακόμα τύποις δικαιοκρατικό.
Δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι η πάνδημη δημοκρατική «έκρηξη» της αρχής της δεκαετίας του ’60, η αντίσταση κατά της χούντας και, στη συνέχεια, η αποκατάσταση της «πλήρους» δημοκρατίας το 1974 χρωστούν πολλά στην αδιάλειπτη εγρήγορση μιας «βουβής» κοινής γνώμης που εξακολουθούσε να τροφοδοτείται από εφημερίδες όπως «Το Βήμα» που έπαιζαν με τη φωτιά.
Ας μου επιτραπεί να καταθέσω μια προσωπική μαρτυρία. Διατηρώ πάντα στη μνήμη μου την περίοδο 1953-54, οπότε ως δεκαεξάχρονος μαθητής «εργάστηκα» για λίγους μήνες στο «Βήμα», σε ένα μικρό γραφείο στο υπόγειο της Χρήστου Λαδά. Και όμως αυτή ήταν η πρώτη μου εργασία. Με την προτροπή του Δημητρίου Λαμπράκη ανέλαβα να μεταφράζω σύντομες «παράδοξες» και «πολιτικά ανώδυνες» ειδήσεις από τον διεθνή Τύπο. Και στα πλαίσια αυτά θυμάμαι τον διευθυντή Συριώτη να επαναλαμβάνει στους νεαρούς μαθητευόμενους πως περισσότερο ακόμα από την «ακρίβεια» στην αναφορά των γεγονότων, ο Τύπος οφείλει να απέχει από κάθε διατύπωση που θα μπορούσε να «ερμηνευτεί» ως απόπειρα παρέμβασης στις πεποιθήσεις των αναγνωστών. Οι πολίτες πρέπει, μας έλεγε, να αφήνονται να αξιολογούν οι ίδιοι τα αντικειμενικά δεδομένα και τις πληροφορίες που τους προσφέρονταν. Στο πλαίσιο της αέναης αναζήτησης μιας αληθείας που δεν είναι ποτέ δεδομένη, ο Τύπος πρέπει να είναι αδέσμευτος, αφανάτιστος, απροκατάληπτος και «αντικειμενικός».
Από τότε βεβαία κύλησε πολύ νερό. Εχοντας προικισθεί με μια δική του πρωτογενή ισχύ ο Τύπος μετέχει πλέον στα νέα συστήματα εξουσιών που αναδύονται στους κόλπους ενός διαδικτυακού πολιτισμού. Ακόμα και αν η νοσταλγία δεν είναι πια αυτό που ήταν, ας μου επιτραπεί εν τούτοις να νοσταλγήσω τον έντυπο λόγο, έναν λόγο που συνέβαλε αποφασιστικά στη δική μου διαπαιδαγώγηση και σφράγισε ανεξίτηλα μια ολόκληρη εποχή.