Το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος (23 Ιουνίου) θα είναι οριακό και τούτο θα σημάνει ότι αν επικρατήσει η παραμονή στην ΕΕ, το ζήτημα θα ξανατεθεί αναπόφευκτα εν καιρώ (όπως και η ανεξαρτησία της Σκωτίας) ενώ αν επικρατήσει το Brexit, θα πάρει χρόνια η αποσύνδεση της Βρετανίας από την ΕΕ και μάλλον θα καταλήξει σε ενός άλλου τύπου σχέση. Τα μεγαλύτερα κόμματα είναι διχασμένα ενώ οι παράγοντες που θα κρίνουν το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος είναι πολλοί. Θα αναφερθώ σε ορισμένους για να καταλήξω στον πιο σημαντικό που αφορά και τους υπόλοιπους Ευρωπαίους.
Είναι σαφές ότι οι ψηφοφόροι της περιφέρειας (Σκωτία, Β. Ιρλανδία, Ουαλία, Γιβραλτάρ) θα ταχθούν υπέρ της παραμονής για διάφορους λόγους. Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθούν και πολλοί βρετανοί συνταξιούχοι που ζουν στην Ισπανία και έχουν δικαίωμα ψήφου, δεδομένου ότι κινδυνεύουν να χάσουν την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη και τις αυξήσεις των συντάξεών τους σε περίπτωση αποχώρησης. Επίσης οι νέοι φαίνεται να κλίνουν υπέρ της παραμονής, χωρίς να είναι βέβαιο πόσοι τελικά θα σπεύσουν να ψηφίσουν.
Ο άλλος βασικός παράγοντας που θα καθορίσει την ψήφο των χαμηλότερων στρωμάτων είναι η μετανάστευση. Η Βρετανία κάθε χρόνο δέχεται γύρω στις 300 χιλιάδες μετανάστες (σχεδόν μια νέα πόλη), εκ των οποίων μόνο οι μισοί είναι από την ΕΕ. Αυτοί θεωρούνται υπεύθυνοι για την πίεση που υφίστανται το σύστημα Υγείας και τα σχολεία καθώς και για την ανεργία του τοπικού πληθυσμού. Κάποιοι μάλιστα θεωρούν ότι στην εποχή της παγκοσμιότητας δεν είναι δυνατόν να γίνονται διακρίσεις μεταξύ μεταναστών εντός και εκτός ΕΕ, όταν πλούσιοι Ασιάτες αγοράζουν βρετανικές ομάδες ενώ οι συμπατριώτες τους χρειάζονται βίζα.
Ο πολιτισμικός λόγος περί Ευρώπης μάλλον απουσιάζει από τη συζήτηση καθώς οι ευρωπαϊστές προβάλλουν τα οικονομικά οφέλη της παραμονής στην ΕΕ ενώ οι αντίπαλοί τους κινούνται μεταξύ αυτοκρατορικού μεγαλείου και εθνικού εξαιρετισμού, αναζητώντας ρόλο για τη χώρα τους.
Ο πιο σημαντικός, κατά τη γνώμη μου, παράγοντας που θα καθορίσει το αποτέλεσμα και έχει ιδιαίτερη απήχηση στα μεσαία και υψηλότερα στρώματα είναι η εικόνα της ΕΕ ως γραφειοκρατικού και όχι δημοκρατικού θεσμού. Ενα από τα επαναλαμβανόμενα κλισέ στη συζήτηση για το δημοψήφισμα, ακόμη και από τους υποστηρικτές της, είναι ότι η ΕΕ αν δεν αναμορφωθεί δεν θα επιβιώσει. Βλέποντάς την ως μια κάστα υψηλά αμειβόμενων μανδαρίνων που ευνοεί τις μεγάλες επιχειρήσεις, ο αντι-ελιτισμός, που σαρώνει παγκοσμίως, υπερασπίζεται πότε τη σημασία της τοπικής δημοκρατίας και πότε την επιστροφή στην εθνική κυριαρχία με την επαναλαμβανόμενη φράση «take back control» να την εκφράζει.
Η ΕΕ στα μάτια πολλών Βρετανών είναι ένα φεντεραλιστικό κλαμπ που τους θέτει εμπόδια και στο οποίο ανταμείβονται οι πολιτικοί που αποτυγχάνουν να εκλεγούν στις χώρες τους (π.χ. o Νιλ Κίνοκ, που έγινε επίτροπος όταν απέτυχε να εκλεγεί πρωθυπουργός, ή o Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ). Οι υπέρμαχοι της ΕΕ με τη σειρά τους τονίζουν ότι οι εκλογές για την Ευρωβουλή στη Βρετανία είναι οι πιο δημοκρατικές, γιατί βασίζονται στην απλή αναλογική, όταν η κυβέρνηση της χώρας εξασφαλίζει αυτοδυναμία με ποσοστό μικρότερο από 30% και τα μέλη της Βουλής των Λόρδων δεν εκλέγονται. Σε αυτό το επιχείρημα προσθέτουν και τα διάφορα δικαιώματα (κατώτατο ωρομίσθιο, άδεια μητρότητας κ.λπ.) που απέκτησαν οι Βρετανοί χάρη στην ΕΕ ή θυμίζουν την αντιπάθεια των κυβερνήσεων προς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το δίλημμα τελικά δεν είναι μεταξύ εθνικού κράτους και ευρωπαϊκής ομοσπονδίας, απομόνωσης ή συνεργασίας αλλά κάτι βαθύτερο μεταξύ ασύδοτης αγοράς και αρχών Δικαίου. Το διακύβευμα, επομένως, του δημοψηφίσματος και η πρόκληση για την ΕΕ είναι να αποσείσει την εικόνα ενός μη λογοδοτικού και γραφειοκρατικού οργανισμού την οποία ένα τυχόν Brexit θα εδραιώσει, επαναφέροντας το ερώτημα: τι θεωρείται «Ευρώπη» και ως ποιον βαθμό εκφράζεται από την ΕΕ;
O κ. Δημήτρης Tζιόβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Aγγλίας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ