Αυτό το άρθρο δεν τιτλοφορείται τυχαία με τη συγκινησιακά φορτισμένη αποστροφή του νομπελίστα ποιητή μας Οδυσσέα Ελύτη για την πρόδηλη αξία και την απροσμέτρητη σπουδαιότητα των αρχαίων ελληνικών στη ζωή μας, αποστροφή ειλημμένη από βαρυσήμαντη συνέντευξή του στο «Βήμα» της Κυριακής στις 24 Δεκεμβρίου 1978· προτάσσεται κάποιων απόψεων του γράφοντος, διότι συγκεφαλαιώνει τα μύχια αισθήματα και τους υποκάρδιους πόθους όλων αυτών, ειδικών και μη ειδικών, οι οποίοι νιώθουν βαθύτατη υπερηφάνεια που είναι θεματοφύλακες του περίλαμπρου αρχαιοελληνικού πολιτισμού, καθώς επίσης έχουν συνείδηση ότι η κλασική μας παράδοση αποτελεί μία από τις λίγες εναπομείνασες κρηπίδες επάνω στις οποίες θα μπορέσουμε να ανοικοδομήσουμε τη σύγχρονη Ελλάδα. Μακράν εμού λοιπόν η κατηγορία της στείρας προγονοπληξίας και της αστόχαστης αρχαιομανίας· διακαής επιθυμία μου είναι να προχωρήσουμε μπροστά με τους αρχαίους και να μην επιστρέψουμε πίσω στους αρχαίους.
Πρόσφατα εξ αφορμής κειμένου που υπογράφεται από 56 πανεπιστημιακούς δασκάλους αναζωπυρώθηκε ο προβληματισμός αναφορικά με τη χρησιμότητα της εκμάθησης των αρχαίων ελληνικών στο Γυμνάσιο, και ακολούθως εδόθη το έναυσμα για συναφείς παρεμβάσεις υποστήριξης από καθηγητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ευάριθμες όμως αυτές και σπασμωδικές. Βεβαίως, στα άκριτα και ασύνετα εκείνα διαβήματα, τα οποία προτείνουν ελαφρά τη καρδία την κατάργηση της διδασκαλίας της αττικής διαλέκτου στο Γυμνάσιο, εναντιώθηκε η πλειονότητα των πανεπιστημιακών τμημάτων και των φορέων των σχετικών με τη μελέτη της κλασικής μας γραμματείας και εν γένει του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Εξυπακούεται ότι ο γράφων υποστήριξε με ιδιαίτερη θέρμη την αναγκαιότητα εξοικείωσης των μαθητών του Γυμνασίου με τον αρχαίο λόγο μέσα από τη συστηματική διδασκαλία της αττικής διαλέκτου. Η αντιπαράθεση αυτή ωστόσο δημιούργησε έντονο προβληματισμό σε όλους όσοι όχι μόνο μελετούν επιστημονικά τις πολυποίκιλες εκφάνσεις της αρχαιοελληνικής μας παράδοσης, αλλά επίσης επιζητούν ολοθύμως να καταστεί η γνώση των αρχαίων ελληνικών άτρωτη γέφυρα που θα οδηγήσει τους μαθητές όχι αποκλειστικά στο παρελθόν αλλά, έτι σπουδαιότερον, σε ένα φωτεινότερο μέλλον. Αναμφίλεκτο είναι ότι και οι δύο αντίρροπες σχολές σκέψης αναγνωρίζουν την τεράστια σημασία της κλασικής μας γραμματείας ως ακένωτης πηγής σοφίας και πνευματικού πλούτου. Αρα τι είναι αυτό που φταίει και κάθε φορά αναρριπίζεται η άχαρη κουβέντα για την ωφελιμότητα και τη σκοπιμότητα των αρχαίων ελληνικών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση;
Κατά την άποψή μου επενεργούν αρνητικά σε μια συγκεκριμένη μερίδα των συναδέλφων φιλολόγων και ευρύτερα των εκπαιδευτικών μας δύο παράμετροι: (α) τα διδακτικά εγχειρίδια του Γυμνασίου, τα οποία στερούνται παιδαγωγικής ευστοχίας και υπολείπονται κατά πολύ σε δομική αρτιότητα, και (β) η σχεδόν παραλυτική και αποκαρδιωτική ταύτιση των αρχαίων ελληνικών με καθετί οπισθοδρομικό και αφιλοπρόοδο. Θεωρώ ωστόσο πρόδηλο ότι κάθε καλοπροαίρετος παρατηρητής αυτής της φιλολογικής διαμάχης, τόσο σημαντικής για την παιδεία του τόπου μας, θα αναγνώριζε την επιτακτική ανάγκη να αναλύσουμε την ουσία αυτών των παραμέτρων πριν προχωρήσουμε στη λήψη βεβιασμένων και εμβαλωματικών μέτρων. Ειδικότερα, αναφορικά με τον πρώτο αρνητικό παράγοντα η λύση θα προέλθει, όπως νομίζουμε, από τη ριζική απλοποίηση και την εκ βάθρων αναθεώρηση των διδακτικών βιβλίων, τα οποία δεν είναι μόνον έμφορτα με δύσληπτα και ανοικονόμητα αρχαία κείμενα, αλλά επίσης υπερχειλίζουν από υπερβολικές ποσότητες δύσπεπτης γραμματικής και συντακτικής ύλης. Αντί λοιπόν να υιοθετήσουμε ταχέως την αβασάνιστη λογική του «πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι», πρέπει αμελλητί να βελτιώσουμε τα γυμνασιακά εγχειρίδια προς την κατεύθυνση της απλούστευσης και της περιστολής· βεβαίως, ο μετριασμός αυτός του όγκου των παρεχόμενων γνώσεων πρόσφορο θα ήταν να συνοδευθεί από την ανάλογη έμφαση στις ετυμολογικές συσχετίσεις και ομοιωματικές αναλογίες της αττικής διαλέκτου με την καθομιλουμένη από πλευράς γραμματικής, σύνταξης και κυρίως λεξιλογίου. Σχετικά με τον δεύτερο αρνητικό παράγοντα είμαι της γνώμης ότι είναι τουλάχιστον οξύμωρο το γεγονός πως η ορθολογική και ρηξικέλευθη αρχαιοελληνική σκέψη έχει γίνει συνώνυμη στη συνείδηση κάποιων συμπατριωτών μας με πεπαλαιωμένες αντιλήψεις και γενικότερα με τον συντηρητισμό, όταν σήμερα στον δυτικό κόσμο η μελέτη της κλασικής γραμματείας θεωρείται δικαίως αλάνθαστη απόδειξη νεωτερισμού και καινοτομίας. Τυχαίο δεν είναι ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός έχει λειτουργήσει ως προνομιακό πεδίο εφαρμογής ριζοσπαστικών λογοτεχνικών θεωριών, καθώς συνάμα έχει καταστεί ιδανικός χώρος ανάπτυξης φιλόδοξων προγραμμάτων της πληροφορικής επιστήμης μέσα από τη δημιουργία βάσεων δεδομένων, ηλεκτρονικών λεξικών και διαδικτυακών συγγραμμάτων.
Ο Οδυσσέας Ελύτης στην ίδια συνέντευξη τάσσεται διαρρήδην υπέρ της διατήρησης των αρχαίων ελληνικών στο Γυμνάσιο· απευθύνω έκκληση επομένως στους ιθύνοντες του Εθνικού Διαλόγου για την Παιδεία να συμπεριλάβουν και κλασικούς φιλολόγους στην κρίσιμη αυτή διαβούλευση προτού περιπέσουν εν αγνοία τους σε ασύγγνωστα σφάλματα.
Ο κ. Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος είναι πρόεδρος του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ