Επειτα περίπου από δύο αιώνες γλωσσικής διαπάλης, φαίνεται ιστορικά δικαιωμένη η θέση πως η δημοτική και η καθαρεύουσα αποτελούν εξίσου γνήσια κλωνάρια του ίδιου γλωσσικού δέντρου της μίας ελληνικής γλώσσας. Η ζώσα γλώσσα είναι πάντοτε συνισταμένη της γλωσσικής παράδοσης και της γλωσσικής εξέλιξης. Η όποια μαχητική συνθηματολογία της μίας ή της άλλης πλευράς δεν μπορούν πλέον να αμφισβητήσουν τον ισχυρισμό αυτό. Απλώς ο γλωσσικός φανατισμός καθήλωσε τη χώρα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια ανώφελη κατάσταση γλωσσικής ανωμαλίας και όχι μόνο.
Για μια συγκεκριμένη περίοδο υπήρξαν σπουδαίοι λόγοι που νομιμοποιούσαν την κυριαρχία της καθαρεύουσας. Ωστόσο, η καθαρεύουσα σχηματίστηκε χωρίς να ορμηθεί από τη γλώσσα του λαού και χωρίς να ενισχυθεί από την ανώτερη πνοή του γραπτού λόγου. Φυσικό ήταν λοιπόν να γεννηθεί το γλωσσικό ζήτημα σαν φορμαλιστικό κι όχι σαν θέμα που πάνω του θα στηριζόταν η νεοελληνική αναγέννηση και θα περιοριζόταν το «ψεύδος». Από την άλλη μεριά, ο δημοτικισμός δεν ήταν μονάχα ένας αγώνας για την επικράτηση μερικών γραμματικών τύπων, μα ένα κίνημα εθνικό, που ξεκίνησε από μια πραγματικότητα ζωντανή και σύγχρονη, τη νεοελληνική. Ο δημοτικισμός ήταν μια πνευματική επανάσταση, γιατί επανάσταση αποτελεί κάθε κίνημα της ζωής εναντίον των συνθηκών που δεν επιτρέπουν το ελεύθερο φτερούγισμά της. Ουσιαστικά, υπήρξε η καθυστερημένη πνευματική επανάσταση, που η Δύση την είχε κάνει μερικούς αιώνες πριν. Ηταν δηλαδή ένα πηγαίο αίτημα μιας κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής, γενικότερα, ανασύνθεσης του Ελληνισμού.
Κυρίως όμως το κίνημα του δημοτικισμού αναπτύχθηκε με το αίτημα εξελληνισμού των εθνολογικά αμφισβητούμενων πληθυσμών της τουρκοκρατούμενης Μακεδονίας, στην οποία ήταν στραμμένη η προσοχή του Εθνους από το 1880 ως το 1912. Δεν πρέπει να ξεχνούμε επίσης ότι εκεί είχε αναπτυχθεί στο μεταξύ ο σέρβικος, βουλγάρικος και ρουμάνικος εθνικισμός.
Ο καθαρευουσιανισμός πίστευε στο ανιστόρητο και ανεδαφικό «θαύμα» πως αρκεί να μάθουν οι Ελληνες την καθαρεύουσα για να ξεσκλαβωθούν και να γίνουν αντάξιοι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων.
Την περίοδο αυτή όχι μόνο Ελληνες αλλά και ξένοι πνευματικοί άνθρωποι με τρόμο είδαν και προφήτεψαν την αποδυνάμωση του Ελληνισμού από τη μη αξιοποίηση του σημαντικότερου όπλου της εποχής εκείνης, που ήταν η κοινή γλώσσα. Αντίστοιχες κραυγές αγωνίας διατυπώθηκαν κι από τους άσημους δασκάλους των περιοχών της Μακεδονίας και της Ηπείρου, οι οποίοι αποκομμένοι και πνιγμένοι στις αντιφάσεις της νεοελληνικής μας τραγωδίας, έδιναν τη δική τους μάχη στα προκεχωρημένα αυτά φυλάκια του Ελληνισμού.
Το τέλος του 19ου και οι αρχές του 20ού αιώνα είναι η εποχή που οι νέοι αστοί, χωριατόπουλα στην κοινωνική τους προέλευση, πραγματοποιούσαν τη μεγάλη ανακάλυψη του λαού, με τα ήθη, τα έθιμά του, τα τραγούδια του και τη γλώσσα του. Ο,τι ήταν το «Εθνος» για τον λογιοτατισμό, ήταν ο «λαός» για τον δημοτικισμό. Και τα δύο αυτά νέα κοινωνικά στρώματα, η ψευτοαριστοκρατία του λογιοτατισμού και οι νέοι αστοί του δημοτικισμού, υπηρέτησαν εξίσου με τον ίδιο ισχυρό και άκρατο μεγαλοϊδεατισμό το μεγάλωμα των ελληνικών συνόρων.
Πολλοί θέτουν το ερώτημα αν η εθνική ολοκλήρωση θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί με την επικράτηση του λογιοτατισμού. Αν η Μεγάλη Ιδέα θα παρέμενε ωχρή και με άγνωστα ή καθόλου αποτελέσματα ή ακόμη αν δεν θα επαναλαμβανόταν ένα νέο 1897. Το βέβαιο είναι ότι το πνευματικό κίνημα του δημοτικισμού λειτούργησε κι ως μια σημαντική μορφή διαφωτισμού της επανάστασης του 1909. Η ανάταξη των δυνάμεων της χώρας την περίοδο εκείνη θα ήταν ανέφικτη εάν το κίνημα του δημοτικισμού δεν έβαζε στο προσκήνιο, σοβαρά κι αποφασιστικά, τον λαό σαν υποκείμενο της πορείας του Εθνους. Η κατανόηση της εποχής, η ανάκαμψη του ηθικού, η ανάταση της υπερηφάνειας και της αισιοδοξίας, η αναζήτηση ιδεολογικών εργαλείων είναι πάντοτε αναγκαίοι όροι για τη χάραξη μιας νέας πορείας. Διότι το κίνημα του δημοτικισμού δεν αποδεχόταν απλώς τις αποφάσεις και τις ορέξεις της τότε «σοφιολογιότατης» άρχουσας τάξης, αλλά αναδείκνυε και τον απλό άνθρωπο, ο οποίος με την, εν συνεχεία, καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας αισθάνεται πλέον, ως έναν βαθμό, συνδιαμορφωτής των δεδομένων και τεκταινομένων. Δηλαδή, ο λαός, που μέχρι τότε ήταν στο περιθώριο, «ακούει» πράγματα που καταλαβαίνει κι έτσι δεν είναι απλός αποδέκτης αλλά και συμμέτοχος, με την «ψυχή» του, των μεγάλων αποφάσεων.
Το πνευματικό κίνημα του δημοτικισμού, που «άλλαξε την κεφαλή της χώρας» ήταν ένα είδος διαφωτισμού, ο οποίος πάντοτε προηγείται των μεγάλων αφυπνίσεων ή κάθε μικρής ή μεγάλης αναγεννητικής προσπάθειας. Τα γεγονότα του 1909, είτε επανάσταση τα πεις, είτε κίνημα, είτε διαμαρτυρία, το βέβαιο είναι ότι δεν αφορούσαν πρόσωπα, και πολύ περισσότερο αυτά ως φορείς πατερναλισμού, αλλά ένα ιστορικό γεγονός που το δημιούργησαν αντικειμενικές και απρόσωπες συνθήκες και εξελίξεις και μεγάλα υπόγεια κοινωνικά και πνευματικά ρεύματα που ενεργοποίησαν τις τότε εσωτερικές δυνάμεις της χώρας.
Το κίνημα του δημοτικισμού ανήκει στις προνομιούχες αντιλήψεις αυτής της περιόδου, που διαμόρφωσαν αποφασιστικά τις «νέες καταστάσεις». Ο δημοτικισμός δεν ήταν ένα απλό κίνημα διανοουμένων, ήταν ένα κίνημα δράσης που απευθυνόταν στον λαό και δεν είχε να κάνει με ρομαντισμούς αλλά με κατανόηση της τότε πραγματικότητας για την πραγμάτωση εθνικών στόχων και στον νέο «μύθο» της χώρας.
Το ουσιαστικό πρόβλημα της Ελλάδας ήταν πάντα και είναι, σε τελευταία ανάλυση, πρόβλημα πολιτισμικής αυτογνωσίας. Τα βαθύτερα αίτια αυτής της γενικευμένης κρίσης οφείλονται σε πολλαπλούς ιστορικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες, ενώ είναι τόσο ενδογενή όσο και εξωγενή. Το μέλλον της Ελλάδας είναι η μετεξέλιξή της σε μια σύγχρονη χώρα. Υπάρχουν πολλοί που μιλούν για ένα νέο υπόκωφο και ανεκδήλωτο κίνημα που διατρέχει την ελληνική κοινωνία. Αν πράγματι υπάρχει, σίγουρα δεν είναι το «γλωσσικό». Θα μπορούσε όμως να είναι η συνειδητοποίηση της σημερινής μας αδυναμίας και η αναζήτηση της αναγεννησιακής οργής και ορμής που θα διατρέξουν την κοινωνία. Ισως ο όρος αυτός να φαντάζει υπερβολικός, ωστόσο δεν χρησιμοποιείται καταχρηστικά. Δηλώνει την έγερση των συνειδήσεων, την αφύπνιση των πνευμάτων, την ανόρθωση του ηθικού, δηλώνει τις πρωτοπόρες ιδέες και τα καινούργια ιδανικά.
Η χώρα σήμερα θέλει νέα θεσμικά εργαλεία και τους κατάλληλους νέους ανθρώπους που θα τα χρησιμοποιήσουν. Τις αλλαγές τις φέρνουν εκείνοι οι πολιτισμοί και οι ιδεολογίες που κομίζουν νέα πράγματα και γεννούν νέες απαιτήσεις. Πρωτοπόρες είναι εκείνες οι δυνάμεις που ηγεμονεύουν ιδεολογικά, καθοδηγούν και εκφράζουν την εποχή τους και τις συλλογικές ελπίδες των λαών. Ελπίζω και του ελληνικού…
Ο κ. Αλέκος Παπαδόπουλος είναι πρώην υπουργός.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ