Γιάννης Στάνκογλου: Η δική μου Αθήνα

Γιάννης Στάνκογλου: Η δική μου Αθήνα 1

Μεταξύ πολλών γυρισμάτων και κούρασης, ο Γιάννης Στάνκογλου μας ξεναγεί στα στέκια του και μας συνοδεύει σε βόλτες που τον καθόρισαν και τον καθορίζουν.

ΑΠΟ ΜΙΑ ΚΟΛΛΙΑ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ ΠΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΒΙΝΤΕΟ ΑΝΤΩΝΗΣ ΛΟΥΤΣΕΤΗΣ

Μεταξύ πολλών γυρισμάτων και κούρασης, ο Γιάννης Στάνκογλου μας ξεναγεί στα στέκια του και μας συνοδεύει σε βόλτες που τον καθόρισαν και τον καθορίζουν. Kι επειδή είναι κυριολεκτικά κοσμογυρισμένος, μας ταξιδεύει και λίγο πιο μακριά, σε μέρη που τον έχουν ιντριγκάρει. Η στιγμή του είναι γεμάτη αυθεντική χαρά: «Τα φετινά Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά είναι μέσα στις τρεις καλύτερες γιορτές που έχω κάνει ποτέ. Είμαι στο καινούριο μου σπίτι, το απόλαυσα στις γιορτές με πολύ ωραίες παρέες και μετά ήρθαν ο Όλυμπος και ένα αξέχαστο πάρτι γενεθλίων. Είμαι ευγνώμων».

Πού γεννηθήκατε και πού μεγαλώσατε;

Γεννήθηκα στον Περισσό, Σαφραμπόλεως 34. Εκεί έκανα τα πρώτα μου βήματα και πήγα σχολείο, αλλά άρχισα να βγαίνω από τα 16 μου στο κέντρο της Αθήνας, το οποίο αγάπησα. Πήγαινα σε διάφορα μπαρ και κλαμπ, όπως στο Tithora στα Πατήσια, στο Αγκάθι στην Κυψέλη, στη Φωκίωνος Νέγρη, μετά στο Mad – τότε που ο κόσμος χόρευε ακόμη.

Πώς ήταν ο Περισσός όταν ήσαστε μικρός;

Με παιχνίδι στους δρόμους με τους φίλους μου –πολύ ποδόσφαιρο, πολύ εφτάπετρο με τα μάρμαρα, τα χαρτάκια με τους ποδοσφαιριστές με τα οποία παίζαμε τότε–, πολλές εκδρομές με τα πόδια ή τα ποδήλατα. Πηγαίναμε μέχρι την Κηφισιά ή κατεβαίναμε στη Γλυφάδα και μετά επιστρέφαμε. Γενικά ήταν πολύ ελεύθερα, ταξιδιάρικα και ανέμελα χρόνια.

 

Γιάννης Στάνκογλου: Η δική μου Αθήνα 2

Δεν υπήρχε κανένας φόβος;

Για μένα προσωπικά, όχι, αλλά για τους γονείς μου προφανώς υπήρχε. Δεν νομίζω όμως ότι ήταν ο ίδιος φόβος που νιώθουμε εμείς στις μέρες μας ως γονείς. Δεν είχαμε αυτή την ακραία εγκληματικότητα για την οποία ακούμε συνεχώς σήμερα. Η βία τώρα είναι αδιανόητη. Πολλές φορές στενοχωριέμαι που τα παιδιά μου δεν θα ζήσουν αυτά τα χρόνια όπως τα έζησα εγώ. Ο Περισσός ήταν μια φτωχογειτονιά, με πρόσφυγες κυρίως. Υπήρχαν πολλά εργοστάσια, κλωστοϋφαντουργεία, μικρά τσαγκαράδικα και μπακάλικα. Αναπολώ εκείνη τη συνοικία. Ακόμα και τώρα, πηγαίνω καμιά φορά με τη μηχανή να δω τα παλιά στέκια – και το κάνω με αγάπη γιατί ήταν ένα μέρος που με διαμόρφωσε, όπως και οι άνθρωποι που γνώρισα τότε, με τους οποίους γίναμε φίλοι και μεγαλώσαμε μαζί. Το σέβομαι αυτό.

 

Μετά τον Περισσό, πού ζήσατε;

Μετά πήγα στα Κάτω Πετράλωνα, στο Ρουφ, μπήκα στη δραματική σχολή και στη συνέχεια έφυγα για δύο χρόνια στη Νέα Υόρκη.

Γενικά παιδί του κέντρου και, απ’ ό,τι ξέρω, κάποια χρόνια ασχολούσασταν με τον Παναθηναϊκό, έτσι δεν είναι;

Βέβαια! Πήγαινα και εκδρομές με τον Παναθηναϊκό –Τούμπα, Χαριλάου, Λάρισα, Πάτρα… Μόνο στην Ελλάδα ωστόσο, στο εξωτερικό δεν πρόλαβα καθώς είχα μπλεχτεί με το θέατρο.

Άρα, έχετε ζήσει κι αυτό που ονομάζουμε «οπαδική βία»;

Ναι, αλλά και πάλι δεν ήταν η ίδια με αυτήν που βλέπουμε σήμερα. Υπήρχε μεγάλη διαφορά. Για μας τότε ήταν ένα κασκόλ, τώρα είναι μια ζωή. Δηλαδή, τότε μπορεί να παίρναμε ένα κασκόλ ή μια κονκάρδα, τώρα μπορεί να πάρουν μια ζωή. Είναι τραγικό.

Σε τι νομίζετε ότι οφείλεται η σημερινή βία; Γιατί πολλοί λένε ότι έχει να κάνει με το διάλειμμα του κορονοϊού.

Ίσως και ο κορονοϊός να έπαιξε ένα μικρό ρόλο, πιστεύω όμως ότι έχει να κάνει κυρίως με αυτό το οποίο συμβαίνει γενικά κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά. Έχει να κάνει με τις αδικίες, τις ανισότητες και με το ότι κάποια πράγματα προχωρούν, αλλά προχωρούν ψεύτικα. Ακόμα και το ότι συζητάμε για τα ομόφυλα ζευγάρια, για παράδειγμα, και οι πολιτικοί παρακολουθούν μαθήματα για να ψηφίσουν για κάτι το οποίο υπάρχει δίπλα τους, κοντά τους, οφείλεται σε ένα ψέμα. Σε μια αδικία, την οποία, αν είσαι νέος, ακόμα κι αν δεν την έχεις βιώσει ο ίδιος, μυρίζεσαι. Εμείς ήμαστε, κατά κάποιον τρόπο, μέσα στα πράγματα. Θα κάναμε διαμαρτυρία, ας πούμε, για τον Οτσαλάν πριν ακόμη τον πιάσουν. Τώρα δεν γίνεται διαμαρτυρία για πράγματα τα οποία είναι πολύ πιο σοβαρά για τους περισσότερους ανθρώπους.

Επομένως, μιλάμε για μια γενικότερη αντίφαση που βιώνει ένας νέος όταν συνειδητοποιεί πού ζει ενώ του δείχνουμε το λαμπερό πράγμα, που είναι τα social. Κι αυτό όμως τρελαίνει τον κόσμο γιατί κι εκεί η τοξικότητα είναι αδιανόητη.

Κι εγώ την έχω νιώσει αυτή την τοξικότητα σε πράγματα που έχω γράψει ή σε θέσεις που έχω πάρει. Δεν το φέρω όμως βαρέως και δεν το κριτικάρω επειδή συνδέεται με αυτό που συμβαίνει. Αν ο άλλος είναι αγράμματος, δεν έχει παιδεία, μπορεί να σκεφτεί μέχρι ένα ταβάνι και όχι παραπάνω, για αυτό φταίει το σύστημα, το οποίο τον θέλει, δυστυχώς, έτσι. Αν καθίσουμε και βάλουμε κάτω ένα ένα τα θέματα που είναι στην επικαιρότητα, είναι πολύ εύκολο να λυθούν. Παρ’ όλα αυτά, στρουθοκαμηλίζουμε, με τα γνωστά αποτελέσματα.

Έχετε ζήσει πολλά χρόνια στο κέντρο. Ποια είναι η πιο ισχυρή γοητεία του;

Νιώθεις ότι τα πάντα συμβαίνουν εκεί. Επίσης, τη νύχτα μένουν ανοιχτά αρκετά μαγαζιά και μπορείς να πας ακόμα και με τα πόδια και να βρεις ό,τι θέλεις – από το να φας κάτι πολύ γρήγορα, γιατί εκείνη τη στιγμή δεν έχεις φαγητό στο σπίτι, και να πιεις ένα ποτό μέχρι το να δεις απλώς κόσμο να περπατά. Το κέντρο της Αθήνας κρατά ακόμη μια ταυτότητα. Παλαιότερα ήταν καλύτερα, αλλά και σήμερα υπάρχει αυτή η ταυτότητα γιατί εμείς είμαστε το κέντρο. Έχουμε ζήσει με αυτό τον τρόπο και συνεχίζουμε να ζούμε όπως ξέραμε.

Σας αρέσουν οι περιοχές όπου ζουν άνθρωποι και από άλλους πολιτισμούς;

Φυσικά! Γι’ αυτό έμενα και στου Ψυρρή πολλά χρόνια. Κι όταν πηγαίνω στο εξωτερικό, επί της ουσίας αυτά τα μέρη ψάχνω.

Μιας και συζητάμε για πόλεις, θα μας πείτε κάποια πράγματα για τη ζωή σας στη Νέα Υόρκη;

Ήταν μια ωραία περιπέτεια. Πρόκειται για μια πολύ όμορφη πόλη, την οποία αγάπησα. Πήγα εκεί γιατί ήμουν ερωτευμένος με την πρώην σύζυγό μου και ήθελα να κάνω θέατρο, να δω κάτι καινούριο, και, τελικά, αποδείχθηκε μια εμπειρία που με διαμόρφωσε.

Η Νέα Υόρκη είναι το κέντρο του κόσμου;

Νομίζω ότι πλέον κέντρο του κόσμου έχει γίνει το Λος Άντζελες. Η Νέα Υόρκη είναι η μήτρα, αλλά η εικόνα και το φαίνεσθαι είναι το Λος Άντζελες. Εγώ όμως έχω μια περίεργη θεωρία, σύμφωνα με την οποία οι πολιτισμοί –τουλάχιστον από τότε που εμείς γνωρίζουμε ιστορία– είναι σαν τον Ήλιο, ανατολή – δύση, κι αυτό κάνει έναν κύκλο. Βλέπω λοιπόν ότι ο πολιτισμός μεταπηδά σιγά σιγά από το Λος Άντζελες –το οποίο καθορίζει τώρα τα ρεύματα– και φτάνει ξανά στην Ιαπωνία, την Κορέα και την Κίνα. Θα πάει μετά στην Ινδία, όπου ήταν πολύ παλαιότερα, την Αφρική και τη Μέση Ανατολή και μετά πάλι σε μας, αλλά πλέον θα είμαστε στάχτη.

Γιάννης Στάνκογλου: Η δική μου Αθήνα 3

Έχετε πάει στην Ιαπωνία;

Είναι το μόνο μέρος το οποίο δεν έχω επισκεφθεί. Έχω πάει στη Νότια Κορέα, δύο φορές στην Κίνα, στην Ταϊλάνδη, στη Μαλαισία, στο Λάος, στην Αίγυπτο, στην Κένυα, στην Τουρκία, στη Ρωσία και στη Λατινική Αμερική. Στην Κίνα τη μία φορά ταξίδεψα για παράσταση με τον Θεόδωρο Τερζόπουλο και την ομάδα Άττις και παίξαμε στο Πανεπιστήμιο Θεατρικών Σπουδών. Τότε, πριν από την Ολυμπιάδα, ήταν μια άλλη Κίνα. Εκείνη την εποχή, στην Αθήνα δεν είχαμε καν Κινέζους, αργότερα ήρθαν. Αν και ήταν πολύ δύσκολο να συνεννοηθούμε, ήταν πολύ όμορφα στην Κίνα. Το φαγητό ήταν πολύ νόστιμο, πολύ διαφορετικό. Όταν πηγαίνεις σε ένα μέρος που σου είναι εντελώς ξένο, μπορείς να περάσεις πολύ ωραία αν το σεβαστείς. Θυμάμαι ότι στις αγορές έβλεπα ανθρώπους να τρώνε σκορπιούς και σκουλήκια και, φυσικά, μου φαινόταν πολύ περίεργο.

Νιώσατε ποτέ αυτό που λένε, ότι οι Κινέζοι κρύβουν μια πονηριά;

Ενώ υπήρξαν γεγονότα κατά τα οποία θα μπορούσα να σκεφτώ κάτι τέτοιο, τελικά, όχι, δεν το ένιωσα. Θεωρώ ότι όλα αυτά έχουν να κάνουν με το βίωμα του ντόπιου και πώς αυτός βλέπει εσένα ως ξένο. Το ίδιο δεν θα μπορούσαμε να πούμε για τους Έλληνες; Φιλόξενοι, αλλά… Όσο για τη Ρωσία, όπου είχα πάει πάλι με την ομάδα Άττις, είναι μια τελείως διαφορετική περίπτωση. Είναι πολύ λαμπερή, αλλά έχει και τη σκοτεινή πλευρά της – του πολύ αλκοόλ και του λίγο κιτς μερικές φορές.

Έχει την ποιητικότητα του Ντοστογιέφσκι;

Λατρεύω τον Ντοστογιέφσκι – αν δεν διάβαζα το «Έγκλημα και τιμωρία», νομίζω ότι δεν θα γινόμουν ηθοποιός και δεν θα διάβαζα ποτέ βιβλία στη ζωή μου. Είναι ένα έργο που με καθόρισε. Στη Ρωσία, πήγα στο σπίτι του, περπάτησα μέσα στο γραφείο του. Ήταν συγκλονιστικό. Στη Νέα Υόρκη, όπου ήμουν ένα χρόνο πριν, αν κοίταζες λίγο παραπάνω κάποιον, μπορεί και να σε επέπληττε. Στη Ρωσία μπορεί να έβλεπες μια γυναίκα από μακριά, να σκεφτόσουν πόσο όμορφη είναι και να συναντιούνταν τα βλέμματά σας για ώρα χωρίς κανένα πρόβλημα. Αυτό μού έκανε εντύπωση.

 

Ο Ντοστογιέφσκι πάντως απέδιδε ρομαντικά το περιθώριο.

Αν σκεφτούμε ότι ο τύπος έπαιζε χαρτιά για να γράφει βιβλία, καταλαβαίνουμε ότι είχε τεράστια ανάγκη, την οποία θεωρώ ίσως πιο σημαντική απ’ ό,τι ανθρωπιστικό, οντολογικό, έχει ο άνθρωπος. Η ανάγκη καθορίζει τα πάντα, ακόμα και τη θρησκεία, την οικογένεια και το πολιτικό σύστημα. Όλα αυτά τα έχουν πει ο Αισχύλος και ο Σοφοκλής, απλώς δεν τους δίνουμε σημασία.

Τι δεν σας αρέσει στην Αθήνα;

Η βρομιά και η καθυστέρησή της – το έργο που μπορεί να γίνει σε τρεις ημέρες ολοκληρώνεται σε τρεις μήνες. Δεν μου αρέσει επίσης η έλλειψη προσοχής στα τελευταία πράγματα που έχουν απομείνει – το να μη φροντίζεις το Πεδίον του Άρεως όπως πρέπει, να μην κλαδεύεις και γενικά να μην έχεις πάρκα όπου να μπορεί ο κόσμος να πηγαίνει όπως στη Νέα Υόρκη, να στρώνει κάτω κάτι, να κάθεται και να απολαμβάνει τη φύση. Δεν αντέχω ακόμα τον οδηγό της Αθήνας – πιάνει μια βροχή και είναι σαν να αλλάζει όλο το σύμπαν.

 

Και ποια είναι τα αγαπημένα σας μέρη στην Αθήνα;

Για φαγητό είναι το Δίπορτο στην αγορά, στην πλατεία Θεάτρου, με τα ρεβίθια, τις φασολάδες και τα ψάρια του κυρ Μήτσου και του Ανέστη. Είναι επίσης ο Νικήτας στην πλατεία Ψυρρή, με τα μαγειρευτά φαγητά και τις ωραιότερες τηγανητές πατάτες, μαζί με τον Παναθηναϊκάκια, πίσω από τη Θύρα 13. Άλλα μέρη που μου αρέσουν πολύ για φαγητό είναι τα Άργουρα στις Τζιτζιφιές, τα Κανάρια στο Μοσχάτο, ο Τάκης στον Ταύρο και το Καστέλλο, το καρπαθιώτικο καφενείο στην Κουμουνδούρου με την εξαιρετική κουζίνα. Πίνω συχνά καφέ στο Στυλ & Καφέ στου Ψυρρή, ενώ στην περιοχή μου πηγαίνω στο ταϊλανδέζικο Andaman και το Lime. Όσο για βόλτες, Θησείο, Μοναστηράκι, Ψυρρή και Φιλοπάππου είναι από τις αγαπημένες μου.

SHARE THE STORY