ΤΟ ΒΗΜΑ logo

Υπόθεση Cantat: Η γυναικοκτονία που συγκλόνισε τη Γαλλία πριν το #metoo

Υπόθεση Cantat: Η γυναικοκτονία που συγκλόνισε τη Γαλλία πριν το #metoo 1

Το 2003 ο leader των Noir Desir, Bertrand Cantat σκότωσε, χτυπώντας βάναυσα τη σύντροφό του και ηθοποιό Marie Trintignan. Για τα γαλλικά media της εποχής ήταν ένα έγκλημα πάθους, για τη γαλλική κοινωνία παρέμενε ο αγαπημένος τους καλλιτέχνης. Με αφορμή τη μίνι σειρά ντοκιμαντέρ "Από ροκ σταρ, δολοφόνος- υποθεση Cantat" ξετυλίγουμε το χρονικό μιας προαναγγελθείσας γυναικοκτονίας πριν μάθουμε να χρησιμοποιούμε τον όρο.

ΑΠΟ ΜΙΚΑΕΛΑ ΘΕΟΦΙΛΟΥ

Η είδηση ​​που είχε στιγματίσει το καλοκαίρι του 2003, όχι μόνο τη γαλλική κοινωνία αλλά και όλο τον κόσμο, είχε ως εξής: Στο Βίλνιους της Λιθουανίας, στα τέλη Ιουλίου 2003, η ηθοποιός Marie Trintignant και κόρη του μεγάλου Γάλλου ηθοποιού, Jean Louis Trintignant βρισκόταν σε κώμα μετά τον ξυλοδαρμό της από τον σύντροφό της, Bertrand Cantat, τον τραγουδιστή της μπάντας Noir Désir, που μεσουρανούσε τη δεκαετία του 90 και γέμιζε στάδια. Το θύμα επέστρεψε στη Γαλλία εγκεφαλικά νεκρή και πέθανε την Παρασκευή 1 Αυγούστου εκείνης της χρονιάς σε κλινική στο Hauts-de-Seine. Ήταν έγκυος 2 μηνών.

Τι είχε συμβεί; Ήταν κακοποιητής ο αγαπημένος μας καλλιτέχνης; Ήταν γυναικοκτονία; Ήταν η «κακιά στιγμή»;  Ήταν «έγκλημα πάθους»;

Σίγουρα ήταν το θέμα για το οποίο μιλούσε όλη η γαλλική κοινωνία. Όλοι έτριβαν τα μάτια τους. Δεν το πίστευαν. Δεν ταίριαζε αυτή η κατάληξη σ’ αυτό το ζευγάρι. Ούτε γι’ αυτή, ούτε γι’ αυτόν και σίγουρα όχι έτσι. Αυτά ήταν τα σχόλια ανάμεσα στις παρέες. Και όλοι ήθελαν να μάθουν και την παραμικρή λεπτομέρεια. Η υπόθεση θα κυριαρχούσε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και των περιοδικών για μήνες.

Όταν συναντήθηκαν στα παρασκήνια, η έλξη τους ήταν πιο μεγάλη και από τη μαγνητική έλξη της γης.

Η γνωριμία, η έλξη, η σχέση

Γυρίζουμε στο 2000 πίσω από την ημέρα της «κακιάς της ώρας». H Marie πρόκειται να υποδυθεί τη Janis Joplin και χρειάζεται να πάρει την ενέργειά που έβγαζε η μεγάλη ροκ σταρ στην σκηνή. Ζητάει να της πουν ποιος καλλιτέχνης θα μπορούσε να της μεταδώσει αυτήν την ενέργεια και της μίλησαν για τη μπάντα Noir Désir και τον leader, Bertrand Cantat. Παρακολούθησε μια συναυλία τους στο Vaison-la-Romaine και αμέσως μετά όταν συναντήθηκαν στα παρασκήνια, η έλξη τους ήταν πιο μεγάλη από τη μαγνητική έλξη της γης. Εκείνη άφησε τα πρώτα γραπτά μηνύματα στο κινητό του. «Κανείς δεν μου έγραψε ποτέ έτσι», θα εκμυστηρευτεί εκείνος αργότερα. Μεταξύ της ηθοποιού και του τραγουδιστή δημιουργήθηκε μια «σχέση μέσω των λέξεων» που μέσα σε λίγους μήνες, τους είχε φουντώσει. Εκείνος άφησε την Ουγγαρέζα σύζυγό του, μοντέλο και καλλιτέχνιδα, Κριστίνα Ράντι, και η Μαρί Τριντινιάν είχε χωρίσει από τον σκηνοθέτη Σάμουελ Μπενσετρίτ, πατέρα του τελευταίου της γιου. «Δεν θα μπορούσαν να περάσουν ούτε δύο ώρες χωρίς να είμαστε μαζί, σωματικά, τηλεφωνικά ή μέσω μηνυμάτων», εξομολογείτο  αργότερα ο τραγουδιστής.

Όταν, την άνοιξη του 2003, η Marie Trintignant έπρεπε να φύγει για τη Λιθουανία για τα γυρίσματα μιας τηλεοπτικής ταινίας για την Colette, η οποία είχε προγραμματιστεί να διαρκέσει δύο μήνες, ο Bertrand Cantat την ακολούθησε. Πάντα την ακολουθούσε. Σε όλες τις δουλειές της. Σε όλα τα γυρίσματα. Κάτι που φαινόταν περίεργο στην ομάδα της ηθοποιού. Το ζευγάρι μετακόμισε σε ένα διαμέρισμα στο Domina Plaza, μια αρκετά κομψή ξενοδοχειακή κατοικία που βρίσκεται στην ιστορική καρδιά της πρωτεύουσας Βίλνιους.

Εκείνη εξαντλεί τον εαυτό της, ισορροπώντας ανάμεσα στις απαιτήσεις των γυρισμάτων και τον παθιασμένο  έρωτά της. Θα ήθελε να συμφιλιώσει τους δύο κόσμους της. Όμως τους κάνει αντιπάλους.

Εκείνος προτιμά να είναι μαζί της αντί να ξοδεύει εκατοντάδες ώρες ηχογραφήσεων στο πλαίσιο της προετοιμασίας για την κυκλοφορία ενός διπλού άλμπουμ της μπάντας του. Εκείνη εξαντλεί τον εαυτό της, ισορροπώντας ανάμεσα στις απαιτήσεις των γυρισμάτων και τον παθιασμένο  έρωτά της. Θα ήθελε να συμφιλιώσει τους δύο κόσμους της. Όμως τους κάνει αντιπάλους.

Η μητέρα της Nadine Trintignant, η οποία σκηνοθετεί την τηλεοπτική ταινία για την Colette, στην πρωτεύουσα της Λιθουανίας είναι εκνευρισμένη από την ξαφνική περιφρόνηση της κόρης της  και τη βιασύνη με την οποία εγκαταλείπει την ομάδα κάθε μέρα για να δειπνήσει μόνη με τον «εραστή» της, όπως λέει. Ο Bertrand Cantat, από την πλευρά του, παλεύει να αντέξει το βάρος της οικογένειας της Marie- της μητέρας της, αλλά και του αδερφού της, βοηθού σκηνοθέτη και του μεγαλύτερου γιου της, που κάνει το ντεμπούτο του στην υποκριτική.

Και μετά υπάρχει αυτό το παρελθόν που είχαν και οι δύο και που κάνει τακτικά τα κινητά τους να χτυπούν συχνά λόγω των υποχρεώσεων: Στα 40 τους όλοι έχουν αφήσει εκκρεμότητες από την προηγούμενη ζωή τους. Τέσσερα αγόρια που γεννήθηκαν από τέσσερις διαφορετικούς συντρόφους για την ηθοποιό. Δύο παιδιά, μεταξύ των οποίων και μια κόρη λίγων μηνών, που γεννήθηκε στη μέση της σχέσης του με τη Marie. Όταν εκείνος τηλεφωνεί στη γυναίκα του η Marie εκνευρίζεται και γίνεται σκληρή. Όταν εκείνη πληκτρολογεί μερικές λέξεις για ένα μήνυμα στον πρώην της, η ζήλια δηλητηριάζει τον Cantat, ο οποίος νιώθει διαρκή ανασφάλεια για τη θέση του στην πολυτάραχη ζωή της συντρόφου του.

"Έγκλημα πάθους" ή γυναικοκτονία;

Στις 26 Ιουλίου 2003, τα γυρίσματα της τηλεταινίας είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί. Όλοι είναι κουρασμένοι και στα άκρα. Λίγες μέρες νωρίτερα, ο Bertrand Cantat υποσχέθηκε στη Marie Trintignant να «πάρει μεγαλύτερη απόσταση» από την Kristina. Η ηθοποιός, από την πλευρά της, φροντίζει να καθησυχάσει τον αγαπημένο της για την απλά στοργική σχέση που έχει με τον Samuel Benchetrit. Φροντίζει να του διαβάσει το μήνυμα που μόλις της έστειλε για την ταινία Janis and John, την οποία σκηνοθέτησε και στην οποία υποδύθηκε μια μητέρα που παρίστανε τη Janis Joplin. Απλώς ξεχνάει να του διαβάσει την τελευταία φράση που της έγραψε ο πρώην: «Ευχαριστώ, μικρή μου Janis». Εκείνος την ανακαλύπτει όταν «δανείζεται» το τηλέφωνό της. Ήταν τέσσερις μικρές, ασήμαντες λέξεις.  Τέσσερις λέξεις που δεν σήμαιναν τίποτα εκτός από την εκτίμηση των δύο πρώην ως συνεργάτες. Για τον Cantat όμως και τη ζήλια του ήταν ολόκληρο κείμενο που κρυβόταν πίσω από αυτές. 

Εκείνο το βράδυ του Σαββάτου και οι δύο αποδέχθηκαν την πρόσκληση του Andrius, ενός από τους Λιθουανούς τεχνικούς στο σετ για να βγουν για ποτό. Ο τραγουδιστής ρώταγε επίμονα τη σύντροφό του για τη σχέση της με τον Samuel Benchetrit. Εκείνη έπινε, κάπνιζε και δεν του απαντούσε. Εκείνος επέμενε να ρωτάει, θύμωνε, έσπασε ένα ποτήρι. Είναι σχεδόν 1 τα ξημερώματα όταν το ζευγάρι φτάνει στο διαμέρισμά του στην Domina Plaza συνοδευμένοι από έναν συνεργάτη τους που προσπάθησε να τους τα ξαναφτιάξει. Έφυγε ήρεμος ότι θα ανέβουν στο δωμάτιο μονιασμένοι.

Τα υπόλοιπα τα κατέθεσε ο Cantat τον Μάρτιο του 2004, την πρώτη ημέρα της δίκης του ενώπιον του δικαστηρίου του Βίλνιους, κατηγορούμενος για θανατηφόρα χτυπήματα:

"Η Μαρί ήταν στο μπάνιο. Της ζήτησα να μιλήσουμε, ήθελα να λύσουμε το πρόβλημα μεταξύ μας. Όταν της έκανα ξανά την ίδια ερώτηση για τη σχέση της με τον πρώην της, ξέσπασε. Δεν την αναγνώρισα. Ο τόνος της φωνής ανέβηκε. Δεν κατάλαβα τίποτα, τίποτα, τίποτα, από τη στάση της, από το πρόσωπό της. Ένιωσα συναισθηματικά πληγωμένος όταν μου έλεγε επαναλαμβανόμενα «γιατί δεν παίρνεις την πρώην σου» και μετά τη χαστούκισα τέσσερις φορές."

- Με ποιο χέρι; ρώτησε ο πρόεδρος.

- Με αυτό, απάντησε ο Cantat δείχνοντας το δεξί του χέρι.

- Με ποιο μέρος του χεριού;

-Με αυτά, δείχνοντας την τεράστια παλάμη του και το πίσω μέρος της.

- Και πώς;

Δέχτηκε δεκαεννέα χτυπήματα τα οποία, για χρόνια, θα καλύπτονταν από θολή ρητορική, που δικαιολογούνταν από τα μέσα ενημέρωσης στο όνομα μιας υποτιθέμενης «παθιασμένης αγάπης»

Δείχνοντας πώς, με τη χειρονομία του, στη σιωπή της δικαστικής αίθουσας, ακούστηκε το μαστίγωμα του αέρα. «Δεν θα έπρεπε ποτέ να έχω σηκώσει χέρι. Η Marie είχε πέσει κοντά στον καναπέ. Νόμιζα ότι κοιμόταν, ότι ανέπνεε κανονικά. Ήξερα ότι κοιμόταν βαριά», είπε για να δικαιολογήσει ότι όχι απλά τη χτύπησε αλλά και ότι δεν κάλεσε ποτέ ασθενοφόρο. Αντί για το ασθενοφόρο κάλεσε τον αριθμό τηλεφώνου του Samuel Benchetrit και του μίλησε εκτενώς για τη ζήλια του. Δακρυσμένος του είπε επίσης ότι είχε χτυπήσει την ηθοποιό και ότι είχε μαυρίσει το μάτι της. Στη συνέχεια τηλεφώνησε στον αδερφό της Marie, τον Vincent, ο οποίος πήγε αμέσως στο διαμέρισμα αλλά δεν είδε αμέσως το πρόσωπο της αδερφής του. Ήταν 6 το πρωί πια όταν, βλέποντας μια σταγόνα αίματος να βγαίνει από το στόμα της ηθοποιού, ο Vincent Trintignant κάλεσε σε βοήθεια. Πολύ αργά.

Πολύ αργά γιατί τα χτυπήματα δεν ήταν 4. Ήταν δεκαεννέα συνολικά. Δεκαεννέα χτυπήματα που, για χρόνια, θα καλύπτονταν από θολή ρητορική, που δικαιολογούνταν από τα μέσα ενημέρωσης στο όνομα μιας υποτιθέμενης «παθιασμένης αγάπης» - μέχρι τις αποκαλύψεις της έρευνας της Anne-Sophie Jahn, που δημοσιεύτηκαν το 2017 στις σελίδες του περιοδικού του Le Point.

Μια γυναικοκτονία πριν το #metoo (και μια αυτοκτονία)

Ο Bertrand Cantat προστατεύτηκε από τα ΜΜΕ από ένα σύστημα ΜΜΕ  που προτιμούσε να δοξάζει τον καλλιτέχνη και να χτίσει την εικόνα ενός θύτη που πιο πολύ έμοιαζε με «θύμα ενός εγκλήματος του πάθους», αντί να  αντιμετωπίσει τον εγκληματία, κακοποιητή και γυναικοκτόνο,  με την ακραία βία του. Ο Cantat όμως ήταν ένας χειριστικός, τοξικός, ναρκισσιστής και βίαιος άνθρωπος και στην περίπτωση αυτή όπως και σε άλλες, «το να μιλάς», όπως λέει η Anne-Sophie Jahn, «είναι θέμα ζωής ή θανάτου. «Αν είχε ειπωθεί σωστά αυτή η ιστορία, αν είχαν μιλήσει οι κοντινοί της άνθρωποι, ίσως είχαμε αποτρέψει τον θάνατο δύο γυναικών. «Μπορούμε να πούμε ότι ο Καντά κοιμάται ακόμα όταν πεθάνουν οι γυναίκες του».

Έξι χρόνια αργότερα, η πρώην σύζυγός του βρέθηκε κρεμασμένη στο σπίτι της όπου συγκατοικούσε με τον τραγουδιστή, ενώ εκείνος κοιμόταν στον κάτω όροφο.

Γιατί, στη δίκη του Μπερτράν Καντά, στο Βίλνιους, το 2004, μια γυναίκα βρισκόταν στο εδώλιο για να υπερασπιστεί τον αρχηγό της μπάντας Noir Désir. Η Krisztina Rady, η πρώην σύζυγος του τραγουδιστή ορκίζεται στο δικαστήριο ότι ο άντρας δεν έβαλε ποτέ χέρι πάνω της. Στις 29 Μαρτίου 2004, ο Bertrand Cantat καταδικάστηκε από το δικαστήριο του Βίλνιους σε οκτώ χρόνια ποινική φυλάκιση –ποινή πολύ μικρότερη από αυτήν που υπολογιζόταν χάρη στην κατάθεση της πρώην συζύγου του- από την οποία εξέτισε τη μισή.

Αποφυλακίστηκε το 2007. Η γαλλική δικαιοσύνη έκανε δεκτή την αίτηση αποφυλάκισής του, αναγνωρίζοντας «τη συναίσθηση της ευθύνης που έχει για την πράξη του και για τον πόνο που προκάλεσε στην οικογένεια του θύματος» και εκτιμώντας «τις προσπάθειές του για κοινωνική αναπροσαρμογή και τις προοπτικές του για επαγγελματική επανένταξη».

Έξι χρόνια αργότερα, η πρώην σύζυγός του βρέθηκε κρεμασμένη στο σπίτι της όπου συγκατοικούσε με τον τραγουδιστή, ενώ εκείνος κοιμόταν στον κάτω όροφο.

Ο Bertrand Cantat είχε πραγματικά τον κλασικό αμυντικό μηχανισμό της γυναικοκτονίας. Υποστήριξε αμέσως τη θεωρία του ατυχήματος και εξήγησε στην αστυνομία ότι η Marie Trintignant είχε πάθει υστερία και έπαιρνε ναρκωτικά. Δικαιολογεί ακόμη και τον υπερβολικό θυμό και τη ζήλια του με το μήνυμα από τον πρώην σύντροφό της, Samuel Benchetrit ενώ η δισκογραφική του, οι πρώην σύντροφοί του και η ομάδα του τον διαβεβαιώνουν εν χορώ στη δίκη του στο Βίλνιους ότι ο άνδρας αυτός είναι ανίκανος για τέτοια βία. Στα μέσα ενημέρωσης, αναφέρεται πάντα ως «έγκλημα πάθους» την ώρα που οι πωλήσεις άλμπουμ του συγκροτήματος τετραπλασιάζονται.

Παρά την καταδίκη του και την επακόλουθη αυτοκτονία της συζύγου του Krisztina Rady, τα μέσα ενημέρωσης συνέχιζαν να εμμένουν σε μια ιστορία στην οποία ο Bertrand Cantat είναι σχεδόν το θύμα. Ο τραγουδιστής συνέχισε την καλλιτεχνική του καριέρα – άλλοτε επιδοτούμενος από δημόσιους πόρους από φεστιβάλ, άλλοτε, όπως το τελευταίο του άλμπουμ, από πιστούς θαυμαστές του, πάντα έτοιμοι να ανταποκριθούν στο κάλεσμα – και μάλιστα εμφανίστηκε στο εξώφυλλο του περιοδικού Les Inrockuptibles το 2017, στο οποίο του αφιερώθηκαν επτά ολόκληρες σελίδες.

Υπόθεση Cantat: Η γυναικοκτονία που συγκλόνισε τη Γαλλία πριν το #metoo 2

Η προ-#MeToo εποχή μερικές φορές μοιάζει με προϊστορία. Ένας κόσμος όπου η λέξη «γυναικοκτονία» δεν υπάρχει, όπου είναι δικαιολογημένο να σκοτώνεις τη γυναίκα σου σε κρίση ζήλιας, όπου ο ένοχος μοιάζει περισσότερο αξιολύπητος παρά το θύμα. Κάποιες φορές ακόμα και σήμερα είναι σαν να ζούμε σε μια τέτοια εποχή.

Αυτή η υπόθεση έγινε ένα ντοκιμαντέρ τριών επεισοδίων στο Netflix όπου δεν ξετυλίγει απλώς μια είδηση ​​που δίχασε τη Γαλλία. Αποτίει φόρο τιμής σε αυτές τις γυναίκες που είναι θύματα βίας και αμφισβητεί τη συλλογική μας άφεση αμαρτιών απέναντι στις γυναικοκτονίες και τη βία κατά των γυναικών όταν αφορούν ορισμένα αγαπημένα μας μουσικά είδωλα– ακόμη και μετά την έλευση του κινήματος #MeToo. Γιατί ίσως τελικά να μην είναι άλλο η καλλιτεχνική υπόσταση από την ανθρώπινη διάσταση του καλλιτέχνη και γιατί αν πρέπει να βγει μια ακόμα καταδικαστική απόφαση είναι ενάντια στην κοινωνία. Για την καθυστερημένη συνειδητοποίηση σχετικά με την ενδοοικογενειακή βία και τη γυναικοκτονία, ή πόσο συλλογικά, εθελοτυφλούμε μπροστά σε μία ιστορία που λέει πάνω από όλα τι είναι ένα έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας στην πιο τετριμμένη του εκδοχή.  

ΑΠΟΡΡΗΤΟ