Το πρώτο του σπίτι ήταν το Θέατρο του Παραλόγου και συγκεκριμένα το έργο του Σάμιουελ Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό». Δεύτερη μητέρα του αποκαλεί τη Ρούλα Πατεράκη καθώς, όπως λέει στο BHMA/GRACE, στη δραματική της σχολή πήρε απίστευτες γνώσεις που τον βοήθησαν να σκέφτεται μετέπειτα κάπως διαφορετικά. Στο πρόσωπο του αγαπημένου του ηθοποιού Γιώργου Κωνσταντίνου, με τον οποίο εντοπίζει ότι έχει σημαντικές ομοιότητες (και οι δύο ευθυτενείς, με ίδια ερμηνευτική γραμμή και περίπου ίδια σκηνική συμπεριφορά), διερωτάται, αστειευόμενος, μήπως θα έπρεπε να βλέπει το πρόσωπο του αληθινού του πατέρα – ένα ερώτημα που, όπως αποκαλύπτει, απευθύνει στον ίδιο συχνά εν είδει χιούμορ. Στην ποίηση του Λέοναρντ Κοέν, ως έφηβος, ανακάλυψε το μονοπάτι που τελικά τον οδήγησε στην υποκριτική. Και αργότερα, στη «Μουρμούρα» βρήκε την «παιδική του χαρά» αλλά και μια «δεύτερη οικογένεια».
Βουτηγμένος στην κολυμπήθρα των κλασικών κειμένων από νωρίς, ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης περιγράφει «Σε πρώτο Ενικό» πώς οι συγγραφείς τον βοήθησαν να εκλογικεύσει και να «μαλακώσει» αυτό που ο ίδιος αποκαλεί βασικό του ελάττωμα, που δεν είναι άλλο από το άγχος του. «Προσπαθώ», λέει. «Όταν το καταλαβαίνω αυτομάτως ξεαγχώνομαι, όταν δεν το καταλαβαίνω, αγχώνομαι διπλά». Επιστρέφει νοερά στην περίοδο της μεγάλης επιτυχίας του «Άμλετ Β’» που τον έκανε για λίγο να «χάσει το έδαφος» κάτω από τα πόδια του. Ευτυχώς, όπως εξηγεί, στην πορεία του είχε πάντα για σύμμαχο τα γερά στηρίγματα στη γη με τα οποία εφοδιάστηκε στο μεγάλωμά του στη Χαριλάου στη Θεσσαλονίκη. Εκεί που η μυρωδιά της γης από το παιχνίδι στις λάσπες με τα γειτονόπουλα τον έμαθε να έχει στέρεα βήματα αλλά και να ίπταται, καθώς συνήθιζε να σκαρφαλώνει ψηλά σε δύο δέντρα που «εκτελούσαν χρέη» ποδοσφαιρικής εστίας. «Ένιωθα σαν πουλί που πετάει», αναφέρει ενώ, λίγο αργότερα συζητώντας, μάς δίνει τα κλειδιά για να ανοίξουμε τη μυστική πόρτα προς την προσωπική του ευτυχία, τη στιγμή, δηλαδή, που γνώρισε τη σύντροφο της ζωής του και συμπρωταγωνίστρια στο θεατρικό σανίδι – για δεύτερη χρονιά φέτος στον «Θάνατο του Εμποράκου» στο Θέατρο Ζίνα – την Έφη Μουρίκη.
Τι του είπε, τώρα, μια μέρα ο μπακάλης του και τον τρόμαξε; Τι δεν έχει παίξει ακόμα στο θέατρο; Γιατί έπιασε τον εαυτό του να ταυτίζεται με τον χαρακτήρα του Γουίλι Λόμαν που υποδύεται φέτος και τι σχέση έχει αυτό με τα νέα παιδιά; Ποια είναι η γνώμη του για το φαινόμενο Λεξ και πώς ένιωσε με το διθυραμβικό σχόλιο του Morgan Freeman για το ελληνικό “Maestro”; Έχει ανάγκη το χειροκρότημα; Ποιο είναι το χολιγουντιανό motto του για τη ζωή και ποια είναι η γνώμη του για τα λάθη; Ποια σύνδεση βρίσκει ανάμεσα στον θάνατο και σε έναν μεγάλο έρωτα; Έχοντας απαντήσει σε όλα τα παραπάνω και σε πολλά περισσότερα, ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης μας αποκαλύπτει στο τέλος και το – δικό του – μυστικό ζωής, το οποίο κρύβεται σε κάτι στο οποίο, δυνητικά, όλοι μπορούμε μια μέρα να φτάσουμε. Αρκεί να το θέλουμε.
*Γεννήθηκα στη Χαριλάου, στη Θεσσαλονίκη, δίπλα στο γήπεδο του Άρη. Το σπίτι μου ήταν απέναντι από το καμπαναριό της Οσίας Ξένης. Οδός Αντωνίου Δανιόλου 65. Όταν άρχισα να περπατάω, έβγαινα στον δρόμο όπου δεν είχαμε ακόμα άσφαλτο, ήταν χώμα. Τον χειμώνα με τη βροχή, γινόταν λάσπη. Όταν παίζαμε μπάλα, «εστίες» ήταν δύο δέντρα που είχαμε. Κάθε που γύριζα σπίτι, ήμουν από πάνω ως κάτω μέσα στη λάσπη. Αυτή η μυρωδιά της γης, μού έμαθε να έχω στέρεα βήματα στη ζωή μου αλλά και να ίπτταμαι, γιατί αυτά τα δέντρα τα είχαμε και σαν κρυψώνες όταν παίζαμε κρυφτό. Ήμουν από τους λίγους που σκαρφάλωνα τόσο ψηλά και πραγματικά ένιωθα σαν πουλί που πετάει.
Η επιτυχία είναι πολύ πιο δύσκολα διαχειρίσιμη. Από την αποτυχία μαθαίνεις κατευθείαν, αλλά από την επιτυχία πρέπει να μάθεις άλλα μεγέθη. Να διαχειρίζεσαι τα μεγέθη. Με λίγα λόγια, να μην πάθεις δόξα.