Ένα φθινοπωρινό πρωινό, από αυτά που διατηρούν ένα νοσταλγικό, γλυκό φως, επισκέφθηκα τη Βαλέρια Τάραντο στο διαμέρισμά της στο Κολωνάκι. Με υποδέχθηκε με απλότητα και ανεπιτήδευτα κομψό και μοντέρνο look. Μου πρόσφερε καφέ και σπιτικό κέικ με κολοκύθι και καρύδια –συνταγή που απολαμβάνει κάθε πρωί. Καθίσαμε στο σαλόνι της και ξεκινήσαμε τη συζήτησή μας, μια ενδιαφέρουσα κουβέντα για τη μόδα, τις γυναίκες σε ηγετικές θέσεις, την καθημερινότητά τους και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν. Όσο την άκουγα να μιλά με πάθος και σιγουριά, συνειδητοποιούσα τη μοναδική της ικανότητα να εξισορροπεί με άνεση τις απαιτήσεις της πολυάσχολης ζωής της. Η Βαλέρια Τάραντο, η οποία εργάστηκε στο παρελθόν στον οίκο Alexander McQueen και στο Gucci Group, αλλά και ως εμπορική διευθύντρια στα attica, παραδέχεται ότι αντλεί δύναμη μέσα από την ίδια την ταχύτητα της καθημερινότητάς της. Δεν βρίσκει απλώς ισορροπία στο χάος, το αποδέχεται, το αγκαλιάζει και το μετατρέπει σε πηγή έμπνευσης και προσωπικής ανάπτυξης.
Ποιο ήταν το κίνητρο που σας οδήγησε στην επιστροφή σας στην Ελλάδα και ποια διαφορά βλέπετε στο επιχειρηματικό κλίμα εδώ σε σχέση με του εξωτερικού;
Από τότε που γύρισα, είναι σαν να έχω κάνει non-stop crisis management. Έξω οι εταιρείες είναι πιο οργανωμένες, διαθέτουν μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη και –πολύ βασικό– δεν έχουν περάσει κρίση. Όταν ήρθα στην Ελλάδα, τον Μάιο του 2010, ξεκινούσε η μείζων κρίση. Χρεοκοπούσαν όλοι οι προμηθευτές και χρωστούσαν στις εταιρείες, που θέλησαν να φύγουν. Σε πολλές περιπτώσεις, χρειάστηκε να βγάλω το φίδι από την τρύπα. Μετά ήρθε το 2015 με τα capital controls. Πάνω που χτίσαμε την εμπιστοσύνη και φέρναμε brands, έπρεπε πάλι να τους πω «δεν μπορώ να σας πληρώσω». Τα ξεχνάμε όμως όλα αυτά. Είναι στη φύση του ανθρώπου, θέλει να προχωρά και να αφήνει πίσω τις δυσκολίες. Το 2018 ήταν η υπόθεση του Folli Follie, που ήταν κατά 32% μέτοχος του attica, και έπρεπε πάλι να εξηγώ στους ξένους. Και μετά ήρθε ο COVID…
Θα μας μιλήσετε για το τωρινό σας project;