Η λέξη που την γοητεύει, είναι η ανατροφοδότηση. Βασική λέξη στην υποκριτική. Αυτή τη λέξη την κάνει πράξη και σε όλη της τη ζωή για να ρουφάει γνώσεις, εμπειρίες, ρόλους και το απαραίτητο “οξυγόνο” της, το θέατρο. Αρχικά έδωσε πανελλαδικές χωρίς να ξέρει τι θέλει να γίνει, η αγάπη της για το διάβασμα και το γράψιμο την οδήγησαν στο τμήμα Επικοινωνίας & ΜΜΕ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο γιατί γοητευόταν από την ιδέα να γίνει ταξιδιωτική ρεπόρτερ. Όμως όλα όσα έκανε παράλληλα με τις σπουδές της, οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια στο θέατρο. Όταν το κατάλαβε, άρχισε να σμιλεύει τον εαυτό της και να ποτίζει τον σπόρο με γνώσεις: Εθνικό Θέατρο, πανεπιστημιακές θεατρικές σπουδές, σεμινάρια σκηνοθεσίας, δημιουργικής γραφής, θέατρο για παιδιά. Και δεν σταματάει… Με πρωταγωνιστικούς ρόλους, όχι σε μία αλλά σε δύο αγαπημένες σειρές, «Το Ναυάγιο» (που βλέπουμε από Κυριακή έως Τετάρτη στις 22:50 στο MEGA), και την «Παραλία», φέτος είναι η χρονιά της. Όχι μόνον για να τη γνωρίσουμε καλύτερα αλλά γιατί της δίνεται η ευκαιρία να κάνει αυτό που ξέρει καλά: μια βουτιά στους ρόλους που ενσαρκώνει.
Θα μας συστήσετε στην Ελενίτσα;
Η Ελενίτσα είναι μία γυναίκα του 1967, σύζυγος του Μιχαήλ Αργυράκη, (σ.σ. του Θάνου Λέκκα) φροντιστική, σεβαστική, η οποία πιάνει δουλειά καθότι υπάρχει οικονομική ανάγκη πλέον για να συντρέξει την οικογένειά της. Στην αρχή προσδιορίζεται με την ιδιότητα της συζύγου, όπως γυναίκες της εποχής, γιατί είναι μία γυναίκα που επαληθεύει πολλά από αυτά που φανταζόμαστε ως στερεότυπα της εποχής, αλλά ταυτόχρονα είναι και αρκετά σύγχρονη για την εποχή της και νομίζω ότι εκπροσωπεί αυτό το πέρασμα στην επόμενη γενιά γυναικών. Ενώ είναι πολύ δυναμική, θεωρείται και γλωσσού, δεν υποβιβάζει ποτέ κανέναν από αυτούς με τους οποίους μιλάει, ειδικά τον σύζυγό της και ξέρει να κρατάει ισορροπίες.
Πού συναντιέστε με την Ελενίτσα;
Η λογική του «έλα να συναντηθούμε σε ένα σημείο έξω από εμάς που θα είναι και το σημείο ισορροπίας μεταξύ μας», που εκπροσωπεί η Ελενίτσα, είναι κάτι που το προσπαθώ στη ζωή μου. Διεκδικεί τη γνώμη της, διεκδικεί τη θέση της στην οικογένεια, και σε κάθε σχέση, και αυτό επίσης μου αρέσει και μου ταιριάζει. Ως χαρακτήρας εκείνης της εποχής έχει αυτή τη σύγχρονη χροιά και σκέφτομαι κάθε φορά πώς είναι η Ελένη και τι μπορώ να φέρω εγώ μέσα σε αυτή τη σκηνή για να… συναντηθούμε.
«Το Ναυάγιο» παράλληλα με την κυρίως ιστορία θέτει και άλλα θέματα. Όπως τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία του 1967. Σε τι επίπεδο είστε ευαισθητοποιημένη σε εκείνο που συνέβαινε τότε και σ’ αυτό που συμβαίνει σήμερα σε σχέση με την ισότητα των φύλων;
Προσπαθώ να έχω συναίσθηση ιστορικά του τι έχει συμβεί. Είναι πολύ ευτυχές το ότι ιδιαιτέρως αυτά τα χρόνια, έχει ανοίξει πραγματικά ένας διάλογος μετά το παγκόσμιο κίνημα του Metoo και έχουμε και κάποια χρόνια φεμινιστικού κινήματος. Όμως μπροστά στη πορεία των γυναικών στους αιώνες όπου η γυναίκα είχε μία πολύ συγκεκριμένη υποδεέστερη θέση, η διαδικασία για τη διεκδίκηση της ισότητας, των δικαιωμάτων μας και της αντιστροφής στερεοτύπων και δομών, χρειάζεται πολλή δουλειά. Είμαι σκεπτική για το αν θα υπάρξει ποτέ ισότητα. Γιατί αντιστοίχως όλα τα φύλα – κοινωνικά και βιολογικά- θα διεκδικούν αυτόν τον ζωτικό χώρο με ερείσματα κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά.
Εσείς, σε τι οικογένεια έχετε μεγαλώσει;
Εγώ προέρχομαι από μια οικογένεια, στην οποία η μητέρα μου με τον πατέρα μου είχαν πάντα πολύ ισότιμη σχέση σε τέτοιο σημείο που συνειδητοποίησα αργά ότι δεν μεγάλωσα σε μία αντιπροσωπευτική ελληνική οικογένεια και κρίνοντας από τα δικά μου βιώματα, έπεσα από τα σύννεφα με όλη αυτή τη βία που έρχεται τόσο απροκάλυπτα στην επιφάνεια. Το ελπιδοφόρο είναι ότι η γενιά που εκπροσωπούμε εμείς, είναι αλλιώς. Το βλέπω και σε σχέση με τους φίλους μου που έχουν γίνει νεαροί γονείς. Μοιράζονται δουλειές, μοιράζονται έγνοιες, μοιράζονται διεκδικήσεις. Ενδιαφέρονται από κοινού για το πώς θα μεγαλώσουν ένα παιδί. Και νομίζω ότι κάπως έτσι ήταν και η γενιά των γονιών μας που είναι αυτή η περιβόητη γενιά του Πολυτεχνείου. Στο σπίτι μου ήταν ένας αυτοματισμός ότι δεν υπήρχε διάκριση ανάμεσα σε μένα και τον αδελφό μου όταν επρόκειτο για υποχρεώσεις και δικαιώματα. Ούτε στο πώς θα λύσουμε τους τσακωμούς.
Πού μεγαλώσατε;
Μεγάλωσα στο Αγρίνιο, δηλαδή μέχρι τα 18 μου, που έφυγα να σπουδάσω στη Αθήνα. Οι γονείς μου είναι καθηγητές μέσης εκπαίδευσης. Αυτό σημαίνει κοινά ωράρια με τα παιδιά, τρώμε όλοι μαζί το μεσημέρι, κοινά σαββατοκύριακα, κοινές διακοπές, χρόνος κοινός για να μάς διαβάσουν και έγνοια για γνωσιακά ερεθίσματα. Μεγάλωσα με καλοκαίρια σε κάμπινγκ, κοντά στη φύση σ’ ένα απομονωμένο εξοχικό στο βουνό όπου έχουμε περάσει τρελές μοναξιές με πολλά βιβλία και πολλή ανατροφοδότηση σε σχέση με τα βιβλία, κάτι που ανέπτυξε τη φαντασία και την αγάπη για τη μυθοπλασία. Αυτό που κατάλαβα εκ των υστέρων, ότι μου έλειψε είναι η συστηματική ενασχόλησή μου με τον αθλητισμό. Γιατί είχα ξεκινήσει αθλήματα και τα άφηνα. Νομίζω ότι θα με συγκροτούσε περισσότερο. Θα είχα περισσότερη αυτοπειθαρχία και προγραμματισμό.
Σπουδάσατε στο Πάντειο Επικοινωνία & ΜΜΕ, όμως γίνατε ηθοποιός. Νιώσατε να περιορίζεται αυτή η απόφασή σας από το οικογενειακό σας περιβάλλον;
Σε γενικές γραμμές, με άφησαν να κάνω ό,τι θέλω στο μηχανογραφικό μου. Έπιανα νομική στις Πανελλαδικές γιατί ήμουν καλή μαθήτρια. Υπήρχε όμως μια βραδιά στην ταράτσα των θείων μου εδώ στην Αθήνα όπου είχα έρθει να δώσω ξένη γλώσσα, ως ειδικό μάθημα όπου ξεκίνησε μία κουβέντα με όλη την οικογένεια: «Βρε παιδί μου, βάλε παιδαγωγικά. Είστε η γενιά που θα διοριστείτε αμέσως, είναι ωραία κατεύθυνση σαν πρώτες σπουδές». Εγώ δεν ήθελα με τίποτα γιατί νόμιζα ότι προσπαθούσαν να με στρέψουν στο επάγγελμα που έκαναν οι γονείς μου. Ενώ μου άρεσε που οι γονείς μου ήταν παιδαγωγοί, εγώ ήθελα μια ανοιχτή ως προς τις γνώσεις, σχολή. Διάλεξα τα ΜΜΕ επειδή μου άρεσε να γράφω. Αγαπούσα πολύ τα ταξιδιωτικά ρεπορτάζ και φαντασιωνόμουν ότι θα ταξιδεύω και θα κάνω ρεπορτάζ και παρόλο που η μητέρα μου είχε συναίσθηση του πόσο υπερφίαλο ήταν αυτό, με άφησε να το φαντασιώνομαι (γέλια).
Ποια ήταν η στιγμή που αποφασίζετε ότι θέλετε να γίνετε ηθοποιός;
Αυτό το συνειδητοποιούσα σιγά- σιγά. Καταρχάς δήλωσα Αθήνα, και όχι Θεσσαλονίκη προφανώς για την θεατρική ζωή για να βλέπω θέατρο. Από την πρώτη μέρα που ήρθα στην Αθήνα, έβλεπα φουλ θέατρο, ταινίες και διάβασα όλον τον Άμλετ και μετά από δύο-τρεις μήνες γράφτηκα στην θεατρική ομάδα του Παντείου που το έτρεχε ο Ανδρεάδης με την Κίττυ Αρσένη. Ενώ σπούδαζα, ήμουν επίσης σε ομάδες κινηματογράφου και φωτογραφίας και ενώ έκανα τόσα πράγματα, δεν είχα «διαβάσει» τα σημάδια ότι όλα με προόριζαν για αυτό που είμαι. Και πάω για Erasmus στο Παρίσι για να σπουδάσω πολιτιστική διαχείριση και να δω τι μεταπτυχιακό θέλω να κάνω και φυσικά βλέπω θέατρο και στο Παρίσι. Και τότε έκανα τις εξής σκέψεις: «Και αν θέλω να μείνω στο Παρίσι και θελήσω να κάνω θέατρο, πώς θα το κάνω στα γαλλικά; Δύσκολη η γλώσσα». Είχε μπει ήδη το σποράκι της υποσυνείδητης επιλογής μου. Γιατί στην πραγματικότητα μέσα μου, ήθελα να επιστρέψω για να σπουδάσω θέατρο στην Ελλάδα. Ακριβώς επειδή αυτό ήθελα να γίνω. Τον επόμενο χρόνο έκανα πρακτική, σε μία εταιρεία διανομής ταινιών όπου έγραφα περιλήψεις ταινιών και κριτικές. Μία συμφοιτήτρια με ειδοποίησε ότι είχε έρθει ένα φοβερό σεμινάριο της Άρατζινς Κάιφε για τον Μπέκετ που είχε μία ώρα προθεσμία για να στείλω τη συμμετοχή μου. Τα παρατάω όλα και εγγράφομαι. Μόλις τελείωσα τη σχολή στην Πάντειο, πήγα πια στους γονείς μου συνειδητοποιημένα και τους λέω ότι ήθελα να σπουδάσω θέατρο και φυσικά οι γονείς μου ως εκπαιδευτικοί και υπέρμαχοι της γνώσης μού έδωσαν το ΟΚ.
Και σήμερα οι γονείς σας πώς αισθάνονται που σας βλέπουν στην τηλεόραση;
Πάρα πολύ χαρούμενοι. Πέρασαν την αγωνία, τα χρόνια που έκανα μόνον θέατρο γιατί το παιδί τους τον μισό χρόνο δουλεύει, το άλλο μισό δεν δουλεύει, τα λεφτά που παίρνουμε στο θέατρο είναι πολύ λίγα και είναι πολύ δύσκολη η επιβίωση του Έλληνα ηθοποιού αν στηρίζεται μόνο στο θέατρο. Τώρα κάπως το απολαμβάνουν, με έχουν και μέσα στο σπίτι τους. Δηλαδή, ανοίγουν την τηλεόραση και με βλέπουν κάθε βράδυ στο σαλόνι τους. Με νιώθουν και πιο κοντά τους. Ενώ στο θέατρο θα μ’ είχαν δει μία φορά τον χρόνο, άντε δύο.
Τι σας έμαθε η υποκριτική;
Η όλη θεατρική διαδικασία είναι εξαιρετικά αποκαλυπτική για τον εαυτό μου. Με έχει διαμορφώσει αδιανόητα. Νομίζω ότι μετά την οικογένεια, τις σπουδές η διαδικασία της υποκριτικής με έκανε να αντιληφθώ τον εαυτό μου αλλιώς: Κατανόησα το νευρικό μου σύστημα, ήρθα σε επαφή με το σώμα μου, βρήκα εκτόνωση στην καταπιεσμένη μου φαντασία, ανέπτυξα την ομαδικότητα, βρήκα τις εκφράσεις μου, ανέπτυξα τα αντανακλαστικά, καταλαβαίνω καλύτερα τους άλλους ανθρώπους. Στην υποκριτική υπάρχει η ανατροφοδότηση. Αυτή είναι η δουλειά μας. Να δοκιμάζεις κάτι, να τροφοδοτείς, να βρεις τον τρόπο να το επικοινωνήσεις και να δεις τι θα πάρεις από τον άλλο. Το κάλεσμα της υποκριτικής είναι ένα αδιανόητο δούναι και λαβείν που δεν ξέρω αν υπάρχει σε άλλο επάγγελμα.
Ξεκίνησα ψυχοθεραπεία όταν συνειδητοποίησα ότι το πώς υπάρχεις για τον άλλον, σημαίνει πώς υπάρχεις για τον εαυτό σου. Έτσι πήρα την ευθύνη του εαυτού μου και σ’ αυτό το επίπεδο.
Πολλοί ηθοποιοί κάνουν ψυχοθεραπεία. Εσείς;
Η ψυχοθεραπεία εκτός από δώρο, πρέπει και να συνταγογραφείται. Στη δική μας δουλειά είναι εργαλείο. Εγώ το σκεφτόμουν πολλά χρόνια όσο ήμουν στις δραματικές σχολές και όταν ξεκίνησα να εργάζομαι στο θέατρο, αυτό που με κινητοποίησε ήταν ένας χωρισμός μου από μία σχέση στην οποία αντιλήφθηκα τον τρόπο που λειτουργούσα και αισθάνθηκα ότι θέλω να περάσω στο επόμενο στάδιο συναισθηματικής ωριμότητας. Ο σύντροφός μου τότε περνούσε μία πάρα πολύ δύσκολη κατάσταση και ήταν κατακερματισμένος. Σε μία τέτοια συνθήκη, εγώ θα έπρεπε να έχω μια άλλη συγκρότηση, να νιώθω ολόκληρη για να μπορώ να βοηθήσω στον κατακερματισμό του συντρόφου μου. Ήμασταν πιο μικροί βέβαια τότε. Όμως συνειδητοποίησα ότι το πώς υπάρχεις για τον άλλον σημαίνει πώς υπάρχεις για τον εαυτό σου. Έτσι πήρα την ευθύνη του εαυτού μου και σ’ αυτό το επίπεδο.
Σ’ αυτόν τον πολύ γοητευτικό και δύσκολο χώρο που επιλέξατε, σας έχουν συμβεί περιστατικά σαν αυτά που ανέδειξε το metoo στον χώρο σας;
Ήμουν τυχερή και ευγνώμων γιατί στη δουλειά μου δεν μου έχει τύχει η παρενόχληση. Μου έχει τύχει- και αυτό είναι επίσης σπουδαίο να ειπωθεί δημόσια- σκηνοθέτης που με στρέσαρε τόσο πολύ με πράγματα που ξεφεύγουν πλέον από την υποκριτική. Ένιωσε την εξουσία να μιλάει πάρα πολύ προσωπικά, να μιλάει για μένα για το πώς είμαι σαν σύστημα και να υπάρχει μια φοβερή σύγχυση στο ποια είμαι και αν δεν θα τα καταφέρω ως ηθοποιός λόγω ταλέντου ή επειδή είμαι αυτός ο άνθρωπος που περιγράφει. Αυτό συμβαίνει συνεχώς στο χώρο μας. Παίζουμε σε αυτή τη λεπτή γραμμή όπου σε κάθε παρατήρηση μπορεί να υπάρχει κατάχρηση της θέσης αλλά και άγνοια σε πάρα πολλούς σκηνοθέτες στο πώς θα ζητήσουν κάτι, στο πώς θα διαχειριστούν τα δικά τους άγχη ή τις δικές τους ανεπάρκειες ενώ βρίσκονται σε θέση εξουσίας και σε σχέση εξάρτησης. Έτσι, εννοείται ότι έχω βιώσει κακοποιητική συμπεριφορά και νομίζω ότι είναι πολύ λίγοι οι τυχεροί άνθρωποι, που σε καμία δουλειά τους δεν έχουν βιώσει αυτό το στρες και αυτή την εκτόνωση και τις συγκρούσεις προς όλες τις κατευθύνσεις, που μπορεί να δημιουργηθούν μέσα σε μια πρόβα. Όμως ότι μπορούμε να το πούμε πλέον δυνατά και καθαρά, ότι «από αυτή τη θέση που είσαι, νιώθω την κακοποιητική σου συμπεριφορά και έχω δικαίωμα να το βιώνω έτσι», αυτό είναι κέρδος.
Μου έχει τύχει- σκηνοθέτης που με στρέσαρε τόσο πολύ με πράγματα που ξεφεύγουν πλέον από την υποκριτική. Ένιωσε την εξουσία να μιλάει για μένα ως σύστημα με αποτέλεσμα να έχω μια φοβερή σύγχυση στο αν δεν θα τα καταφέρω ως ηθοποιός λόγω ταλέντου ή επειδή είμαι αυτός ο άνθρωπος που περιγράφει.
Αυτό το κέρδος ήρθε από το metoo;
Υπάρχει ένας άλλος «συναγερμός» πλέον για τέτοιες συμπεριφορές στους ηθοποιούς, στους σκηνοθέτες, στους παραγωγούς. Είναι πολύ υποστηρικτικό και προστατευτικό να ξέρεις ότι μπορείς να μιλήσεις. Να ξέρεις ότι έχεις τη δυνατότητα να μιλήσεις. Αλλά ας μη γελιόμαστε, δεν πιστεύω ότι έχουν αλλάξει τόσο πολύ τα πράγματα από τη στιγμή που αυτές οι σχέσεις είναι επαγγελματικές σχέσεις εξάρτησης, άρα είναι και σχέσεις εξουσίας. Δεν πιστεύω δηλαδή ότι έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου που οι ηθοποιοί θα οριοθετούνται και δεν θα επιτρέπουν συμπεριφορές ή ότι θα μπορούν να διεκδικήσουν ανά πάσα στιγμή το δίκαιο για τον εαυτό τους, στο μέτρο που ευαγγελιζόμαστε το metoo. Σίγουρα όμως, είμαστε σε πολύ καλύτερο επίπεδο.
Πώς βλέπετε τον εαυτό σας στα επόμενα 5 χρόνια;
Θα ήθελα να συν- σκηνοθετήσω ένα documentary theater, επάνω σε μία έρευνα που κάναμε αλλά και να έχω καταφέρει να συνδυάσω τη δημιουργική ανάγνωση με το θεατρικό παιχνίδι, να έχω βρει έναν τρόπο να το δώσω σε μερικά παιδιά και σε μερικές οικογένειες, χωρίς όμως να σταματήσω την υποκριτική.
Θα ήθελα να κλείσουμε τη συνέντευξη όπως την αρχίσαμε: με την Ελενίτσα. Υπάρχει μία ατάκα της που για σας βρίσκεται στον πυρήνα αυτού που εσείς θαυμάζετε σ’ αυτόν τον ρόλο;
Ναι, φυσικά! Παρόλο που ο άντρας της όταν του ζήτησε ο Βασίλης να στείλει την Ελενίτσα για οικιακή βοηθό στην Στέλλα, επειδή την έχει ανάγκη, ο σύζυγός της Μιχάλης λέει ότι «εγώ δεν θέλω η Ελενίτσα να πάει σε αυτό το σπίτι» και η Ελενίτσα που άκουγε πίσω από την πόρτα έτοιμη να τους φέρει τους καφέδες, παίρνει μόνη της την απόφαση για τον εαυτό της, συμπεριλαμβάνοντας όμως έξυπνα και τον σύζυγό της. Παίρνει λοιπόν την τσαντούλα της, φοράει το παλτό της και λέει: «Τι συζητάμε παιδιά; Είναι ή δεν είναι μόνη της, και έγκυος η γυναίκα; Έλα Βασίλη πάμε. Έτσι θα την αφήσουμε τη Στέλλα;».