Ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια για να βγω στην επιφάνεια του «βυθού» του Νέου Ακάδημου όπου είχα μόλις παρακολουθήσει τη «Φάλαινα», στο μυαλό μου αναβόσβηναν τα λόγια του 47χρονου πρωταγωνιστή και σκηνοθέτη της παράστασης, Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη, από τη συζήτηση που είχαμε νωρίτερα εκείνο το Σάββατο το μεσημέρι. «Όταν μάθεις να σε συγχωρείς, με έναν τρόπο, σίγουρα θα αναγνωρίσεις καθρεφτίσματα του εαυτού σου στους υπόλοιπους».
Στην είσοδο – έξοδο του θεάτρου, δίπλα στην αφίσα της παράστασης κοντοστάθηκα, δίνοντας έτσι στον εαυτό μου μερικά δευτερόλεπτα να ανασυνταχθεί από τα κύματα συγκινησιακής φόρτισης στα οποία είχαν παραδοθεί χωρίς αντιστάσεις σχεδόν άπαντες στην «πλατεία» λίγο πριν το φινάλε και το παρατεταμένο χειροκρότημα. «Η Φάλαινα», έγραφε η αφίσα, «Μια ιστορία κάθαρσης, αυτογνωσίας και συγχώρεσης». Όπως περίπου, σκέφτηκα, και η ιστορία του ίδιου του πρωταγωνιστή, του Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη που στην παράσταση υποδύεται τον «Τσάρλι» με την υπερμεγέθη μπλούζα. Καθετί που είχαμε συζητήσει νωρίτερα, στο πλαίσιο της συνέντευξης για το ΒΗΜΑ/GRACE, συνειδητοποιούσα ότι ακολουθούσε μια τροχιά παράλληλη προς την ιστορία της «Φάλαινας» αλλά και προς τις ιστορίες πολλών άλλων ανθρώπων. Όλων μας.
Μιλώντας «Σε πρώτο Ενικό», ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης διασχίζει ξανά, κολυμπώντας με τη σιγουριά του ενήλικου πια, την κυματώδη θάλασσα των παιδικών του χρόνων για να μας περιγράψει πώς έφτασε να γίνει ένας έφηβος ανήσυχος και ποια εφόδια είχε μαζί του στο ταξίδι της ζωής από την οικογένειά του. Πλέον θυμάται γελώντας τα πειράγματα στο σχολείο για το μακροσκελές και ξεχωριστό ονοματεπώνυμό του, όμως σοβαρεύει όταν μιλάμε για τη «Φάλαινα» και τα μαθήματα που ευελπιστεί να αφήσει σε όσους την δουν. «"Η Φάλαινα" ελπίζω να μάθει σε όλους μας να σταματήσουμε να κρίνουμε τους ανθρώπους», λέει ενώ, παράλληλα, εξηγεί πώς ήταν για εκείνον η εμπειρία της σκηνοθεσίας του εαυτού του. «Ένα μυστικό για να πάει καλά μια συνεργασία είναι να αφήνεις το εγώ σου απ’ έξω», αναφέρει σε άλλο σημείο της κουβέντας μας, λίγο πριν πιάσουμε τα πιο «βαριά» υπαρξιακά ζητήματα, για τα οποία ο ίδιος μοιάζει να έχει έτοιμες, δουλεμένες, απαντήσεις στο κεφάλι του καθώς, κάθε φορά, απαντά με τέτοια βεβαιότητα και αίσθηση αυτογνωσίας που δείχνει να έχει σίγουρα διαβεί κάποιους κάβους «κάθαρσης», «αυτογνωσίας» και «συγχώρεσης» μέσα από τα δικά του βιώματα, πολύ πριν υποδυθεί στο σανίδι τον «Τσάρλι».
Λίγο πριν το τέλος της συζήτησής μας, ειπώθηκαν ίσως τα πιο σπουδαία: πώς διαχειρίζεται την αγάπη που εισπράττει από τον κόσμο, πώς αντιμετωπίζει τα δύσκολα, ποιες είναι οι «ένοχες απολαύσεις» του, ποιες αξίες πρέπει να έχει κάποιος για να του επιτρέψει να κινείται κοντά του, τι πιστεύει για το χρήμα και τον έρωτα, τι τον εμπνέει, πόσο τον απασχολεί η υστεροφημία του, ποιο είναι το συμπέρασμα που έχει βγάλει από την 47χρονη διαδρομή του και, κυρίως, χωρίς τι δεν μπορεί να φανταστεί τη ζωή στον πλανήτη Γη; Με λίγα λόγια, όλα όσα έχει καταλάβει ως «Τσάρλι» και ως Πυγμαλίων, εξερευνώντας με θάρρος τον ωκεανό της ζωής του.
*Οι πρώτες μου αναμνήσεις είναι από όταν ήμουν τεσσάρων χρονών που χώρισαν οι γονείς μου και έπρεπε να παίρνω το αεροπλάνο μόνος και να πηγαίνω από την Αθήνα στο Μάντσεστερ. Πολλές φορές ήταν πτήση με ανταπόκριση και είχε μεγάλες καθυστερήσεις στο ενδιάμεσο με αποτέλεσμα ένα ταξίδι που τώρα κρατά τρεισήμισι ώρες, τότε να διαρκεί οχτώ ή εννιά. Βεβαίως συνοδευόμουν από την υπεύθυνη εταιρεία κάθε φορά για τα ασυνόδευτα παιδιά. Αυτό το πήγαινε – έλα κράτησε μέχρι τα 19. Αλλά όταν ο ένας γονιός είναι εκτός Ελλάδας, δεν γίνεται αλλιώς.