Λίγο νωρίτερα το πρωί άκουγα τον Πρόεδρο Ενωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων, Δημοσθένη Πάκο, στην εκπομπή «Συνδέσεις» της ΕΡΤ. Με δυο λόγια νιώθει πως η κοινή γνώμη αδικεί την αστυνομία και πως ό,τι και να γίνει τα ρίχνουμε σε εκείνους. Και πως αποκαθήλωσαν τον Διοικητή και «τι μ’ αυτό;». Δεν θα μπω σε ανάλυση, έχουν γραφτεί τα πάντα. Και προφανώς δεν ήταν ένα λάθος του Διοικητή κύριε Πάκο. Συμβολική είναι η αποκαθήλωση. Και προφανώς δεν φταίνε όλοι οι αστυνομικοί, κύριε Πάκο για τα κακώς κείμενα.
Όμως, όταν η σεξιστική, φαλλοκρατική κοινωνία μας που αντικατοπτρίζεται στο σώμα σας σημαίνει ΜΗ προστασία. Το αντίθετο από το Υπουργείο στο οποίο ανήκετε δηλαδή. Και μεταξύ μας, «σσς μην μας ακούσει κανείς», είμαι σίγουρη πως τα παλληκαράκια στα αστυνομικά τμήματα θα γελάνε και λίγο όταν κλείνει ένα τηλέφωνο μιας φοβισμένης γυναίκας. Ούτε θέλω να φανταστώ πως θα αντιδρούσαν αν μια κουκλάρα, με κοντή φούστα και ψηλά τακούνια μπει σε ένα αστυνομικό τμήμα και πει ότι την παρενοχλεί κάποιος. Για πες; Πώς θα αντιδράσουν; Μεταξύ μας πάντα.
Από τη γνωστή μου, μια μαρτυρία-σοκ που τα λέει όλα.
H άλλη πλευρά
«Γιωργάκη δεν θα το ξανακάνεις, ε;» του είπε το όργανο. Δέκα λεπτά νωρίτερα μας είχε βρει τον ένα στα χέρια του άλλου. Όχι αγκαλιά. Μου έσφιγγε τον λαιμό με το ένα του μπράτσο του, το γνωστό κεφαλοκλείδωμα, και με το άλλο κρατούσε ένα μαχαίρι στο λαιμό μου. Με είχε κόψει λίγο επιδερμικά, σαν να ξεφλούδιζα από τον ήλιο αλλά δεν έτρεχε αίμα.
Αφού τον έπεισαν να με αφήσει και να τους ακολουθήσει στην κουζίνα «να συζητήσουν» έκατσα σε μια καρέκλα. Αμίλητη, για 5, 10, 30 λεπτά δεν ξέρω είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου. Νομίζω ένα από τα δυο όργανα ξαναήρθε στο δωμάτιο και με ρώτησε αν είμαι καλά. Του έδειξα το σημάδι. Μου απάντησε «καλά δεν θα σου έκανε τίποτα αφού τον ξέρεις». Και εσύ πού το ξέρεις;
Όλοι μας ήξεραν στο αστυνομικό τμήμα. Υπήρχαν φορές που τους καλούσαμε καθημερινά. Ούτε ένα χιλιόμετρο απόσταση δεν ήταν το τμήμα από το σπίτι μας. Πολλές φορές περιμέναμε και 45 λεπτά να έρθει το περιπολικό. Αν είχε καταφέρει να διαφύγει κάποιος από την οικογένεια για να κάνει το τηλεφώνημα. Υπήρχαν φορές που δεν τα κατάφερνε κανείς. Αν δεν καλούσαμε εμείς, δεν καλούσε κανείς γείτονας. Μας άκουγαν, ήξεραν τι γίνεται αλλά δεν έλεγαν κουβέντα. Στις πρώτες φωνές, η μητέρα μου έτρεχε να κλείσει τα παράθυρα. Αυτή ήταν η προτεραιότητα, να μην γίνουμε ρεζίλι στη γειτονιά.
Κάποια στιγμή άλλαξε ο διοικητής και ήρθε ένας πιο ζόρικος. Φούσκωνε σαν το παγώνι όταν άκουγε το «διοικητής», προσπαθούσε να προσθέσει πόντους στο χαμηλό του μπόι. Έκδηλος ο εκνευρισμός του κάθε φορά που καταλήγαμε στο τμήμα. Ένα βράδυ κάλεσα 2-3 φορές και παρακαλούσα να περάσει κάποιος από το σπίτι. Άρπαξε το τηλέφωνο ο διοικητής και μου λέει «μα συνέχεια μαζί σας θα ασχολούμαστε;». Σχεδόν μου το έκλεισε στα μούτρα. Δίκιο είχε. Αισθανόμουν ντροπή κάθε φορά που καλούσα. «Περιορίσαμε τις κλήσεις μετά από αυτό στις απολύτως απαραίτητες». Πώς ξέρεις ποια κλήση είναι η απαραίτητη;