Μέχρι πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια στα περίπτερα έβρισκες ό,τι σχεδόν μπορεί να χρειαζόσουν, μέρα ή νύχτα. Από ασπιρίνες μέχρι κορδόνια και βερνίκια παπουτσιών. Από νυχοκόπτες μέχρι ονειροκρίτες. Σκέψου τι θα διέθετε εκείνο το περίπτερο στα Χαυτεία, δυό βήματα από την Πλατεία Ομονοίας, για να έχει γίνει τόσο ξακουστό. «Μινιόν το έλεγαν εξαρχής!», θυμόταν η μάνα μου. «Κάθε φορά που περνούσα από εκεί είχε μεγαλώσει. Είχε απλωθεί κι άλλο στο πεζοδρόμιο…».
Ο ιδιοκτήτης του, ο Γιάννης Γεωργακάς, ενσάρκωνε το ελληνικό όνειρο, το οποίο στις αρχές του 20ού αιώνα δεν διέφερε πολύ από το αμερικανικό. Φτωχόπαιδο, μοναχογιός με έξι αδελφές από την Πελοπόννησο, ανέβηκε στην πρωτεύουσα και ρίχτηκε στο μεροκάματο. Μπακαλόγατος, παραγιός σε πρατήριο τσιγάρων ως και βοηθός παπατζή. Διδάχθηκε στην πράξη τα μυστικά της πιάτσας. Τελείωσε το νυχτερινό σχολείο, γράφτηκε στη Φιλοσοφική, πολέμησε στην Αλβανία το ’40. Έστυβε προφανώς την πέτρα. Και ήταν γεννημένος επιχειρηματίας.
Παλιά οι πραματευτές ήταν κάτι πλανόδιοι, περιπετειώδεις τύποι, ιδιαιτέρως ερωτύλοι, άμα πιστέψουμε τον ποιητή Ιωάννη Γρυπάρη μα και τον Νίκο Ξυλούρη. «Κουβαρίστρες, βελονάκια, ψιλολόγια ένα σωρό, πήρα δρόμους και σοκάκια την αγάπη μου να βρω…». Στη συνέχεια απέκτησαν στέγη. Σε κάθε επαρχιακή πλατεία ξεφύτρωσε ένα «Λίγο Απ’ Όλα», ένα κατάστημα γενικού εμπορίου. Η Αθήνα, ωστόσο, είχε το 1934 οκτακόσιες χιλιάδες πληθυσμό. Πώς θα την άλωνε, εμπορικά, ένας περιπτεράς από χωριό;
Λίγο μετά τη λήξη του Εμφυλίου, ο Γεωργακάς μετακινήθηκε από το κιόσκι στο παρακείμενο κτίριο, στη δεξιά όχθη της Πατησίων. Είχε πλέον στη διάθεσή του βιτρίνες, πάγκους, ράφια. Μπορούσε πλέον να αγοράζει σε τιμές χονδρικής σε μεγάλες ποσότητες και να πουλάει σε λιανικής, σε δελεαστικές τιμές.