Αγαπημένε μου μικρέ ξανθέ μπόμπιρα Παναγιώτη, σου γράφω αυτό το γράμμα για να σε ευχαριστήσω για όλα αυτά για τα οποία νόμιζα πως δεν θα σε ευχαριστούσα ποτέ. Που ήσουν άτακτος, περίεργος, ονειροπόλος, ανοριοθέτητος, επαναστάτης. Δεν ήσουν ποτέ το καλό παιδί και μεγάλωσες νομίζοντας ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, ότι ήσουν λάθος επειδή δεν χωρούσες σε κανένα καλούπι. Όσο κι αν ήθελαν οι άλλοι να σε βάλουν, εσύ έβρισκες πάντα τρόπο να δραπετεύεις.
Σου γράφω αυτό το γράμμα γιατί νιώθω βαθιά ευγνωμοσύνη και απεριόριστη χαρά για σένα. Θέλω να σου πω ένα μεγάλο ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου για μια εμπειρία που άλλαξε όλη μου τη ζωή.
Ήταν καλοκαίρι και έκανα διακοπές στο σπίτι της γιαγιάς Χαρίκλειας στην Αρόη Πατρών. Η γιαγιά Χαρίκλεια ήταν ο άνθρωπος που με έβαζε τα βράδια να ακούω θέατρο από το ραδιόφωνο και πάντα μου εξηγούσε την ιστορία του έργου και με παρακινούσε να φαντάζομαι τους ρόλους και να μπαίνω σε ιστορίες, να μπαίνω σε χαρακτήρες. Όμως αυτό που πιστεύω ότι σφράγισε –καθόρισε μάλλον– τη ζωή μου ήταν ένα απόγευμα που μου είπε «σήμερα θα πάμε να δούμε Καραγκιόζη».
Κοντά στο σπίτι της γιαγιάς Χαρίκλειας στην Πλατεία Μαρούδα υπήρχε ένα θέατρο σκιών. Ο σπουδαίος Σπαθάρης ήταν ο καραγκιοζοπαίχτης, κι εγώ θυμάμαι ένα υπέροχο καλοκαιρινό θέατρο σκιών όπου τα άνθη της λεμονιάς μοσχοβολούσαν και αγκάλιαζαν το άρωμα του νυχτολούλουδου. Φορούσα ένα κοντό παντελονάκι και πρέπει να ήμουν 5-6 χρονών. Κάθισα λοιπόν στο ανοιχτό εκείνο θέατρο σκιών, η γιαγιά μού πήρε παγωτό και ήμουν τόσο χαρούμενος όταν ξαφνικά άρχισε η παράσταση. Μαγεύτηκα βλέποντας όλες αυτές τις φιγούρες του Καραγκιόζη: τον Πασά, τον Μέγα Αλέξανδρο, τον Μορφονιό, το Καταραμένο Φίδι, τον Μπαρμπα-Γιώργο, τον Κοπρίτη, τον Χατζηαβάτη, τον Βελιγκέκα, τη Βεζυροπούλα και τόσους άλλους.