Η λέξη «θάρρος» τον χαρακτηρίζει: θαρραλέα μιλά και ζει, θαρραλέα κάνει κριτική στον εαυτό του, θαρραλέα απολαμβάνει. Είναι ο πιο περίπλοκος, γήινος και συνάμα ουράνιος τύπος που μπορείς να γνωρίσεις, ένας μαέστρος στη σκηνή, ένας φύλακας αγαπημένων στη ζωή. Ένας μοναδικά ευαίσθητος άνθρωπος και ένας μοναδικά ευαίσθητος καλλιτέχνης.
Ποιος ήταν ο ρόλος της ζωής σας;
Ο ρόλος του Τομ στο «Γυάλινο Κόσμο» άλλαξε και τη μέσα μου ζωή και την πραγματικότητά μου, σε ένα έργο που είχε τρομερή επιτυχία και, αν δεν είχε γίνει ο σεισμός του ’99, ίσως θα παιζόταν ακόμη. Από αυτό το έργο πήρα δύναμη και το ευγνωμονώ γιατί μου άνοιξε διάπλατα όλες τις πόρτες του επαγγέλματος – τηλεόραση, σινεμά, θέατρο. Εξίσου αγαπημένο και ιδιαίτερα σημαντικό για μένα έργο είναι ο «Πρίγκιπας του Χόμπουργκ» του Χάινριχ φον Κλάιστ. Ακόμα και σήμερα, δεν μπορώ να το ξεπεράσω. Εκεί μου δημιουργήθηκε μια μεγάλη ενοχή καθώς θεωρώ ότι με την ερμηνεία μου κατέστρεψα το ρόλο. Όποτε το θυμάμαι, στενοχωριέμαι. Θα ήθελα να γύριζε ο χρόνος πίσω για να το ξαναδοκιμάσω, αλλά πολύ φοβάμαι ότι θα έκανα πάλι το ίδιο, οπότε δεν έχει νόημα. Αυτό που λέω είναι κάτι πολύ προσωπικό. Οι ρόλοι είναι μια αναμέτρηση. Δεν μένει κάτι από αυτούς, ακόμα κι αν τους έχεις υπηρετήσεις καλά. Όπως είχε πει ο Χορν, το θέατρο είναι μια θνησιγενής τέχνη. Το έκανες; Πέθανε. Το θέμα είναι αν παίρνεις δύναμη από αυτό που έχεις κάνει. Δεν πήρα δύναμη λοιπόν τότε, όμως έμαθα ότι δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίσω ξανά ρόλο με αυτό τον τρόπο – γιατί το σημαντικό είναι το πώς αντιμετωπίζεις τον τρόπο με τον οποίο σε επηρεάζει ένα έργο και το να καταφέρεις να πας εκεί όπου σου ζητά. Τόσο ζωντανό είναι το θέατρο για μένα. Κάθε ρόλος είναι μια δυνατότητα, μια ευκαιρία, το σπουδαίο είναι αυτό που θέλει από σένα. Το ρόλο στο «Γυάλινο Κόσμο» τον έκανα με πολύ δόσιμο, πολύ κρύψιμο και, ασφαλώς, πολύ ψέμα χωρίς να το ξέρω. Τότε μου έλειπε ακόμη η εμπειρία της ζωής. Το ψέμα δεν το λέω για κακό: συχνά είναι απαραίτητο και αναγκαίο για να βρεις κάτι και έχει σημασία η ποιότητά του. Εξάλλου δεν υπάρχει το «είμαι αληθινός», υπάρχει το «είμαι σε ανάγκη, είμαι σε ψάξιμο», υπάρχει το «είμαι involved», δηλαδή «είμαι μέσα σε μια διαδικασία».
Τι είναι το σημαντικότερο σε μια θεατρική συνεργασία;
Κοινή όρεξη, κοινή επιθυμία, κοινό γούστο.
Όταν είστε πάνω στη σκηνή, πώς νιώθετε τον παλμό του κοινού και πώς θυμάστε να σας έχει επηρεάσει;
Βέβαια, με επηρεάζει πολύ το κοινό. Όταν η ενέργειά του είναι κλειστή και δύσπιστη, το καταλαβαίνεις. Είναι όπως όταν συναντάς έναν άνθρωπο: η ενέργεια ρέει, ακόμα και αρνητική να είναι. Άλλες φορές, μπορεί να είναι όλα ήρεμα και δημιουργικά από μόνα τους και, κάποιες άλλες, να πρέπει εσύ να κάνεις τα πάντα για να ανέβεις πάνω από έναν τοίχο, που κι αυτός είναι μια ενέργεια. Δεν φταίει κανείς. Μπορεί ο κόσμος να είναι κουρασμένος, κάποιοι να έχουν μαλώσει στο σπίτι τους, να συμβαίνει το οτιδήποτε. Το κοινό είναι η μόνη διαδικασία του θεάτρου, δεν υπάρχει έργο από μόνο του, εκείνο καθορίζει τα πάντα. Μια παράσταση μπορεί να γίνει καλύτερη ή χειρότερη μόνο από τους θεατές. Εξαρτάται βέβαια και από τους ηθοποιούς, σε σχέση με το πώς θα αντιδράσουν σε αυτό που λαμβάνουν από τον κόσμο. Αν ένας ηθοποιός θυμώσει από την κακή ενέργεια που δέχεται, τότε όλα έχουν τελειώσει. Πρέπει να μπορεί να το διαχειρίζεται, να διαθέτει πολλή ψυχραιμία, να έχει κάνει πολλή δουλειά. Γι’ αυτό, το θέατρο έχει πολλά ζητούμενα, δεν είναι «βγαίνω και κάνω σόου». Τουλάχιστον εγώ έτσι το βλέπω. Μιλάμε βέβαια για το θέατρο του ρεπερτορίου, για πνευματικές και ψυχικές διαδικασίες. Ωστόσο και το σταριλίκι είναι μέρος του θεάτρου. Το ένα δεν αποκλείει το άλλο, το θέμα είναι η δοσολογία.
Πώς είστε ως θεατής;
Προσέρχομαι πάντα με την ελπίδα να νιώσω κάτι, να συνδεθώ με κάτι, να ξεχαστώ κάπως, και είμαι τελείως «χαζός», δεν παριστάνω αυτόν που τα ξέρει όλα. Υπάρχουν βέβαια παραστάσεις οι οποίες είναι τόσο προφανώς απλοϊκές που θυμώνω. Όταν όμως βλέπω ότι κάποιοι άνθρωποι πηγαίνουν σε ένα δρόμο που μου δημιουργεί ενδιαφέρον για αυτό που κάνουν, τότε δεν το συζητώ. Γιατί η ιστορία είναι πάντα αυτή: αν ο δρόμος που ακολουθεί μια παράσταση θα σε πάρει μαζί του. Και είναι πολύ δύσκολο αυτό, να κλειδώσεις εσύ σε μια ιστορία και να αναγκάσεις το θεατή να κλειδώσει κι εκείνος επειδή κλειδώθηκες εσύ, όπως είχε πει ο Λευτέρης Βογιατζής. Το καλό θέατρο δεν είναι εύκολο να συμβεί, αλλά, αν συμβεί, είναι συγκλονιστικό, δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα. Εγώ το έχω δει να συμβαίνει σε παραστάσεις του Λευτέρη Βογιατζή, σε μια παράσταση του Βασίλη Παπαβασιλείου, στον Τόμας Οστερμάγιερ, στον Κριστόφ Βαρλικόφσκι… Τότε λες «θέλω κι εγώ να προσπαθήσω να ζω λίγο πιο όμορφα, να κάνω τη ζωή μου να μην είναι τόσο χυδαία» – γιατί η πραγματικότητα συνολικά έχει μια χυδαιότητα μέσα στο χρόνο στον οποίο απλώνεται. Για μένα, θέατρο ίσον χρόνος. Στις δύο ώρες μιας παράστασης, μία στιγμή φτάνει για να ομορφύνει τη ζωή σου. Και στη ζωή γίνεται αυτό, αλλά εκεί ο χρόνος είναι τεράστιος, υπάρχει αυτό το άπλωμα. Το θέατρο κάνει σημαντικά τα πράγματα επειδή τα συμπυκνώνει. Φέτος είδα την παράσταση του Μπινιάρη «Όρνιθες» του Αριστοφάνη και ζω με αυτήν πολλές στιγμές της ημέρας. Θυμάμαι συναισθήματα, εικόνες, την ομορφιά και την ελπίδα που μου άφησε στην ψυχή.
Τι μπορείτε να εντοπίσετε ότι άλλαξε πολύ με τα χρόνια;
Ότι η αναγκαιότητα να ευχαριστηθώ είναι σε βαθμό κακουργήματος. Δεν το διαπραγματεύομαι πια. Επίσης, δεν πείθω πλέον τον εαυτό μου με ψευτιές, δεν αιθεροβατώ, δεν είμαι μάταια ρομαντικός, είμαι ένας άνθρωπος που ελπίζει ότι αυτό το πράγμα μπορεί να κάνει τη ζωή μου λίγο πιο ενδιαφέρουσα.
Υπάρχει ένας ρόλος που έχετε ονειρευτεί ή ένα έργο όπου θα θέλατε να παίξετε;
Όχι. Έχω διαβάσει πάρα πολλά έργα και δεν έχω σκεφτεί ποτέ να τα παίξω. Ούτε, όταν βλέπω έναν ηθοποιό να ερμηνεύει ένα ρόλο που θα ταίριαζε και σε μένα, λέω ότι θα ήθελα να τον παίξω κι εγώ. Είμαι μόνο ευτυχισμένος για αυτό που νιώθω παρακολουθώντας τον.
*Φέτος ο Νίκος Κουρής θα συνεχίσει να πρωταγωνιστεί στο «ΙQ 160» του Star.