Ο Μάνος Χατζιδάκις έβλεπε το τραγούδι σαν πράξη ερωτική

Ο Μάνος Χατζιδάκις έβλεπε το τραγούδι σαν πράξη ερωτική 1

Με αφορμή την 99η επέτειο της γέννησής του, ένα αφιέρωμα στον «Μεγάλο Ερωτικό», που καθοδήγησε την πολιτιστική ταυτότητα της Ελλάδας προς νέες κατευθύνσεις.

ΑΠΟ ΣΙΝΤΥ ΧΑΤΖΗ

Στις 23 Οκτωβρίου, θα ήταν τα 99α γενέθλια του Μάνου Χατζιδάκι, μίας από τις σημαντικότερες μορφές της σύγχρονης ελληνικής μουσικής και πολιτιστικής σκηνής. Ο Χατζιδάκις, με το πολυσχιδές έργο του, άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στην τέχνη, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς.

Πρωτοπόρος στη σύνθεση και βαθιά στοχαστικός στις απόψεις του, κατάφερε να γεφυρώσει την ελληνική, λαϊκή παράδοση με τις ευρωπαϊκές μουσικές τάσεις, ενώ παρέμεινε πάντα πιστός στις δικές του αρχές, αποφεύγοντας τις ευκολίες της εποχής. Από τα παιδικά του χρόνια μέχρι την διεθνή του καταξίωση και την πολυσήμαντη πολιτική του στάση, ο Μάνος Χατζιδάκις δεν ήταν μόνο ένας σπουδαίος συνθέτης, αλλά κι ένας άνθρωπος που καθοδήγησε την πολιτιστική ταυτότητα της Ελλάδας προς νέες κατευθύνσεις.

Ο Μάνος Χατζιδάκις έβλεπε το τραγούδι σαν πράξη ερωτική 2

Παιδικά χρόνια

Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 1925 στην Ξάνθη, σε μια οικογένεια με ευρύ πολιτιστικό υπόβαθρο. Ο πατέρας του ήταν νομικός σύμβουλος σε καπνοβιομηχανίες. Το πάθος του για τη μουσική το κληρονόμησε από τη μητέρα του. Όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα το 1938, η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα, και από τότε ο Μάνος άρχισε να αναπτύσσει τις μουσικές του ικανότητες. Σε ηλικία μόλις τεσσάρων ετών, άρχισε να μαθαίνει πιάνο, ενώ στα επόμενα χρόνια έπαιζε επίσης βιολί και ακορντεόν.

Παράλληλα με τη μουσική του εκπαίδευση, ο Χατζιδάκις ενδιαφέρθηκε για τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία και την ποίηση, επηρεασμένος από τις μορφές του Καβάφη και του Ελύτη. Η παιδική του ηλικία και η πρώιμη νεότητά του χαρακτηρίστηκαν από έντονη καλλιτεχνική περιέργεια, κάτι που διαμόρφωσε την κατοπινή του πορεία.

Πρώτες δημιουργίες

Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με άλλους καλλιτέχνες και διανοούμενους, ηλικιακά μεγαλύτερους από αυτόν, μεταξύ των οποίων ήταν οι ποιητές Νίκος Γκάτσος, Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Άγγελος Σικελιανός και ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης. Κατά την τελευταία περίοδο της Κατοχής συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές της Ε.Π.Ο.Ν., όπου γνώρισε τον Μίκη Θεοδωράκη, με τον οποίον σύντομα ανέπτυξε ισχυρή φιλία.

Το 1944, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ξεκίνησε να συνεργάζεται με το Εθνικό Θέατρο σε ηλικία μόλις 19 ετών, γράφοντας μουσική για θεατρικές παραστάσεις. Εκεί γνωρίστηκε με την σπουδαία ηθοποιό Κατίνα Παξινού, με την οποία ανέπτυξε ισχυρή φιλία. Η θεατρική του καριέρα ξεκίνησε να αναπτύσσεται γρήγορα και απέκτησε φήμη ως συνθέτης που έφερε νέα πνοή στο ελληνικό θέατρο. Το 1946 αρχίζει να γράφει μουσική για τον κινηματογράφο, με την ταινία «Αδούλωτοι Σκλάβοι» που σκηνοθέτησε ο Βίων Παπαμιχάλης με πρωταγωνίστρια, σε πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση, την Έλλη Λαμπέτη.

Οι πρώτες συνθέσεις του Χατζιδάκι ήταν για παραστάσεις του Καρόλου Κουν, το 1948. Η μουσική του για το θέατρο είχε ως κύριο χαρακτηριστικό την έντονη χρήση παραδοσιακών ελληνικών ρυθμών και μελωδιών, συνδυασμένων με σύγχρονα στοιχεία της ευρωπαϊκής μουσικής.

Ο σταθμός του ρεμπέτικου και η επίδρασή του

Το 1949, ο 23χρονος τότε Μάνος Χατζιδάκις έδωσε μια ιστορική διάλεξη για το ρεμπέτικο τραγούδι, μια μουσική φόρμα που εκείνη την εποχή θεωρείτο υποδεέστερη και περιθωριακή. Ο Χατζιδάκις, όντας από τους πρώτους που το μελέτησαν ανθρωπολογία, υποστήριξε ότι το ρεμπέτικο ήταν η αληθινή λαϊκή μουσική της Ελλάδας και συνέβαλε στη γενικότερη αποδοχή του. Αυτή η προσέγγιση προκάλεσε μεγάλη αίσθηση και ξεκίνησε έναν διάλογο γύρω από την αξία του λαϊκού τραγουδιού. Μετά τη διάλεξη ακολούθησε συναυλία με τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου.

Αν και ο Χατζιδάκις αργότερα διαφοροποιήθηκε από την καθαρά λαϊκή μουσική, συνέχισε να υποστηρίζει πως η λαϊκή μουσική θα έπρεπε να ενσωματώνεται σε πιο λόγιες φόρμες και να αναδεικνύει την πλούσια παράδοση της ελληνικής κουλτούρας.

Η μεγάλη καταξίωση

Στις αρχές τις δεκαετίας του '50, η αείμνηστη Μαρίκα Κοτοπούλη ανέθεσε στον Χατζιδάκι τη σύνθεση της μουσικής για τις «Χοηφόρους» (1950) από την «Ορέστεια» του Αισχύλου. Η συνεργασία αυτή ήταν η απαρχή της ενασχόλησης του Χατζιδάκι με το αρχαίο δράμα («Μήδεια», «Κύκλωψ», «Βάκχες», «Εκκλησιάζουσες», «Λυσιστράτη», «Όρνιθες»). Το 1950 ο Χατζιδάκις συνεργάστηκε με τον Άγγελο Σικελιανό προκειμένου να συνθέσει τη μουσική για την τελευταία τραγωδία του ποιητή «Ο θάνατος του Διγενή».

Αλλά η μεγάλη καταξίωση ξεκινά από το 1955. Ο Χατζιδάκις συνθέτει ασταμάτητα για το θέατρο και τον κινηματογράφο, όπου γνώρισε μεγάλη δημοφιλία με ταινίες όπως η Στέλλα του Μιχάλη Κακογιάννη, το Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο του Αλέκου Σακελάριου και Ο δράκος του Νίκου Κούνδουρου.

Το 1959 πήρε το πρώτο βραβείο στο Α΄ Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού του Ε.Ι.Ρ. για το τραγούδι «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου», που ερμήνευσε η Νάνα Μούσχουρη. Την επόμενη χρονιά θα ξανακέρδιζε το βραβείο για δύο τραγούδια του: το «Κυπαρισσάκι» και την «Τιμωρία», πάλι με τη Νάνα Μούσχουρη. Απέσπασε το βραβείο για τη μουσική του στο Ποτάμι του Νίκου Κούνδουρου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης.

Την ίδια περίοδο, έγραψε «Τα παιδιά του Πειραιά» για το Ποτέ την Κυριακή  και συνέθεσε μουσική για τα θεατρικά έργα «Ευρυδίκη» του Jean Anouilh, «Το γλυκό πουλί της νιότης» του Tennessee Williams, «Ο θάνατος του Διγενή» του Άγγελου Σικελιανού, «Η τύχη της Μαρούλας» του Δημητρίου Κορομηλά και για πολλές ταινίες. Ανάμεσά τους οι: Μανταλένα, Η Αλίκη στο ναυτικό, Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος, Η κυρία δήμαρχος, Το κλωτσοσκούφι, Ραντεβού στην Κέρκυρα κ.ά.

Διεθνής καριέρα και Όσκαρ

Το 1960, η διεθνής αναγνώριση του Μάνου Χατζιδάκι έφτασε στο αποκορύφωμά της με τη βράβευση του με Όσκαρ για το τραγούδι "Τα παιδιά του Πειραιά" από την ταινία Ποτέ την Κυριακή του Jules Dassin. Ωστόσο, δεν παρέστη στην τελετή απονομής και το αγαλματίδιο του εστάλη αργότερα ταχυδρομικώς στην Ελλάδα. «Για μένα το Όσκαρ δεν αποτελεί στεφάνωμα μιας σταδιοδρομίας αλλά το αληθινό μου ξεκίνημα. Μπορεί ένα απλό τραγούδι να μου έφερε το Όσκαρ. Οι φιλοδοξίες μου όμως και οι υποχρεώσεις μου δεν σταματούν σε αυτό…», θα πει αργότερα. «Τα παιδιά του Πειραιά» έφεραν στην Ελλάδα το δεύτερο Όσκαρ, δεκαπέντε χρόνια μετά την Κατίνα Παξινού και το δικό της Όσκαρ για την ερμηνεία της στην ταινία Για ποιον χτυπά η καμπάνα.

Η επιτυχία αυτή τον έκανε παγκοσμίως γνωστό, και του έδωσε την ευκαιρία να συνθέσει μουσική και για άλλες διεθνείς παραγωγές. Το συγκεκριμένο τραγούδι έγινε σύμβολο της μεταπολεμικής Ελλάδας και ακουγόταν παντού στον κόσμο.

Μπορεί η καριέρα του να ήταν στο απόγειό της, ωστόσο, ο Χατζιδάκις εκείνη την περίοδο είχε χρέη στην εφορία και γι' αυτό επέλεξε να παραμείνει στην Αμερική μετά το Όσκαρ. Έζησε εκεί για 6 χρόνια και συνέθεσε μουσική για παραστάσεις μπαλέτου αλλά και για τον κινηματογράφο. Το 1966 ανεβαίνει στο Μπρόντγουεϊ η θεατρική διασκευή του Ποτέ την Κυριακή, με τίτλο Ίλια Ντάρλινγκ. Το έργο του άρχισε να συνδυάζει περισσότερες επιρροές από την αμερικανική τζαζ, την ποπ αλλά και την ροκ, παρόλαυτά διατηρούσε πάντα τον ελληνικό πυρήνα του.

Η επιστροφή στην Ελλάδα και το ωριμότερο έργο του

Η επιστροφή του στην Αθήνα το 1972 σηματοδοτεί την πιο ώριμη καλλιτεχνική του περίοδο. Εκείνη τη χρονιά ολοκληρώνει την ηχογράφηση του εμβληματικού κύκλου τραγουδιών «Ο Μεγάλος Ερωτικός».

Το διάστημα 1975-1982 συμπίπτει με αυτό που ο Χατζιδάκις σκωπτικά αποκαλούσε «υπαλληλική περίοδο» της ζωής του. Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή τον διόρισε διευθυντή της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, διευθυντή του κρατικού ραδιοσταθμού Τρίτο Πρόγραμμα και αναπληρωτή γενικό διευθυντή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Η λαμπρή θητεία του στο Τρίτο Πρόγραμμα (1975-1982) αποτελεί μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς στην ελληνική ραδιοφωνία για την υψηλή ποιότητα και την ποικιλία των εκπομπών, αλλά και των πολιτιστικών εκδηλώσεων που διοργανώθηκαν στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις.

Η προσωπική του ζωή και οι πολιτικές του θέσεις

Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν ένας άνθρωπος με έντονες και δημόσιες απόψεις, όχι μόνο για την τέχνη, αλλά και για την πολιτική και την κοινωνία. Ήταν ανοιχτά αντιδικτατορικός κατά τη διάρκεια της χούντας των συνταγματαρχών, και πολλές από τις απόψεις του τον έβαλαν σε αντιπαράθεση με την εξουσία. Μετά την πτώση της χούντας, τοποθετήθηκε σε διάφορες σημαντικές θέσεις στο ελληνικό πολιτιστικό τοπίο, όπως καλλιτεχνικός διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος της ΕΡΤ.

Σχετικά με τα πιστεύω του θα πει: «Είμαι δημοκράτης αστόςουμανιστής και αναθεωρητής της δεξιάς. Ποτέ δεν υπήρξα αντικομμουνιστήςΕγώ περιέχω και τον αριστερό. Ο αριστερός όμως δεν με περιέχει.»

Ο θετός του γιος θα πει: «Ο Χατζιδάκις δεν ήταν δεξιός, έτσι δήλωναν οι άλλοι. Τόσα χρόνια μετά, ξέρουμε όλοι την αιτία. Δεν θα μπορούσε να 'χει αποφύγει όλο αυτόν τον μεταπολεμικό διπολισμό, ο οποίος είχε ρίζες στον εμφύλιο. Ο ίδιος διεκδικούσε ελεύθερη σκέψη και δράση και σ' έναν μεγάλο βαθμό το πέτυχε. Ήθελε να είναι ένας ελεύθερος πολίτης κι ήξερε πως δεν ήταν εύκολο αυτό. Οι απόψεις και οι ιδέες του ήταν ανατρεπτικές, όχι όμως με την έννοια της αναρχίας όπως την εκλαμβάνου­με σήμερα, μιας κατάστασης «χύμα» που τα καίει και τα διαλύει όλα. Πίστευε στην ανατροπή οποιουδήποτε συντηρητικού, δογματικού και υποκριτικού στοιχείου».

Στην προσωπική του ζωή, ο Χατζιδάκις κρατούσε χαμηλό προφίλ για τα προσωπικά του θέματα. Πολλοί αναφέρουν ότι ήταν μοναχικός άνθρωπος, με βαθύτατα συναισθήματα και σχέσεις που κρατούσε μακριά από τη δημοσιότητα. Η σεξουαλικότητά του ήταν θέμα που ποτέ δεν έκρυψε, αν και δεν συζητούσε συχνά δημόσια.

Η λαϊκή κουλτούρα στο προσκήνιο

Η αισθητική του Χατζιδάκι ήταν μοναδική και ξεχώριζε από τις σύγχρονες του τάσεις. Ήταν υποστηρικτής της «καθαρής» μουσικής, που απέφευγε τις υπερβολές και τη φλυαρία, και πίστευε στη διατήρηση της αίσθησης του μέτρου και της αρμονίας. Είχε βαθιά αγάπη για την ελληνική παράδοση, αλλά πάντα την πάντρευε με τη διεθνή μουσική σκηνή, δημιουργώντας έναν ήχο που ήταν τόσο ελληνικός όσο και παγκόσμιος.

Όσον αφορά το λαϊκό τραγούδι, είχε μια πολύπλοκη σχέση μαζί του. Δε ξεχνούσε πως εκείνος ήταν αστός κι άρα απλώς παρατηρητής του λαϊκού.

«Και για να εξηγηθούμε, όταν λέω κάτι λαϊκό δεν το εννοώ και για τον Λαό. Κατά σύμπτωση, ο Λαός κάθε άλλο παρά λαϊκός είναι. Τα μπουζούκια, οι μπαγλαμάδες και οι ζουρνάδες είναι η συνήθειά του. Εμένα μ΄ ενδιαφέρουν εκείνες οι λίγες, οι μοναδικές του στιγμές που ζει, χωρίς καλά-καλά να καταλαβαίνει, την αλήθεια του. Είναι οι στιγμές που είναι σκέτα άνθρωπος, χωρίς τη βία του Χρόνου, χωρίς την αγωνία του Χώρου, χωρίς τη φθορά της Τάξης του» σχολίασε ο ίδιος.

Παρότι στήριξε το ρεμπέτικο και τις λαϊκές φόρμες στις αρχές της καριέρας του, αργότερα απομακρύνθηκε από αυτές, θεωρώντας ότι το λαϊκό τραγούδι είχε αρχίσει να αλλοιώνεται. Ήταν επικριτικός απέναντι στη μουσική βιομηχανία, που συχνά χαρακτήριζε ως «βιοτεχνία».

Τα τελευταία χρόνια ενός τεράστιου συνθέτη

Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Μάνος Χατζιδάκις συνέχισε να δημιουργεί και να παρεμβαίνει στον δημόσιο διάλογο για την τέχνη και την πολιτική. Το 1985 ίδρυσε την Ορχήστρα των Χρωμάτων, μια προσπάθεια να αναδείξει νέους καλλιτέχνες και να προωθήσει τη σύγχρονη μουσική. Παράλληλα, το έργο του συνέχισε να επηρεάζει γενιές καλλιτεχνών και να αποτελεί σημείο αναφοράς για τη σύγχρονη ελληνική μουσική σκηνή.

Ο Μάνος Χατζιδάκις έβλεπε το τραγούδι σαν πράξη ερωτική 3

Ο Μάνος Χατζιδάκις πέθανε στις 15 Ιουνίου 1994, αφήνοντας πίσω του μια τεράστια κληρονομιά που συνεχίζει να επηρεάζει την ελληνική μουσική και το πολιτιστικό τοπίο της χώρας. Η επιρροή του στον τρόπο, με τον οποίο οι Έλληνες αντιλαμβάνονται την τέχνη, την κουλτούρα και την πολιτική, παραμένει μέχρι σήμερα ζωντανή. Για εκείνον το τραγούδι δεν ήταν μέσο έκφρασης αλλά πράξη ερωτική.  

«Πιστεύω», θα έγραφε «στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων κι όχι σ' αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας».

SHARE THE STORY