ΤΟ ΒΗΜΑ logo

Γιώργος Σεφέρης: Η θυελλώδης σχέση με τη Μαρώ και η ιστορική διάκριση που έφερε το πρώτο Νόμπελ σε Έλληνα

Γιώργος Σεφέρης: Η θυελλώδης σχέση με τη Μαρώ και η ιστορική διάκριση που έφερε το πρώτο Νόμπελ σε Έλληνα 1

Ο Γεώργιος Σεφεριάδης έφυγε από τη ζωή στις 20 Σεπτεμβρίου του 1971. Υπήρξε ο πρώτος Έλληνας Νομπελίστας, διπλωμάτης και ένας από τους πιο επιδραστικούς μοντέρνους ποιητές.

ΑΠΟ GRACE TEAM

H ζωή του Γιώργου Σεφέρη δεν περιορίζεται σε ένα άρθρο και μερικές γραμμές. Το έργο του παραμένει σπουδαίο και επίκαιρο μέχρι σήμερα, ενώ ακόμη και τώρα η θυελλώδης σχέση με την Μαρώ Ζάννου, όπως επίσης και οι ερωτικές τους επιστολές, αποτελούν σημείο αναφοράς.

Οι σπουδές του ξεκίνησαν στη Σμύρνη, το 1914 όμως μετακομίζει με την οικογένειά του στην Αθήνα, και το 1918 ολοκληρώνει τις σπουδές του στη Νομική Αθηνών. Ακολουθεί η Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, από την οποία αποφοίτησε με διδακτορικό το 1924. Αυτά τα χρόνια θα είναι καθοριστικά για το έργο που θα αφήσει πίσω του, αφού επηρεάζεται έντονα από τους Γάλλους ποιητές και το κίνημα του μοντερνισμού.

Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1926, όπου διορίζεται υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών, αρχίζοντας έτσι μια λαμπρή καριέρα στο διπλωματικό σώμα, που κορυφώθηκε το 1957, με την τοποθέτησή του ως πρεσβευτή της Ελλάδας στη Μεγάλη Βρετανία. Παρέμεινε στο Λονδίνο έως το 1962, όταν και συνταξιοδοτήθηκε.

Με την ποιητική συλλογή «Στροφή» το 1931, ο Σεφέρης θα εγκαινιάσει μια καινούργια εποχή για την ελληνική ποίηση. Ο Μοντερνισμός του Σεφέρη, παρατηρεί ο Γιώργος Θεοτοκάς, υπήρξε «ένας μοντερνισμός τολμηρός, αλλά που κρατούσε το νήμα της παράδοσης, με αίσθημα ευθύνης και με σεβασμό για τη γλώσσα».

Ο Γιώργος Σεφέρης ως ο πρώτος Έλληνας Νομπελίστας

Το πλούσιο ποιητικό και συγγραφικό του έργο θα αναγνωριστεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας τον Δεκέμβριο του 1963, από τη Σουηδική Ακαδημία. «Την προηγούμενη νύχτα δεν κοιμήθηκα από την αγωνία», θα εκμυστηρευτεί στους δημοσιογράφους, που έσπευσαν το πρωί στο σπίτι του σπουδαίου ποιητή.

 

Ο Γιώργος Σεφέρης, λίγες εβδομάδες μετά, μπροστά από τα μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας θα πει: "Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Σας παρακαλώ, να μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα-πρώτα από τον εαυτό μου. Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα και το φως του ήλιου".

«Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. O ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμη πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: «Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα» λέει ο Ηράκλειτος· «ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν» (μτφρ. «δεν πρέπει ο Ήλιος να ξεπερνάει το μέτρο· διαφορετικά, οι ίδιες οι Ερινύες θα προσφερθούν ως βοηθοί της Δικαιοσύνης»).

Ο λόγος που η Σουηδική Ακαδημία βράβευσε τον Σεφέρη με Νόμπελ είναι «για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες».

Σε αυτό το σημείο να σημειωθεί πως την ώρα που η Σουηδική Βασιλική Ακαδημία Επιστημών ανακοίνωνε ότι το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 1963 απονέμεται στον Γεώργιο Σεφέρη, ο 63χρονος τότε καταξιωμένος Έλληνας ποιητής, συγγραφέας και διπλωμάτης μάθαινε τα ευχάριστα νέα ξαπλωμένος στο κρεβάτι εξαιτίας της κρίσης έλκους που τον ταλαιπωρούσε.

Η ανάδειξή του μόνο εύκολη δεν ήταν. Διεκδικούσε για τρίτη φορά το Νόμπελ, αφού ήταν και πάλι υποψήφιος το 1955 και το 1961, προτεινόμενος από τον διάσημο Άγγλο ποιητή Τόμας Στερνς Έλιοτ.

Όντως επελέγη μεταξύ 80 υποψηφίων απ’ όλο τον κόσμο και, σύμφωνα με τα πρακτικά που έγιναν γνωστά μόλις το 2013, στην τελική ψηφοφορία επικράτησε ανάμεσα στον Άγγλο δοκιμιογράφο Ουίσταν Όντεν και τον Χιλιανό ποιητή Πάμπλο Νερούδα, που θα λάβει το βραβείο οκτώ χρόνια αργότερα.

Μαρώ Ζάννου και Γιώργος Σεφέρης

Ένας έρωτας για τον οποίο θα μιλάει ολόκληρη η Ελλάδα. Μία ημέρα μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς, δηλαδή στις 10 Απριλίου του 1941, παντρεύεται τη Μάρω Ζάννου, με την οποία δεν απέκτησε ποτέ παιδιά.

Στις 22 Απριλίου του ίδιου έτους, το ζεύγος ακολουθεί την ελληνική κυβέρνηση. Σταθμεύουν στην Κρήτη, στα Χανιά, όπου ο Σεφέρης εργάζεται ως γραμματέας του Νικολούδη και εποπτεύει την έκδοση του πρώτου Φύλλου της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως μετά την αποχώρηση της Ελληνικής Κυβέρνησης. Ακολουθεί μετάβαση στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή.

Έναν χρόνο πριν, τον Σεπτέμβριο του 1940 και όντας σε απόσταση από την Μαρώ, στέλνει ένα γράμμα, το οποίο μένει διαχρονικό μέχρι σήμερα.

Κυριακή πρωί. [29 Σεπτεμβρίου 1940]

«Μόλις τώρα πήρα το πρωινό μου και διάβασα το γράμμα σου. Ανάσανα που ξέρω πως έρχεσαι την Παρασκευή. Δεν ξέρεις πώς σε περιμένω. Γιατί αυτές τις τελευταίες μέρες σ’ έχω φριχτά επιθυμήσει. Τί τα θέλεις, σε στερήθηκα όλο το καλοκαίρι και γιατί ήσουν μακριά και γιατί ίσως, μ’ όλες αυτές τις ανόητες ιστορίες, κι όταν ήσουν ακόμα κοντά μου, δεν σε είχα όπως θα το ήθελα. – Όλο μου το σώμα πονεί από επιθυμία.

Σκέπτομαι πως μπορεί να σε κρατήσω γυμνή απάνω μου και όλα χάνουνται, όπου και να βρίσκομαι, ό,τι και να κάνω. Είναι αστείο κάποτε να βλέπω τον εαυτό μου σαν έναν υπνοβάτη ή σαν έναν τυφλό που σε ψάχνει με τις παλάμες απλωμένες και με τα μάτια κλειστά. Είμαι ελεεινά καυλωμένος, χρυσό, και δε σκέπτομαι τίποτε άλλο παρά πώς να σε γαμήσω ατέλειωτα μια ολόκληρη νύχτα».

Και δεν μπορώ να σου γράψω αλλιώς.

ΓΙΩΡΓΟΣ

[ΥΓ.] Γράψε μου δυο λόγια μόλις λάβεις το γράμμα. Και μην ξεχνάς να γράφεις σωστά τη διεύθυνσή μου.

Οι επιστολές που αντάλλαζε το ζευγάρι ήταν αμέτρητες.

Σε άλλο απόσπασμα από επιστολή του το 1930, γράφει προς την Μαρώ:

«Δώσε μου ό,τι έχεις και ό,τι μπορείς. Μα κατάλαβε επιτέλους ότι δε γυρεύω τίποτε άλλο. Σ’ αγαπώ. Δηλαδή θέλω, αυτό που είμαστε μαζί, να είναι ένα δικό μας πλάσμα – δικό μας κι ανεξάρτητο από μας, όχι μία κατάσταση – Πόσο καιρό θα ζούμε ακόμη με τη φαντασία; Πηγαίνω να πιστέψω πως το χειρότερο ελάττωμα μου είναι η υπομονή. Χωρίς εσένα έχω πάντα μία λόγχη στο πλευρό».

 

Τα τελευταία χρόνια ζωής του Γιώργου Σεφέρη

Τα τελευταία χρόνια ακολουθεί ακαδημαϊκή καριέρα, τον Απρίλιο του 1964 όπου αναγορεύεται σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, ενώ το καλοκαίρι του ίδιου έτους αναγορεύεται σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και τον Ιούνιο του 1965 επίτιμος διδάκτωρ του Πρίνστον. Το 1967 η δικτατορία των συνταγματαρχών κατέλυσε το Σύνταγμα στην Ελλάδα αναστέλλοντας τις ατομικές ελευθερίες.

Τον Σεπτέμβριο του 1965 αρνείται πρόταση του Πανεπιστημίου του Ιλινόι να μεταβεί εκεί το επόμενο έτος για να διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής. Τον Ιούλιο του 1967 προλογίζει την έκδοση των ποιημάτων του αδελφού του Άγγελου. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους προσκαλείται από το Ινστιτούτο Ανωτάτων Σπουδών στο Πρίνστον και αποδέχεται, ενώ καλείται να διδάξει και στην Έδρα Τσαρλς Έλιοτ Νόρτον για την Ποίηση του Χάρβαρντ για το ακαδημαϊκό έτος 1969-1970 αλλά απορρίπτει με επίσημη επιστολή του προς τον πρύτανη του ιδρύματος, κάτι που συνιστά την πρώτη ανοιχτή δήλωσή του κατά του καθεστώτος.

 

 

Το φθινόπωρο του 1968 μεταβαίνει στις Η.Π.Α και διαβάζει ποιήματά του στα Πανεπιστήμια Χάρβαρντ, Πρίνστον, Ρούτγκερς, Πίτσμπουργκ, Ουάσιγκτον, στην Χ.Α.Ν της Νέας Υόρκης. Στις 28 Μαρτίου 1969 ο Σεφέρης μίλησε για πρώτη φορά δημόσια εναντίον της Χούντας: μεταδόθηκε από την Ελληνική Υπηρεσία του BBC, το ραδιοφωνικό σταθμό του Παρισιού και την Ντόιτσε Βέλε. Γι' αυτό το λόγο του αφαιρέθηκε ο τίτλος του πρέσβη επί τιμή, καθώς και το δικαίωμα χρήσης διπλωματικού διαβατηρίου: στην τρισέλιδη επιστολή του Πιπινέλη προς τον Σεφέρη, αυτό δικαιολογείτο επειδή η Δήλωσή του είχε μεταδοθεί από τη σοβιετική ραδιοφωνία και άρα ήταν αντεθνική προπαγάνδα.

Τον Ιούλιο του 1970 εκδίδονται τα Δεκαοχτώ κείμενα μεταξύ των οποίων, πρώτο, το σεφερικό ποίημα Οι γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα. Στις 22 Ιουλίου 1971 εισήχθη στον Ευαγγελισμό με συμπτώματα έλκους, το οποίο τον ταλαιπωρούσε τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Πέθανε την Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Δύο μέρες αργότερα πραγματοποιήθηκε η κηδεία του, η οποία εξελίχθηκε σε σιωπηρή πορεία κατά της δικτατορίας.Μετά τον θάνατό του εκδόθηκε το προσωπικό του ημερολόγιο με τίτλο Μέρες… καθώς και το «Πολιτικό» του ημερολόγιο.

*Πηγή κεντρικής φωτογραφίας: @elenasdiary_blog

SHARE THE STORY

ΑΠΟΡΡΗΤΟ