Τον Φεβρουάριο του 1990 ο Νέλσον Μαντέλα βγαίνει από τη φυλακή, όπου είναι από το 1962, και ξαναβρίσκει τη γυναίκα του, Γουίνι. Η φωτογραφία τους, χέρι χέρι, κάνει τον γύρο του κόσμου. Συμβολίζει τη χώρα τους, την απελευθέρωσή της από το Απαρτχάιντ.
Ηδη χωρισμένος το 1955, ο Μαντέλα παντρεύεται τη δεύτερη σύζυγό του το 1958 και αποκτούν δύο παιδιά: «Με ενθουσίασε το πνεύμα της, το πάθος της, η νιότη της, το κουράγιο και η θέλησή της. Τα αισθάνθηκα όλα από την πρώτη στιγμή που την είδα». Η Γουίνι τον βοηθά, μαζεύει χρήματα για τον αγώνα: «Γνώριζα καλά ότι με το να τον παντρευτώ, “παντρεύομαι” και τον σκοπό του λαού μας». Παρά την επιτήρηση, παλεύουν διαρκώς για την ελευθερία -«είχα ελάχιστο χρόνο να τον αγαπήσω».
Στην επιστροφή του από το εξωτερικό το 1962, ο Μαντέλα συλλαμβάνεται και καταδικάζεται ισόβια. «Ενα κομμάτι της ψυχής μου έφυγε μαζί του», διηγείται εκείνη. Κάθε έξι μήνες διανύει 1.500 χιλιόμετρα για να τον δει πίσω από ένα τζάμι. Το 1976, συμμετέχει ενεργά στην επιχείρηση του Σοβέτο, όπου η αστυνομία χτυπάει παιδιά που διαδηλώνουν κατά της υποχρεωτικής χρήσης της γλώσσας των λευκών στα σχολεία. Η Γουίνι γίνεται η «μητέρα του έθνους».
Το 1982 ο Μαντέλα μεταφέρεται στο Καπ, όπου επιτρέπεται να βλέπονται μία φορά τον μήνα και αγγίζονται ύστερα από είκοσι χρόνια. Εκείνη όμως αρχίζει να χάνει το μέτρο. Νιώθει δυνατή, σκορπά τον πανικό στο Σοβέτο, πίνει πολύ, γίνεται βίαιη. Με την άνοδο στην εξουσία του Φρέντερικ ντε Κλερκ και την παγκόσμια κατακραυγή, ο Μαντέλα απελευθερώνεται. Μετά από ένα σύντομο διάστημα ευφορίας, οι δύο σύζυγοι ανακαλύπτουν ότι έχουν γίνει δύο ξένοι. Από το 1991 ζουν χωριστά -εν τω μεταξύ εκείνη καταδικάζεται σε φυλάκιση ως συνένοχη σε απόπειρα δολοφονίας- και το 1992 ανακοινώνουν επισήμως τον χωρισμό τους. Μετά το Νόμπελ Ειρήνης, το 1994, ο Μαντέλα τη χρίζει αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, αλλά σύντομα την παύει από τα καθήκοντά της. Το 1996 παίρνουν διαζύγιο κι αυτός κυκλοφορεί πια ελεύθερος με την Γκράσα Ματσέλ, χήρα του προέδρου της Μοζαμβίκης.