«Mεγάλωσα στο Κουκάκι και πήγα σχολείο στου Μακρυγιάννη.» είχε ξεκινήσει την αφήγηση της ζωής της η Μάρω Κοντού στο περιοδικό Life&Style και τον Πάνο Γιαννακόπουλο. «Έζησα πιεσμένα οικονομικά τότε, όπως και τώρα άλλωστε. Ήμασταν φτωχή οικογένεια, βλέπεις. Δουλεύαμε όλοι. Εγώ, η μητέρα μου κι η αδερφή μου. Δεν υπήρχε πατέρας. Ήμουν πολύ μικρή όταν πέθανε. Η μητέρα μου είχε σχεδόν και το ρόλο του πατέρα. Μου έλειψε ο μπαμπάς μου. Νομίζω πως ακόμα μου λείπει…
Δεν έχω καθόλου παιδικές αναμνήσεις. Ίσως επειδή στο σπίτι μου επικρατούσε πένθος. Μέχρι τα έξι μου, στο σπίτι μας υπήρχε μεγάλη δυστυχία. Μετά το θάνατο του πατέρα μου, η μητέρα μου έκανε ένα δεύτερο γάμο. Ήταν ένας εξαιρετικός κύριος, ναυτικός. Στους οκτώ μήνες, τορπίλισαν το πλοίο του και χάθηκε. Πάνω που πήγαινα να αρθρώσω ξανά τη λέξη «μπαμπά»…
Θυμάμαι τον εαυτό μου με τη σχολική ποδιά που φόρεσα στην πρώτη τάξη του δημοτικού. Στη γυμναστική, στα τεχνικά και στην έκθεση ήμουν αστέρι. Όμως, δεν ήμουν καθόλου καλή στα μαθηματικά. Αυτό σημαίνει ότι ποτέ δεν ήμουν καλή και με τα χρήματα!
Θυμάμαι έπαιζα κυρίως με τα αγόρια. Μάλλον ήμουν αγοροκόριτσο. Να καταλάβεις, ζητούσα από τη μαμά μου να μου αγοράσει ποδήλατο και vespa!
Ο χορός ήταν πάντα η μεγάλη μου αγάπη. Από μικρό παιδί χόρευα μπροστά στον καθρέφτη. Τότε, δεν υπήρχαν ούτε πολλές σχολές, αλλά ούτε και αρκετά χρήματα. Ξεκίνησα στη σχολή χορού Πράτσικα, στο τέρμα της Ομήρου, όταν ήμουν δεκατεσσάρων ετών, για πρακτικούς λόγους –πήρα απότομα μπόι και έσκυβα– αλλά όσο η μητέρα μου το έκανε μόνο με αυτή την αφορμή, τόσο ενθουσιασμένη ήμουν εγώ! Στα δεκαοκτώ μου πήρα υποτροφία, αλλά έπρεπε να πληρώνω το φαγητό μου και κάποια άλλα έξοδα, κι επειδή η μητέρα μου δεν είχε αυτά τα χρήματα, σταμάτησα.