Είναι αληθινή απόλαυση να συναντάς στη ζωή σου ανθρώπους σαν τη Μανουέλλα Παυλίδου – τα καλά της δουλειάς. Απόλαυση να ακούς και να ταξιδεύεις σε προσωπικότητες, ιστορικά γεγονότα, μέρη του κόσμου. Απόλαυση να βρίσκεσαι μπροστά σε συναντήσεις και στιγμές που άλλαξαν το ρου της ιστορίας, της δικής μας ιστορίας, χωρίς καν να συνειδητοποιούμε πόσο. Η Μανουέλλα Παυλίδου, που έζησε με τη Μελίνα Μερκούρη περισσότερο –και συναισθηματικά και ποσοτικά- κι από το αν ήταν μέλος της οικογένειάς της, έχει έναν τρόπο να διηγείται που μαγνητίζει. Μάλλον αυτός ο δυναμισμός και πλουραλισμός θα μαγνήτισαν και τη Μελίνα, που, μετά την πρώτη ματιά, αποφάσισε να πάρει το τότε νεαρό κορίτσι από το χέρι για να το έχει για πάντα δίπλα της, σύμβουλο, προστάτη, φίλη. Ένα κορίτσι που φρόντιζε και η ίδια εξίσου. «Κακομοίρα μου, μακριά από ναρκωτικά! Άμα πάρεις ποτέ, εγώ θα σε πάω στον Κορυδαλλό», της έλεγε.
Πόσα πράγματα θα μπορούσατε να έχετε κάνει αν δεν είχατε συναντήσει τη Μελίνα Μερκούρη… Σκηνοθέτιδα πρώτα απ’ όλα, αλλά και πολλά άλλα. Όμως, να πιάσουμε τη ζωή σας από την αρχή;
Προέρχομαι από μια πολύ συντηρητική αστική οικογένεια – ο παππούς μου ήταν ο αρχιτέκτονας Λαζαρίδης που έχει χτίσει τον Άγνωστο Στρατιώτη, ο πατέρας μου έκανε δημόσιες σχέσεις και αργότερα είχε γκαλερί. Έχασα τη μητέρα μου στην έκτη γυμνασίου, ήμουν τότε 16 ετών. Έχω μια αδελφή τέσσερα χρόνια μικρότερη. Είχα την τύχη να πάω σε ένα καταπληκτικό σχολείο, της Μίνας Αηδονοπούλου, πολύ προοδευτικό –για να καταλάβετε, όταν έγινε η χούντα, οι μισοί καθηγητές ήταν εξορία–, όπου σου έδιναν σημαντικές βάσεις, αλλά ήξεραν και να σε χειρίζονται. Αυτό το λέω με σιγουριά διότι εγώ ήμουν πολύ ατίθασο πλάσμα και, παρ’ όλα αυτά, ήξεραν πώς να με χειριστούν. Τους χρωστώ πολλά. Μετά το σχολείο, πήγα να σπουδάσω ιστορία της τέχνης στο Παρίσι, στην École du Louvre.
Στο Παρίσι γνωριστήκατε με τη Μελίνα;
Εκεί ήταν ένας πολύ φίλος του πατέρα μου, ο Βαγγέλης Γκούφας, σεναριογράφος, στιχουργός, που τότε έγραφε στο ραδιόφωνο μεγάλες επιτυχίες. Ήταν ένας πληθωρικός άνθρωπος που ζούσε στη Γενεύη και πηγαινοερχόταν στο Παρίσι γιατί ήταν πολύ καλός φίλος με τη Μελίνα, με την οποία έγραφε και στίχους. Με γνώρισε λοιπόν σε εκείνη. Στη συνέχεια, μια ημέρα που ήμαστε στο Σεν Ζερμέν με τη Φρόσω Ράλλη και ένα φίλο που μόλις είχε έρθει από την Ελλάδα, είδαμε τη Μελίνα και τον Ντασέν να μπαίνουν στην Brasserie Lipp. Ο φίλος μας ήθελε να ζητήσει αυτόγραφο από τη Μελίνα, αλλά ντρεπόταν. Τότε του είπα: «Δώσε μου το δίσκο, θα πάω εγώ». Μπήκα με την άνεση του κοριτσιού της καλής οικογένειας, με την καρό μου φουστίτσα, τα κατσαρά μου μαλλιά, τις τρουακάρ μου κάλτσες, και με σταμάτησε ο μετρ. «Ψάχνετε κάποιον;», με ρώτησε. «Τη Μελίνα Μερκούρη», απάντησα κάπως τρακαρισμένη. Προτού προλάβει εκείνος να αντιδράσει, η Μελίνα χτύπησε το μαχαίρι στο ποτήρι και είπε: «Εδώ είμαι». Τέλος πάντων, με ρώτησε δυο πράγματα, της είπα ότι είχαμε κοινό γνωστό τον Γκούφα, μου υπέγραψε, μου είπε να πάω να τη βρω όποτε θέλω στο σπίτι της και έφυγα. Μετά από λίγες ημέρες, τη συνάντησα, πάλι τυχαία, στην ελληνική εκκλησία με τη μητέρα της και με ρώτησε: «Γιατί δεν ήρθες να με δεις;». Απάντησα: «Μα, πώς να έρθω; Να χτυπήσω το κουδούνι και να μπω;». Και αντιγύρισε: «Εντάξει τότε, έλα μαζί μας τώρα. Πάμε!». Φτάσαμε μεσημεράκι και μείναμε μαζί μέχρι τις 4 τα ξημερώματα! Την επόμενη ημέρα, νωρίς το πρωί, χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ήταν εκείνη και μου ζήτησε να πάρω ένα ταξί και να πάω στο σπίτι της. Ήταν μεγάλη η έκπληξή μου, άλλο όμως που δεν ήθελα. Πήγα, κι αυτό ήταν. Εκείνο το διάστημα, έλειπε ο Ντασέν στην Αμερική κι εμείς περνούσαμε ώρες παρέα, μαζί και με τη μητέρα της, που ζούσε ακόμη τότε, και τη Ρένα Μεσολωρά, την παιδική της φίλη, που έμενε στο σπίτι της μαζί με το γιο της. Η μητέρα της, δε, με αποκαλούσε γλωσσού επειδή μιλούσα πολύ. Ήμουν 18 χρονών τότε και ο πατέρας μου είχε τρομάξει λίγο. Ήταν χούντα και μου έλεγε ότι θα με κυνηγήσουν – ήταν κάτι που τον φόβιζε.
Και μετά λέμε ότι δεν υπάρχει κάρμα… Μα πώς γίνεται αυτό, ως διά μαγείας να βρεθούν δύο άνθρωποι που ο ένας θα αλλάξει τη ζωή του άλλου για πάντα; Συγκλονιστικό!
Κάτι υπάρχει… Άλλαξε η ζωή μου και άλλαξε και η δική της. Η Μελίνα ήταν ένας άνθρωπος που ζούσε πολύ με τις παρέες της, οι οποίες, φυσικά, αρχικά δεν με έβλεπαν και με πολύ καλό μάτι. Αυτό όμως πέρασε χωρίς καν εγώ να το πάρω χαμπάρι.