Στις 30 Οκτωρίου 1988, έκλεισε τα μάτια του ο Τάσος Λειβαδίτης, ένας από τους πιο επιδραστικούς και σημαντικούς ποιητές της ελληνικής λογοτεχνίας. Γεννημένος το 1922 στην εργατική γειτονιά του Μεταξουργείου, έζησε τη δίνη των γεγονότων που σημάδεψαν την Ελλάδα: τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Αυτές οι εμπειρίες δεν διαμόρφωσαν μόνο τον χαρακτήρα του, αλλά και την ποιητική του φωνή, που αντήχησε με τη γνήσια ευαισθησία και την κοινωνική του συνείδηση. Μεγαλώνοντας δίπλα σε ανθρώπους του μόχθου, ο Τάσος Λειβαδίτης επηρεάστηκε από τη ζωή και τις δυσκολίες της λαϊκής τάξης, γεγονός που αποτυπώνεται στα ποιήματά του.
Η ποίηση του Λειβαδίτη είναι γεμάτη από τη σκληρή αλήθεια των απλών ανθρώπων, αυτών που παλεύουν καθημερινά με τις δυσκολίες και τις αδικίες της ζωής. Ο στίχος του, «Γράφω για εκείνους που δεν ξέρουν να διαβάζουν, για τους εργάτες που γυρίζουνε το βράδυ με μάτια κόκκινα από την άμμο. Γράφω να διαβάζουν αυτοί που μαζεύουνε τα χαρτιά απ’ τους δρόμους», εκφράζει αυτή την αφοσίωση και τη σύνδεση με τα λαϊκά στρώματα. Ο ποιητής γίνεται φωνή αυτών που συνήθως μένουν αόρατοι, αναδεικνύοντας τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν στην καθημερινότητά τους.
Ο Τάσος Λειβαδίτης υπήρξε αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του λαού, αυτής της πάστας ανθρώπων που, αν και υπέφερε από πείνα και φτώχεια, κρατούσε πάντα το κεφάλι ψηλά. Με τον αγώνα του σε κάθε στιγμή και σε κάθε μέρα, επιδίωκε να καθορίσει το μέλλον του.
«Μια μέρα θα αποδίδουμε δικαιοσύνη,
με το φως ενός αστεριού ή τη μυρωδιά ενός γιασεμιού,
σαν ένα τραγούδι που, μέσα στη βροχή,
στέκεται δίπλα στους κατατρεγμένους».
Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά η λογοτεχνία τον κέρδισε από μικρό. Ήταν ενεργός στην Ένωση Νέων Ελλήνων Λογοτεχνών από το 1943. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, συμμετείχε στο ΕΑΜ και την ΕΠΟΝ. Η πολιτική του δράση τον οδήγησε σε σύλληψη και εξορία, αρχικά στη Μακρόνησο κι έπειτα στη Λήμνο και τον Αϊ Στράτη, όπου παρέμεινε μέχρι το 1952. Οι στίχοι του, κομμάτια της καρδιάς του, αποτυπώνουν την περίοδο αυτή, όπου δε διστάζει να απλώσει την κατανόησή του, το δικό του «Σε βλέπω», ακόμη και στο βασανιστή του.