Όπως αναφέρει ο αρχιτέκτονας και ιστορικός της πολεοδομίας Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς στο λεύκωμα «Ο κήπος της Αμαλίας» (εκδόσεις Ίκαρος), όταν η 18χρονη Αμαλία, σύζυγος του Όθωνα, του πρώτου βασιλιά της Ελλάδας, έφτασε στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του 1837, η πόλη έφερε ακόμη έντονες τις πληγές της οθωμανικής κατοχής και του πολέμου.
Τα αρχαία μνημεία της κείτονταν σε ερείπια και τα δέντρα της είχαν αποψιλωθεί για να γίνουν καύσιμη ύλη. Έχοντας αντλήσει έμπνευση από τις προτροπές του πεθερού της, βασιλιά Λουδοβίκου Α΄ της Βαυαρίας, η νεαρή βασίλισσα ήταν αποφασισμένη να εξωραΐσει την Αθήνα, που έπασχε από έλλειψη πρασίνου.

Αμαλία, βασίλισσα της Ελλάδος: H ελαιογραφία από τον Ερνστ Βίλχελμ Ρίτσελ την απεικονίζει στον κήπο της με φόντο την Ακρόπολη και με την εθνική φορεσιά δικής της έμπνευσης που φέρει το όνομά της.
Κατά τη διάρκεια της 25χρονης παραμονής της στην Αθήνα, από το 1837 έως το 1862, η δημιουργία ενός κήπου στα πρότυπα εκείνων των μεγάλων ευρωπαϊκών πρωτευουσών έμελλε να γίνει το σημαντικότερο έργο της ζωής της. H οικογένεια της Αμαλίας είχε παράδοση στη δημιουργία βοτανικών κήπων στο Δουκάτο του Όλντενμπουργκ στη Γερμανία.
Η πρώτη βασίλισσα της Ελλάδας ήθελε να φτιάξει, όχι μόνο ένα καταφύγιο ηρεμίας και απόλαυσης μέσα στο άστυ, αλλά κυρίως ένα βοτανικό κήπο με φυτά από όλο τον κόσμο.