Ήταν σίγουρα μία από τις κομψότερες γυναίκες που βρέθηκαν δίπλα σε Έλληνα πρωθυπουργό. Η Αμαλία Κανελλοπούλου, ανιψιά του πολιτικού και φιλοσόφου Παναγιώτη Κανελλόπουλου παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή τo 1952 και στάθηκε στο πλευρό του με τον πιο διακριτικό τρόπο όσο ήταν πρωθυπουργός αλλά και στην αυτοεξορία του. Στα χρόνια της πρωθυπουργίας του συζύγου της ουδέποτε αναμείχθηκε στα πολιτικά, ουδέποτε έδωσε πολιτικές συνεντεύξεις ή τοποθετήθηκε δημοσίως σε κάποιο ζήτημα.
Όταν άλλωστε το τόλμησε, σε ένα μπαλκόνι απ' όπου εκφωνούσε λόγο ο Καραμανλής, άκουσε και το περίφημο "Σκασμός Αμαλία", που ατυχώς για τον πολιτικό άκουσε και το συγκεντρωμένο πλήθος εξαιτίας του μικροφώνου.
"Η ζωή θέλει τσαγανό για να τα βγάλεις πέρα. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι όσα χρόνια δεν μιλώ δημόσια δεν είναι από έλλειψη αντίληψης, αλλά από επιλογή." είχε πει σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις της στη Ρέα Βιτάλη.
«Ηξερε πως είναι καλλονή; Σαφώς. Την ένοιαζε; Όχι», είχε πει μια αγαπημένη της φίλη στην "Καθημερινή": «Αν καμιά φορά της έλεγες “μα τι ωραίο είναι αυτό που φοράς”, σε έκοβε με ένα “ε, καλά χρυσό μου, φτάνει!”».
«Η Αμαλία ήταν τόσο όμορφη όσο και αξιοπρεπής», είχε πει ο Κωνσταντίνος Κραμανλής. «Είχε δυνατό χαρακτήρα, κάπως αυταρχικό. Ίσως μάλιστα το ναυάγιο του γάμου μας να οφείλεται στο ότι είχαμε τον ίδιο χαρακτήρα… ».
Η μόρφωση, η φυσική της ευγένεια, η σεμνότητα αλλά και η νοημοσύνη της τη βοήθησαν να καταλάβει εγκαίρως ότι ήταν μάλλον overqualified για το παιχνίδι της πολιτικής όπως τουλάχιστον παιζόταν στην Ελλάδα της εποχής. "Δεν ασχολούμαι με τη δουλειά του άντρα μου, γιατί την κάνει πολύ καλά", είχε δηλώσει στον αμερικανικό Τύπο.
Φυσικά κάθε της εμφάνιση ήταν και μια δήλωση σεμνής κομψότητας. Τραβούσε τα βλέμματα ακριβώς γιατί έκανε τα πάντα για να μην τα τραβάει. Όχι φανταχτερές εμφανίσεις και υπερβολικά χρώματα για την κυρία Καραμανλή. Σίγουρα όχι προκλητικά καπέλα σαν αυτά της κυρίας Παπάγου.
Η ίδια θα έλεγε ωστόσο κάποτε στη Λένα Διβάνη για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή: «Στα πολύ μακρινά ταξίδια εγώ, παρά τις προσπάθειές μου, έβγαινα από το αεροπλάνο τσαλακωμένη σαν άστεγη. Εκείνος σηκωνόταν από το κάθισμα και το κοστούμι του ήταν ατσαλάκωτο λες και βγήκε μόλις από το καθαριστήριο. Ποτέ δεν κατάλαβα πώς το κατάφερνε αυτό. Έψαχνε ειδικά υφάσματα, το κυνηγούσε το θέμα πολύ γιατί έπρεπε να είναι ατσαλάκωτος έξω όπως και μέσα».
Όταν επισκέφθηκε το Λευκό Οίκο το 1962 εντυπωσίασε μέχρι και τη Τζάκι Κένεντι με το λιτό στιλ της και την συναγωνίστηκε επάξια σε κομψότητα. Οι δύο πρώτες κυρίες γνωρίζονταν και είχαν εκτίμηση η μία για την άλλη από την προηγούμενη χρονιά όταν η Αμαλία Καραμανλή είχε υποδεχτεί και ξεναγήσει τη Τζάκι στην Ακρόπολη στα πλαίσια της πρώτης επίσημης επίσκεψης της στην Ελλάδα.
Ο δυναμικός, ακέραιος χαρακτήρας της κυρίας Καραμανλή λέγεται ότι εκδηλωνόταν μόνο πίσω από τις κλειστές πόρτες του πρωθυπουργικού διαμερίσματος της οδού Καρνεάδου, όπου ερχόταν συχνά αντιμέτωπη με έναν μάλλον νευρικό πολιτικό, που, σύμφωνα με τα κουτσομπολιά της εποχής, μέχρι και τασάκια εκτόξευε εναντίον της.
Το 1972 πήραν διαζύγιο, μετά από αίτημα της Αμαλίας Μεγαπάνου καθώς πλέον δεν μπορούσαν να συμβιώσουν, όπως θα παραδεχόταν και ο ίδιος ο Καραμανλής. Οι φήμες ήθελαν στη λύση του γάμου να έχει παίξει μεγάλο ρόλο το ότι δεν κατάφεραν να αποκτήσουν παιδί. Μια άλλη φήμη ήθελε το διαζύγιο να αποφασίζεται μετά την άρνηση του Καραμανλή να υιοθετήσουν ένα παιδί.
Όπως και να έχει, η Αμαλία Κανελλοπούλου τόλμησε αυτό που λίγες άλλες γυναίκες στη θέση της θα τολμούσαν, ειδικά εκείνη την εποχή. Ο στενός συνεργάτης του Έλληνα πολιτικού, Τάκης Λαμπρίας (1926-2001) είχε ρωτήσει ευθέως τον Καραμανλή για το τέλος του γάμου και ήταν μία από τις σπάνιες εκ βαθέων εξομολογήσεις του πολιτικού για ένα τόσο προσωπικό θέμα στο βιβλίο του «Στη σκιά ενός μεγάλου» (εκδόσεις Μορφωτική Εστία και Ποταμός). «Η Αμαλία ήταν τόσο όμορφη όσο και αξιοπρεπής» είχε πει ο Κωνσταντίνος Κραμανλής. «Είχε δυνατό χαρακτήρα, κάπως αυταρχικό. Ίσως μάλιστα το ναυάγιο του γάμου μας να οφείλεται στο ότι είχαμε τον ίδιο χαρακτήρα… Τα ενδιαφέροντά της ήταν περισσότερο πολιτιστικά παρά πολιτικά. Και, μολονότι ουδέποτε αναμειγνυόταν στη δημόσια ζωή, συμπαραστάθηκε με αφοσίωση στη δύσκολη σταδιοδρομία μου. Το βέβαιο είναι ότι ο χωρισμός μου με λύπησε, αν και η ευθύνη γι’ αυτόν ήταν περισσότερο δική μου».
Μετά το διαζύγιο, η Αμαλία Κανελλοπούλου παντρεύτηκε τον μαιευτήρα Επαμεινώνδα Μεγαπάνο, και γρήγορα απέδειξε πόσο λάθος είχαν όσοι την θεωρούσαν απλά διακοσμητική στο πλευρό του Καραμανλή, ασχολούμενη με τη συγγραφή και τη μετάφραση. Τα βιβλία της δεν ήταν αυτά που θα περίμενε κανείς από τη σύζυγο του επικεφαλής της συντηρητικής παράταξης. Αντιθέτως ήταν δύσκολα για την εποχή τους και έδειχναν την ελευθερία πνεύματος της συγγραφέως. Ο "Διάλογος με την Άννα" ήταν η εκ βαθέων συνομιλία με μια πόρνη ενώ ο "Έκτωρ" το πορτρέτο ενός καταπιεσμένου ομοφυλόφιλου άνδρα…
Και ο γάμος με τον Μεγαπάνο ωστόσο είχε σαν κατάληξη ένα διακριτικό διαζύγιο.
Θέλοντας να ανακοινώσει η ίδια τον χωρισμό όσο πιο διακριτικά γίνεται, πραγματοποίησε μια δημόσια δωρεά, την οποία υπέγραψε με το πατρικό της και όχι αυτό του συζύγου της.
Εκτός από τη συγγραφή, η Αμαλία Μεγαπάνου ασχολήθηκε επίσης με έρευνες γύρω από την ελληνική μυθολογία και αρχαιότητα. Το τελευταίο της βιβλίο "Πρόσωπα και άλλα κύρια ονόματα (Μυθολογικά, ιστορικά έως τον 1ο μ.Χ. αιώνα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας)" εκδόθηκε από το Μουσείο Μπενάκη το 2006. Ουδέποτε μίλησε δημοσίως για την προσωπική της ζωή και τα χρόνια δίπλα στον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Οι μοναδικές συνεντεύξεις που είχε δώσει στον Τύπο, αφορούσαν το συγγραφικό της έργο και τις άλλες δραστηριότητες της.
"Ό,τι θέλησα, ό,τι με ενδιέφερε, το έκανα στη ζωή μου. Όσο μεγαλώνω, νομίζω ότι είναι ευλογία να ξεφεύγει κανείς από τις προδιαγραφές του", είχε πει στη Ρέα Βιτάλη.
Στην κηδεία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, η Αμαλία Μεγαπάνου ακολούθησε τη σορό του προς την τελευταία του κατοικία, στους κήπους του Ιδρύματος Καραμανλή, πενθούσα, αλλά διακριτική όπως πάντα.
Άνθρωπος παλαιάς κοπής, η πρώην σύζυγος ενός από τους πλέον εμβληματικούς ηγέτες της χώρας, είχε επίσης και το σπάνιο ταλέντο να ξέρει να μεγαλώνει και να γερνά ωραία, διατηρώντας την αρχοντιά και την φυσική ομορφιά της μέχρι τέλους.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, παρέμεινε μακριά από τη δημοσιότητα, κρατώντας το σπίτι της ανοικτό σε ένα στενό κύκλο δικών της ανθρώπων και «έφυγε» πλήρης ημερών στις 2 Ιουνίου του 2020 σε ηλικία 91 ετών με την αξιοπρέπεια που πάντοτε την χαρακτήριζε.