Το πρωί της 6ης Ιουνίου 1944, οι Συμμαχικές Δυνάμεις αποβιβάζονται στα παράλια της Νορμανδίας. Το ίδιο βράδυ, ο Αλμπέρ Καμύ και η Μαρία Κασαρές κάνουν έρωτα για πρώτη φορά. Εκείνη ήταν 21 ετών κι εκείνος 30. Αυτή η πρώτη ερωτική συνεύρεση σηματοδότησε κάτι βαθύτερο από μια στιγμή απιστίας για τον παντρεμένο συγγραφέα· ήταν η αρχή μιας συναισθηματικής διαλεκτικής και μιας αλληλογραφίας, που έμελλε να διαρκέσει έως τον θάνατο του Καμύ το 1960. Αντάλλαξαν περίπου 865 επιστολές μεταξύ τους, οι οποίες συγκεντρώθηκαν κι εκδόθηκαν αργότερα από την κόρη του Καμύ, Κάθριν.
Όταν γνώρισε την Κασαρές, ο συγγραφέας βρισκόταν σε μια κρίσιμη φάση της καριέρας και της προσωπικής του ζωής. Ο Αλμπέρ Καμύ, γεννημένος στις 7 Νοεμβρίου 1913 στην Αλγερία, είχε ήδη γράψει τα δύο σημαντικότερα έργα του, Ο Ξένος και Ο Μύθος του Σίσυφου, έργα που τον ανέδειξαν ως έναν από τους πατέρες της φιλοσοφίας του παραλόγου. Επίσης, αρθρογραφούσε στην εφημερίδα Combat, δραστηριοποιούμενος ενεργά σε αντιστασιακές προσπάθειες κατά της ναζιστικής κατοχής.
Πιστός στο σύνθημα της εφημερίδας, «De la résistance à la révolution» («Από την αντίσταση στην επανάσταση»), ο Καμύ θα γράψει την ίδια περίοδο ότι η αντίσταση ήταν απλώς το πρώτο βήμα. Σκοπός δεν ήταν μόνο η απελευθέρωση, αλλά και η ανασυγκρότηση του έθνους. Οι άντρες και οι γυναίκες που πολέμησαν για να ελευθερώσουν τη Γαλλία, γράφει στις 24 Αυγούστου 1944, «δεν θα δεχτούν την επιστροφή των δυνάμεων της παραίτησης και της αδικίας με κανέναν τρόπο». Αυτή η δήλωση αντανακλούσε μια φράση που είχε γράψει λίγες εβδομάδες νωρίτερα σε γράμμα του στην Κασαρές: «Αρνήθηκα την παραίτηση όλη μου τη ζωή, επιλέγοντας αυτό που μου φαίνεται ουσιώδες και κρατώντας το σφιχτά κοντά μου».
Ο Καμύ ήταν παντρεμένος με τη Φρανσίν Φορ, πιανίστα και μαθηματικό από την Αλγερία. Ωστόσο, ο γάμος τους δεν ήταν ευτυχισμένος, καθώς ο Καμύ αντιμετώπιζε έντονες εσωτερικές συγκρούσεις. Η γνωριμία του με την Κασαρές ήρθε σε μια στιγμή που ο Καμύ ένιωθε εγκλωβισμένος στη ρουτίνα και στους περιορισμούς της καθημερινής του ζωής. Η Κασαρές, με το πάθος και την ανεξαρτησία της, του προσέφερε μια διέξοδο από αυτήν τη σύγχυση, δίνοντάς του την ελευθερία να βιώσει έντονα συναισθήματα. Η αλληλογραφία τους αποτυπώνει αυτή τη διπλή ζωή του Καμύ: την καθημερινότητα ενός διανοούμενου της αντίστασης και τον έντονο, σχεδόν υπερβατικό έρωτα που έζησε με την Κασαρές.
Για τον Καμύ η Μαρία εκπροσωπούσε την ένταση και την ορμή μιας άλλης πραγματικότητας, μια απελευθερωτική αντίφαση ανάμεσα στην επιθυμία και την αυτονομία. Ήταν η ενσάρκωση μιας ζωής ελεύθερης από περιορισμούς, μιας ζωής που ανατρέπει τον Καμύ των φιλοσοφικών αντιφάσεων και τον ρίχνει στον κόσμο των παθών. «Είναι ένα θαύμα το ότι πάντα ξέρεις πώς να απαντήσεις στις προσδοκίες μου, ακόμα κι όταν ούτε εγώ ο ίδιος δεν τις βλέπω ή δεν της κατανοώ ξεκάθαρα», είχε εκμυστηρευτεί στην ερωμένη του σε ένα από τα πρώτα τους γράμματα. «Μου δίνεις περισσότερα από όσα θα μπορούσα να αξίζω. Και αποδέχομαι με σεβασμό και ευγνωμοσύνη αυτό το θαυμάσιο πάθος που με κάνει να ζω».
Η Κασαρές ήταν Ισπανίδα ηθοποιός και κόρη του πρώην πρωθυπουργού της χαμένης Δεύτερης Ισπανικής Δημοκρατίας. Εξόριστη στο Παρίσι κατά τη διάρκεια του Εμφυλλίου Πολέμου και της δικτατορίας του Φράνκο, σπούδασε θέατρο και φιλοσοφία — τα ίδια αντικείμενα που είχε σπουδάσει ο Καμύ ως φοιτητής στην Αλγερία, δέκα χρόνια νωρίτερα — και, το 1944, είχε ήδη καταπλήξει το κοινό στο θρυλικό Théâtre des Mathurins.
Η πρώτη γνωριμία
Το συγκεκριμένο θέατρο αποτέλεσε το σκηνικό για τη γνωριμία της Κασαρές με τον Καμύ. Στην ακόμα κατεχόμενη γαλλική πρωτεύουσα, η Κασαρές είχε αναλάβει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο του Καμύ "Le Malentendu" (Η Παρεξήγηση) το 1944. Παρά την αποτυχία της πρεμιέρας — με ειρωνείες και αντιδράσεις από το κοινό — ο Καμύ δεν απογοητεύτηκε. Θεωρούσε πως το έργο δεν ήταν έτοιμο για την ευρεία σκηνή. Όμως, το σημαντικότερο ήταν ότι, όπως έγραψε στο ημερολόγιό του, είχε «λάβει τη μεγαλύτερη χαρά που μπορεί να λάβει ένας συγγραφέας: να ακούσει τη γλώσσα του να εκφέρεται από τη φωνή και την ψυχή μιας υπέροχης ηθοποιού στο ακριβές ύφος που είχε ονειρευτεί».
Ας επιστρέψουμε όμως σε εκείνο το κομμάτι της επιστολής, όπου ο συγγραφέας γράφει στην ερωμένη του «Αρνήθηκα την παραίτηση όλη μου τη ζωή». Δεν αναφέρεται εδώ σε κάποια πολιτική παραίτηση από τις θέσεις του, αλλά στον γάμο του με την Φορ και συγκεκριμένα στην αντίστασή του στον πειρασμό να την χωρίσει. Οι δυο τους είχαν παντρευτεί τέσσερα χρόνια πριν — μια δέσμευση που αρνιόταν να παραβιάσει. «Ξέρω πολύ καλά ότι το μόνο που πρέπει να κάνω είναι να πω κάποιες λέξεις και να γυρίσω την πλάτη μου σε αυτό το κομμάτι της ζωής μου. Αλλά καθώς έδωσα τον λόγο μου, αυτές είναι λέξεις που δεν θα πω και υπάρχουν δεσμεύσεις που δεν μπορώ να σπάσω». Σε γράμμα που έγραψε λίγες μέρες αργότερα, ο Καμύ λέει στην Κασαρές «θα προσπαθήσω να κάνω την Φρανσίν ευτυχισμένη».
Προς έκπληξη κανενός, ο Καμύ απέτυχε σε αυτό το καθήκον. Ούτε στο να κάνει την Μαρία Κασαρές ευτυχισμένη τα πολυ-κατάφερε. Λίγο καιρό αργότερα, μετά την απελευθέρωση του Παρισιού, η Φρανσίν καταφτάνει στην πρωτεύουσα για να είναι στο πλευρό του άντρα της. Τοτε, η Μαρία Κασαρές δίνει στον Καμύ ένα τελεσίγραφο κι εκείνος επιλέγει να παραμείνει παντρεμένος. «Οπουδήποτε γυρίζω βλέπω τη νύχτα. Χωρίς εσένα έχασα τη δύναμή μου. Θέλω να πεθάνω», εξομολογείται ο Καμύ στην ηθοποιό μετά τον χωρισμό τους.
Τέσσερα χρόνια μετά τον χωρισμό, οι δρόμοι τους συναντήθηκαν τυχαία — ξανά, αξιοσημείωτα, στις 6 Ιουνίου — στην οδό Σαιντ-Ζερμέν. Τους χώριζαν πια ακόμη περισσότερες επαγγελματικές και οικογενειακές υποχρεώσεις - η Φρανσίν είχε φέρει στον κόσμο δίδυμα. Παρ' όλα αυτά, αυτό έκανε την αλληλογραφία τους συχνότερη και αυτή τη φορά, οι δρόμοι τους παρέμειναν ενωμένοι μέχρι τον πρόωρο θάνατο του Καμύ.
Τα πρώιμα γράμματα του Καμύ πλημμυρίζουν με τη λυρικότητα των νεανικών του δοκιμίων. Από την Προβηγκία γράφει στην Κασαρές ότι έκανε μια ευχή ενώ παρακολουθούσε τα πεφταστέρια να στολίζουν τον νυχτερινό ουρανό. «Αν σηκώσεις τα μάτια σου προς τον ουρανό απόψε, ας πέσουν σαν βροχή στο όμορφο πρόσωπό σου τα πεφταστέρια, υπενθυμίζοντάς σου την αγάπη μου». Από την πλευρά της, η Κασαρές αναθεωρεί τη συγκαταβατική στάση που είχε κρατήσει στην αρχή της σχέση. «Ήμουν πολύ νέα όταν σε γνώρισα για να καταλάβω πλήρως ό,τι αντιπροσωπεύει η λέξη "εμείς". Ίσως ήταν αναγκαίο να χτυπήσω το κεφάλι μου πάνω στη ζωή για να επιστρέψω με μια ασταμάτητη δίψα για σένα και για νόημα».
«Πέφτω στο πάτωμα, συνεχίζω να φαντάζομαι τη στιγμή που κλείνουμε την πόρτα του υπνοδωματίου», της γράφει ο Καμύ. «Εγώ βράζω μέσα και έξω, όλα καίγονται, η ψυχή μου, το σώμα, έξω, μέσα, η καρδιά μου και η σάρκα μου» του απαντούσε εκείνη. Σε άλλα σημεία, τον επιπλήττει όταν κάνει καιρό να της στείλει γράμμα: «Κανείς δε θα μπορούσε να πει ότι σπαταλάς την ιδιοφυΐα σου γράφοντας μου ερωτικά γράμματα. Ναι, το καταλαβαίνω! Μετά από δώδεκα χρόνια, κατά τα οποία συχνά περιοριζόμαστε σε προθεσμίες αλληλογραφίας, κουράζεσαι να βρίσκεις νέους τρόπους για να μου λες ότι με αγαπάς. Παρ' όλα αυτά, τουλάχιστον μπορείς να μου στείλεις λίγες γραμμές για να με ενημερώσεις για την υγεία και τη διάθεσή σου».
Το «διαζύγιο» με τον Σαρτρ και η αντίδραση της Φορ στην αποκάλυψη του κρυφού δεσμού
Το 1944, ο Καμύ παραδέχτηκε στην Κασαρές το «παράλογο» της επιθυμίας του να παραμείνει για πάντα δική του, παρόλο που αυτός παρέμενε παντρεμένος. Όταν επανασυνδέθηκαν, η Κασαρές έμεινε πιστή σε αυτό το «παράλογο», με όλον τον υπαρξισμό της έννοιας. Ο Καμύ, επέμενε πως η σχέση τους ήταν «ηλίθια» και ηλίθιοι και οι δυο που επέμεναν σε κάτι άπιαστο. «Και λοιπόν; Όλα είναι ηλίθια, αν θες. Αλλά αφού έτσι είναι τα πράγματα και δεν μπορούμε να τα αλλάξουμε, ας προσπαθήσουμε να τα διαχειριστούμε όσο καλύτερα μπορούμε και ας μη ρισκάρουμε να τα καταστρέψουμε απαιτώντας πάρα πολλά από μια ζωή που είναι … παράλογη;».
Οι παραλογισμοί δεν τελείωσαν εκεί. Το 1951, σημειώθηκε το δραματικό «διαζύγιο» του Καμύ με τον Ζαν-Πολ Σαρτρ, το οποίο προκλήθηκε από την έκδοση του βιβλίου του Καμύ "L'Homme révolté" (Ο επαναστατημένος άνθρωπος). Στην εξαιρετική, αν και ενίοτε ασαφή ανάλυσή του για τον κομμουνισμό και τον ολοκληρωτισμό, ο Καμύ κατακεραυνώνει τα μέλη της γαλλικής αριστεράς που έκλεισαν τα μάτια στα σταλινικά εγκλήματα. Όπως ήταν αναμενόμενο, το έργο αυτό εξόργισε τον Σαρτρ. Όταν το περιοδικό του Σαρτρ "Les Temps Modernes" (Μοντέρνοι Καιροί) δημοσίευσε μια οξεία κριτική για το βιβλίο, ο Καμύ απάντησε με ένα μακροσκελές γράμμα, αιχμηρό και σε σημεία με διάθεση αυτολύπησης. Η καυστική και βαθιά προσωπική απάντηση του Σαρτρ συγκλόνισε τον Καμύ. Σε κατάσταση «περίεργης κατάθλιψης», είπε στην Κασαρές ότι δεν είχε πια «την επιθυμία να ζήσει». «Πρέπει να δουλέψω, αλλά δεν μπορώ να δουλέψω. Πραγματικά, δεν μπορώ».
Ο Καμύ σύντομα θα ξαναβρεί τη θέληση για ζωή, αλλά ήταν μια ζωή όλο και περισσότερο πολιορκημένη από εσωτερικές και εξωτερικές διαμάχες. Την ίδια περίοδο, το 1953, η Φρανσίν Φορ μαθαίνει για τη σχέση του συζύγου της με τη διάσημη ηθοποιό και πέφτει σε βαθιά κατάθλιψη. Η κατάστασή της επιδεινώθηκε μέχρι που οδηγήθηκε σε νευρικό κλονισμό. Σε ένα ιδιαίτερα εξοργιστικό γράμμα, ο Καμύ αναφέρει μια απόπειρα αυτοκτονίας της Φρανσίν, όταν προσπάθησε να πέσει με φόρα από το παράθυρο.
Εκείνος την έπιασε, αλλά η εμπειρία αυτή άφησε και τους δύο ψυχικά τραυματισμένους. Θα γράψει αργότερα στην Κασαρές: «Θα τα είχε καταφέρει αν δεν ήμουν αρκετά γρήγορος». Παρά την επιμονή του ότι δεν «καταλάβαινε πλήρως» την επιδεινούμενη κατάσταση της Φρανσίν, δε χωρά αμφιβολία ότι ο κλονισμός της γυναίκας του ήταν, σε μεγάλο βαθμό, δικό του δημιούργημα.
Με τη σύζυγό του στην Αλγερία:
«Τελευταία επιστολή»
Σε μία από τις τελευταίες τους επιστολές, η Κασαρές εξομολογείται: «Ω, φυσικά, δεν είμαι πια η ίδια που ήμουν το 1950, πόσο μάλλον το 1944. Και πάλι καλά!». Αυτές οι αλλαγές είναι το αποτέλεσμα της «εκπληκτικής μας συνεννόησης». «Ό,τι είμαι τώρα», λέει στον Καμύ, «δεν είναι αυτά που έκανα, αλλά αυτό που φτιάξαμε από το μέσα μου και οι δυο μας».
Τα Χριστούγεννα του 1959, η Κασαρές γράφει στον Καμύ, που βρισκόταν στο Λουρμαρέν, όπου είχε πρόσφατα αγοράσει σπίτι. Του λέει για τα γιορτινά ψώνια που έκανε και για το βιβλίο που διάβαζε εκείνη την περίοδο: Τα Χαμένα Όνειρα, του Μπαλζάκ — «Για να συντηρήσω τα δικά μου», εξηγούσε. «Θα περιμένω την επιστροφή σου για να σου τα πω» του λέει κλείνοντας. Ο Καμύ, ενώ ετοιμαζόταν να γυρίσει στο Παρίσι για να τη συναντήσει, βρίσκει το χρόνο να της γράψει: «Είμαι τόσο ευτυχισμένος στην ιδέα να σε δω ξανά που γελάω ενώ σου γράφω… Σου στέλνω φιλιά και αγκαλιές μέχρι την Τρίτη, όταν θα ξεκινήσω από την αρχή».
Πάνω στο γράμμα είχε σημειώσει τις λέξεις που τώρα μοιάζουν τόσο προφητικές: «Τελευταία επιστολή». Ίσως αναφερόταν στο ότι αυτή ήταν η τελευταία επιστολή του χρόνου, αφού γράφτηκε την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Ή μπορεί να εννοούσε ότι ήταν το τελευταίο γράμμα που της έστελνε πριν βρεθούν από κοντά. Σε κάθε περίπτωση, αυτή ήταν πράγματι η τελευταία του επιστολή.
Στις 4 Ιανουαρίου 1960, το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε μαζί με ένα φιλικό ζευγάρι, τους Μισέλ και Ζανίν Γκαλιμάρ και την κόρη τους Άννα, εκτροχιάστηκε λίγο έξω από το Παρίσι και συγκρούστηκε με ένα δέντρο, σκοτώνοντας τον Καμύ ακαριαία. Ήταν μόλις 47 ετών. Η New York Times, μη χάνοντας την ευκαιρία να σχολιάσει το παράλογο του θανάτου του, έγραψε: «Υπάρχει μια σφοδρή φιλοσοφική ειρωνία στο γεγονός ότι ο Αλμπέρ Καμύ πέθανε σε ένα αδιάφορο τροχαίο ατύχημα».