"Ο πατέρας μου είχε ένα πάθος με τα χαρτιά, μεγάλωσα πολύ φτωχικά, αλλάζαμε σπίτια γιατί δεν είχαμε να πληρώσουμε τα ενοίκια. Είχαμε δυσκολίες, αλλά απ’ τα στραβά μαθαίνεις τη ζωή, όχι από την ευτυχία.
Αγαπούσα πολύ τη μουσική. Οι γονείς μου με έμαθαν να την αγαπώ. Ο πατέρας μου είχε φτιάξει με τα χέρια του ένα ραδιόφωνο κι από κει άκουγα τη Βέμπο, τη Μαρλέν Ντίτριχ. Εργαζόταν ως μηχανικός προβολής στους κινηματογράφους και η μητέρα μου ήταν ταξιθέτρια. Μεγάλωσα μέσα στα σινεμά, με τις μουσικές των αμερικανικών ταινιών, με τη φωνή της Τζούντι Γκάρλαντ. Ονειρευόμουν να γίνω τραγουδίστρια της τζαζ.
Ως παιδί φοβόμουν τον κόσμο γύρω μου. Ήμασταν φτωχοί, δεν ήμουν και τόσο όμορφη και είχα κόμπλεξ κατωτερότητας. Αργότερα, νέο κορίτσι, άκουγα συχνά τους γονείς μου να τσακώνονται. Όταν ζεις τέτοια δράματα, μεγαλώνεις μέσα στη ντροπή. Πήγαινα στο σχολείο και φοβόμουν ότι κάποιος, με το που θα με δει, θα καταλάβει τι συμβαίνει στο σπίτι μου. Και μόνο όταν τραγουδούσα, οι άλλοι με άκουγαν και ξεχνούσαν τις προκαταλήψεις τους ή τις προσδοκίες που είχαν από μένα. Μόνο τότε ένιωθα κορίτσι και αργότερα γυναίκα.
Είχα μόνο υποχρεώσεις. Αρχικά έπρεπε να βγάλω χρήματα για την οικογένεια μας, για τους γονείς μου, και ύστερα για την μεγαλύτερη αδερφή μου. Ήθελα να είναι όλοι τους εξασφαλισμένοι. Αλλά δεν τους κρατάω κακία. Τους αποδέχομαι έτσι όπως είναι. Ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος αγάπη. Δεν ήξερε πώς να μου συμπεριφερθεί, αλλά ξέρω πως με αγαπούσε πάρα πολύ, κι ας μην μπορούσε να μου το πει. Όλα τα χρόνια που βρισκόμουν πάνω στη σκηνή ήταν ένα είδος ψυχανάλυσης για μένα. Η σκηνή ήταν το μέρος όπου έμαθα να αποδέχομαι τους φόβους μου.