Υπάρχει η τάση να βλέπουμε ρομαντικά τις τελευταίες μέρες της Μαρίας Κάλλας. Πολλοί πιστεύουν ότι ήθελε να επιστρέψει στη σκηνή για μια τελευταία συναυλία και πως η απώλεια της φωνής της είχε ως αποτέλεσμα το θάνατό της. Στον πραγματικό κόσμο, όμως, οι θνητοί δεν πεθαίνουν επειδή δεν μπορούν να τραγουδήσουν.
Η Κάλλας έπασχε από δερματομυοσίτιδα, ένα αυτοάνοσο νόσημα που διαγνώστηκε το 1975, το οποίο προκαλεί μυϊκή αδυναμία και επηρεάζει το κεντρικό νευρικό σύστημα.
Ως βιογράφος της, όταν ανατρέχω στις επιστολές της, συνειδητοποιώ ότι τα πρώτα συμπτώματα εμφανίστηκαν ήδη από το 1949 και ίσως ήταν αυτός ο λόγος που έχασε τον έλεγχο της φωνής της, αλλά ποτέ το χάρισμά της˙ ο καλλιτέχνης είναι αιώνιος ακόμα κι αν η γυναίκα παρέμεινε σε μια μόνιμη αντίθεση με τη δημόσια εικόνα της.
Αντί να παρουσιάζω την Κάλλας ως θύμα -αντιθέτως- νιώθω δέος για το ένστικτο επιβίωσης που τη διέκρινε αλλά και την αντοχή της, ειδικά σε μια εποχή που η υγεία των γυναικών ήταν παρεξηγημένη - και εξακολουθεί να είναι.
Ο γιατρός της την είχε χαρακτηρίσει «τρελή» επειδή του ανέφερε τα συμπτώματά της. Μέσα από τις επιστολές της μόνο, ανακάλυψα αναφορές σε πόνους που μοιάζουν με αυτούς της γρίπης, ρίγη, κόπωση και αϋπνία, ευαισθησία στα φώτα και τις εναλλαγές της θερμοκρασίας, ίλιγγο, έκζεμα, χαμηλή αρτηριακή πίεση, λιποοίδημα και το γλαύκωμα που της προκάλεσε απώλεια της όρασής της. Για πάνω από είκοσι πέντε χρόνια η Μαρία Κάλλας παρέμεινε αδιάγνωστη και μπερδεμένη ως προς το γιατί ένα βράδυ μπορούσε να τραγουδήσει μια πλήρη όπερα χωρίς προβλήματα και το επόμενο οι φωνητικοί της μύες δεν συνεργάζονταν.
Επιπλέον, οι απαιτήσεις μιας όπερας ή μιας συναυλίας, η προετοιμασία, οι πρόβες και τα ταξίδια, καταπόνησαν τον οργανισμό της. Συχνά αγνοούσε αυτό που της έλεγε το σώμα της και ανάγκαζε τον εαυτό της να παίξει, ενώ άλλες φορές το σώμα της επαναστατούσε και τότε αναγκαζόταν να ακυρώσει παραστάσεις.