Ennio Morricone: Ο θρυλικός συνθέτης που άλλαξε για πάντα τον ήχο του σινεμά

Ennio Morricone: Ο θρυλικός συνθέτης που άλλαξε για πάντα τον ήχο του σινεμά 1
Getty/ Ideal Images

Ο Ennio Morricone, γεννημένος στις 10 Νοεμβρίου 1928, είναι ένας τιτάνας της κινηματογραφικής μουσικής. Από τα βρώμικα spaghetti westerns μέχρι την παιδική νοσταλγία του Cinema Paradiso, η μουσική του συνέβαλε στην καθιέρωση της μελωδίας ως βασικό στοιχείο της αφήγησης.

ΑΠΟ ΣΙΝΤΥ ΧΑΤΖΗ

Αν η κινηματογραφική μουσική έχει σήμερα τη βαρύτητα που της αναγνωρίζεται, μεγάλο μέρος αυτής της εξέλιξης οφείλεται στον Ennio Morricone. Γεννημένος στις 10 Νοεμβρίου 1928 στη Ρώμη, ο Morricone αποτελεί έναν από τους πιο επιδραστικούς και καινοτόμους συνθέτες της σύγχρονης μουσικής. Η καριέρα του, που εκτείνεται σε πάνω από μισό αιώνα και περιλαμβάνει περισσότερες από 500 συνθέσεις, αναδόμησε και καθορισε την κινηματογραφική μουσική όπως τη γνωρίζουμε σήμερα.

Από τα spaghetti westerns του Sergio Leone και τα giallo του Dario Argento μέχρι τα χολιγουντιανά thriller και τις πιο σύγχρονες συνεργασίες του με τον Quentin Tarantino, η μουσική του Morricone ήταν πάντα ένας καθοριστικός παράγοντας στην εμβάθυνση της κινηματογραφικής εμπειρίας.

Τα πρώτα χρόνια

Ο Ennio Morricone μεγάλωσε σε μια αυστηρή οικογένεια, όπου η κλασική μουσική είχε εξέχουσα θέση και η ελευθερία έκφρασης ήταν περιορισμένη. Παρόλο που ο πατέρας του ήταν μουσικός, το οικογενειακό περιβάλλον δεν ήταν ιδανικό για τη δημιουργία μιας προσωπικής καλλιτεχνικής ταυτότητας. Όπως έχει δηλώσει σε αρκετές συνεντεύξεις του, η μουσική στο σπίτι του ήταν συνυφασμένη με τον αυστηρό έλεγχο και τις κλασικές φόρμες, κάτι που προκάλεσε έντονες αντιφάσεις στον ίδιο. Η μουσική του ιδιοφυΐα ήταν φανερή από τα παιδικά του χρόνια. Σε ηλικία μόλις 13 ετών γίνεται το νεότερο μέλος που συμμετείχε ποτέ στην Opera House Orchestra και το 1943 ολοκληρώνει σε μόλις 6 μήνες μαθήματα αρμονίας δυο ετών! Στα 18 συνέθεσε το πρώτο του κομμάτι για πιάνο και φωνή με τίτλο «Il Mattino».

Ο Morricone αναγκάστηκε να ακολουθήσει το ρεύμα της κλασικής εκπαίδευσης για αρκετά χρόνια, αλλά η ψυχή του είχε ανάγκη από κάτι πιο τολμηρό και αυθόρμητο. Αντί να παραμείνει πιστός στις παραδοσιακές αντιλήψεις για τη μουσική, αποφάσισε να τολμήσει και να ανακαλύψει τον κόσμο του κινηματογράφου, όπου η δημιουργικότητα μπορούσε να ανθίσει χωρίς τους αυστηρούς περιορισμούς του παρελθόντος.

«Το μέλλον μου ήταν από την αρχή προδιαγεγραμμένο: ήθελα να γίνω συνθέτης. Ή μάλλον έπρεπε να γίνω συνθέτης. Δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο στη ζωή μου», είχε δηλώσει ο ίδιος.

Ο Morricone ξεκίνησε την καριέρα του, συνθέτοντας μουσικές για το θέατρο, την τηλεόραση και το ραδιόφωνο και τελικά προσλήφθηκε από την RCA Italy. Συνεργάστηκε επιπλέον με καλλιτέχνες όπως ο Paul Anka, η Françoise Hardy και ο Ντέμης Ρούσσος, ενώ διατήρησε το ενδιαφέρον του για την avant-garde μουσική μέσω της συμμετοχής του στην πειραματική και αυτοσχεδιαστική κολεκτίβα Gruppo di Improvvisazione di Nuova Consonanza. Το 1961 συνέθεσε το πρώτο του soundtrack για την ταινία “Il federale” του Luciano Salce και λίγο αργότερα αποφασίζει να συνεργαστεί με τον παλιό συμμαθητή και φίλο του, Sergio Leone για την ταινία «Για μια χούφτα δολάρια», ένα βήμα που θα άλλαζε τη βιομηχανία της κινηματογραφικής μουσικής για πάντα.

Sergio Leone και η επανάσταση των spaghetti westerns

Η συνεργασία του Morricone με τον Sergio Leone υπήρξε καθοριστική για την καλλιτεχνική του πορεία και την εξέλιξη του κινηματογραφικού ήχου γενικότερα. Οι συνθέσεις του για τις ταινίες Για Μια Χούφτα Δολάρια (1964), For a Few Dollars More (1965) και The Good, The Bad and The Ugly (1966) άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμασταν την κινηματογραφική μουσική.

Η συνθετική του προσέγγιση ήταν εντελώς διαφορετική από την παραδοσιακή, όπου η μουσική απλώς συνόδευε τις εικόνες. Στα έργα του Morricone, η μουσική προχωρούσε πέρα από την απλή «υποστήριξη» της σκηνής, διαδραματίζοντας έναν κεντρικό ρόλο στην κινηματογραφική αφήγηση. Η σύνθεση του για το The Ecstasy of Gold στην ταινία The Good, The Bad and The Ugly παραμένει μέχρι και σήμερα ένα από τα πιο εμβληματικά κομμάτια στην ιστορία της κινηματογραφικής μουσικής, ενώ η μοναδική χρήση του σφυριγμάτων, ουρλιαχτών κογιότ, καμπανοκρουσιών και άλλων χαρακτηριστικών ηχητικών εφέ δημιούργησε μια αναγνωρίσιμη ταυτότητα για κάθε ταινία του Leone. Αυτά τα στοιχεία έδωσαν στους χαρακτήρες και τις σκηνές βάθος και δυναμική, ενισχύοντας τις συναισθηματικές τους εκφράσεις και την ένταση της πλοκής.

Προσπαθούσα να αποτυπώσω τη διάθεση μιας ταινίας. Στο «Για μια χούφτα δολάρια» σκεφτόμουν έναν χωρικό που ζει στην ύπαιθρο και ακούει έναν μακρινό, νοσταλγικό ήχο», είχε εξηγήσει σε συνέντευξή του το 2006.

«Συμπεριφέρθηκα στους χαρακτήρες του Leone επιχειρώντας, με τον τρόπο μου, να επανεφεύρω την Αμερικανική φολκ. Και έπειτα, το φέρσιμo των χαρακτήρων ως καρικατούρες, με ενθάρρυνε να εισάγω περίεργους ήχους στη σύνθεση, ώστε ο κάθε χαρακτήρας να έχει το χάρισμα που ήθελε ο Leone», εξηγεί ο Ρωμαίος μαέστρος και συνθέτης. «Θα έλεγα πως μια πράξη αγάπης είναι βασικά ίδια στις ΗΠΑ, στην Αυστραλία ή στην Αφρική. Οπωσδήποτε υπάρχουν πολιτιστικές διαφορές, αλλά αυτό που οδηγεί ένα φιλμ είναι ο τρόπος με τον οποίον το κοινό κατανοεί τη μουσική: που θα πει, αυτό που λέει η μουσική, που είναι αυτό που δεν λέει ο διάλογος».

Η αναγνώριση, το Όσκαρ και οι σύγχρονες συνεργασίες

Η καθολική αναγνώριση του Morricone ήρθε αργά αλλά σταθερά. Αν και το έργο του είχε ήδη κερδίσει την εκτίμηση του κοινού και των κριτικών από τη δεκαετία του ’60, η Ακαδημία του απένειμε τελικά το τιμητικό Όσκαρ το 2007 «για τη μαγευτική και πολυπρόσωπη συνεισφορά του στην τέχνη της μουσικής για ταινίες». Η απονομή αυτού του βραβείου ήταν μια απόδειξη της σημασίας του για το σύνολο του κινηματογραφικού κόσμου, καθώς και για τη μουσική βιομηχανία γενικότερα. Είχε προταθεί για άλλα πέντε Όσκαρ την περίοδο 1979-2001 για τις ταινίες: Days of Heaven (1978), The Mission (1986), The Untouchables (1987), Bugsy (1991) και Malèna (2000).

Το 2016 κερδίζει το Όσκαρ Καλύτερης Πρωτότυπης Μουσικής για την ταινία The Hateful Eight του Quentin Tarantino, τέσσερα χρόνια πριν τον θάνατό του. Ήταν, τρόπον τινα, η τελική σφραγίδα σε μια μακρόβια και γεμάτη μουσική καριέρα. Η συνεργασία του με τον Tarantino αναδείχθηκε σε μια από τις πιο επιτυχημένες και σημαντικές, φέρνοντας την μουσική του ξανά στο προσκήνιο για τις νεότερες γενιές. Η μουσική του για το The Hateful Eight ήταν ένα ακόμα δείγμα της ικανότητάς του να δημιουργεί συνθέσεις που ενισχύουν το δράμα και το σασπένς και προσφέρουν μια ατμόσφαιρα πλήρους έντασης και συναισθηματικής φόρτισης.

Ο Morricone έχει κερδίσει επίσης τρία βραβεία Γκράμι, τρεις Χρυσές Σφαίρες, έξι BAFTA, δύο Βραβεία Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, ένα τιμητικό Χρυσό Λέοντα και ένα Polar Music Prize. Συνέθεσε μουσική για μερικούς από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του Χόλιγουντ, όπως οι Don Siegel, Mike Nichols, Brian De Palma, Barry Levinson, Oliver Stone, Warren Beatty kai John Carpenter. Επίσης, συνεργάστηκε με σκηνοθέτες όπως οι Bernardo Bertolucci, Giuseppe Tornatore, Mauro Bolognini, Tinto Brass, Giuliano Montaldo, Roland Joffé, Roman Polanski, Henri Verneuil, Mario Bava, Lucio Fulci, Umberto Lenzi, Gillo Pontecorvo και Pier Paolo Pasolini.

Ρομαντισμός ή μεθοδολογία; Η φιλοσοφία της δημιουργίας του

Ο Ιταλός συνθέτης, παρά την καθολική αναγνώρισή του, ποτέ δεν πίστευε στη «ρομαντική» έννοια της έμπνευσης. Αντί να αφήνεται στην έμπνευση, αναζητούσε την τελειότητα μέσω της σκληρής δουλειάς, της μεθοδικότητας και της συνεχούς εξερεύνησης των μουσικών του ορίων. Η μουσική του δεν υπήρξε ποτέ αυθόρμητη ή επιφανειακή, αλλά πάντα τεχνικά ακριβής και προσεγμένη σε κάθε της πτυχή.

Σε συνέντευξή του, ανέφερε ότι η «έμπνευση» είναι μια υπερβολική πολυτέλεια: «Η ιδέα της έμπνευσης είναι υπερβολικά ρομαντική, και μόνο η σκληρή δουλειά, η συνεχής μελέτη και η βαθιά ενασχόληση με την τέχνη μπορούν να φέρουν ένα καλό αποτέλεσμα». Πιστός σε αυτήν την προσέγγιση, δημιούργησε έναν κόσμο όπου η μουσική του μεταμορφωνόταν σε ισχυρό εργαλείο για τη μεταφορά συναισθημάτων και καταστάσεων.

Η ικανότητά του να δουλεύει με τις κινηματογραφικές εικόνες και να τις ενσωματώνει σε μια συναισθηματική αφήγηση είναι αυτή που τον έκανε πραγματικά σπουδαίο. Η μουσική του Morricone γίνεται μέρος του ιστού της ταινίας, αντίστοιχης σημασίας με το φως, την εικόνα, τον διάλογο - και κάποιες φορές, περισσότερο κι από τον διάλογο. Η σύνθεσή του δεν είναι απλώς υπόκρουση· είναι μια ουσιαστική συνιστώσα της αφήγησης, κάτι που μεταμορφώνει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το σινεμά.

Για τους γύρω του, ωστόσο, το ταλέντο του Morricone και η δημιουργική του διαδικασία έμοιαζε πηγαία και αβίαστη. «Μπορούσε να συνθέσει μουσική τόσο γρήγορα που ήταν σαν να έγραφε ένα γράμμα», είχε πει ο Leone. Στο ντοκιμαντέρ του Tornatore για τη ζωή του Ennio Morricone, βλέπουμε τον Ιταλό μαέστρο να αναστενάζει με θλίψη για το χάρισμά του στη μελωδία, σαν να ήταν κάποια κατάρα.

Ο αείμνηστος Bernardo Bertolucci, είχε πει: «Ο Ennio κινείται μέσα στη μουσική και το ταλέντο του αναβλύζει. Είναι λες και δε μπορεί να το ελέγξει», ενώ ο συνθέτης Hans Zimmer υποστήριζε ότι είναι αδύνατο να κατανοήσουμε ή να μελετήσουμε πώς ο Morricone επιτυγχάνει τη συναισθηματική του επίδραση. «Πρέπει να εγκαταλείψει κανείς την κριτική και την αναλυτική σκέψη και απλά να αφεθεί στη μουσική του».

Η πολυπολιτισμικότητα και η διαφορετικότητα στη μουσική του

Ένα ακόμη από τα χαρακτηριστικά που έκαναν τον Morricone να ξεχωρίζει ήταν η ικανότητά του να ενσωματώνει διάφορα μουσικά είδη και πολιτισμικά στοιχεία στις δημιουργίες του. Με αυτόν τον τρόπο έφτιαχνε έναν πολυπολιτισμικό ήχο που καθόρισε την καλλιτεχνική του ταυτότητα. Στην ταινία The Mission (1986), για παράδειγμα, ο Morricone συνδύασε εκκλησιαστικό όργανο, φλάουτα και χορωδία για να αποδώσει τη σύγκρουση των πολιτισμών και τις ηθικές διαστάσεις των χαρακτήρων. Αυτή η σύνθεση, που αναδεικνύει τις αντιφάσεις και τις εντάσεις ανάμεσα στους λευκούς κατακτητές και τους Ιθαγενείς της Αμερικής, αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα της ικανότητάς του να γεφυρώνει πολιτισμικές αντιφάσεις μέσω του ήχου.

Το πολυπολιτισμικό του έργο επεκτείνεται και σε άλλες ταινίες, όπου συνδυάζει παραδοσιακά μουσικά στοιχεία από διάφορες κουλτούρες, ενσωματώνοντας διαφορετικές τεχνικές, παραδόσεις και ηχητικά τοπία. Μέσα από αυτή τη μουσική πολυφωνία, ο Morricone κατάφερε να δημιουργήσει έναν μουσικό κώδικα που ξεπερνά τα στενά όρια του κινηματογραφικού soundtrack και αποκτά μια παγκόσμια, διαχρονική αξία. Ίσως κανένας άλλος καλλιτέχνης (ούτε συνθέτης, ούτε σεναριογράφος, ούτε σκηνοθέτης) δεν έχει συλλάβει, δεν έχει εξερευνήσει την καλλιτεχνική ένταση μεταξύ του κλασικού και του μοντέρνου, μεταξύ του τετριμμένου και του υψηλού, στο βαθμό που έκανε ο Ennio Morricone.

«Il genio riluttante»

Οι Ιταλοί τον αποκαλούσαν «il genio riluttante», δηλαδή «η απρόθυμη ιδιοφυΐα», λόγω του τρόπου με τον οποίο ο ίδιος έβλεπε το ταλέντο και την τέχνη του. «Είμαι ένας προδότης της συνθετικής καθαρότητας», θα δήλωνε προς το τέλος της ζωής του. Η κληρονομιά του Ennio Morricone συνεχίζει να επηρεάζει το σύγχρονο σινεμά, και η μουσική του παραμένει σημείο αναφοράς για όλους τους συνθέτες κινηματογραφικών soundtrack. Η έμπνευση του έχει αφήσει το αποτύπωμά της σε δεκάδες καλλιτέχνες που προσπαθούν να μιμηθούν τη μοναδικότητα και την ένταση των έργων του. Η μουσική του δείχνει ξεκάθαρα πως ο κινηματογραφικός ήχος είναι περισσότερο από απλή συνοδεία για την εικόνα- είναι το ίδιο το ύφος, η ατμόσφαιρα και το αίσθημα που η ταινία προσπαθεί να μεταφέρει.

Στις 6 Ιουλίου 2020, ο Morricone πέθανε στο Università Campus Bio-Medico στη Ρώμη, σε ηλικία 91 ετών, ως αποτέλεσμα τραυματισμών που υπέστη στο μηριαίο οστό του κατά τη διάρκεια πτώσης. Μετά από μια ιδιωτική κηδεία στο παρεκκλήσι του νοσοκομείου, ενταφιάστηκε στο Cimitero Laurentino.

SHARE THE STORY