Το 1962 η Ελίζαμπεθ Τέιλορ ήταν η πιο διάσημη γυναίκα του κόσμου και κατά πολλούς η ωραιότερη. Βασίλισσα της μεγάλης οθόνης, βραβευμένη με ένα Όσκαρ για την ερμηνεία της στο «Ζήσαμε την Αμαρτία», ενσάρκωνε όλα όσα περίμενε το κοινό από έναν κινηματογραφικό αστέρα, γνωρίζοντας ότι δίπλα στη λάμψη της σταρ έκαιγε η φωτιά μιας εκρηκτικής γυναίκας, στην οποία κανένας άνδρας δεν μπορούσε να πει όχι.
Αποδεδειγμένα: Σε ηλικία 30 ετών η Τέιλορ είχε ήδη στο ενεργητικό της τέσσερις γάμους, δύο διαζύγια, μία κηδεία –του τρίτου της συζύγου, Μάικ Τοντ– αμέτρητα διαμάντια και ένα διαλυμένο σπίτι, αυτό της καλής της φίλης Ντέμπι Ρέινολντς και του Έντι Φίσερ, του καλύτερου φίλου του Τοντ, με τον οποίο η Τέιλορ είχε συνάψει δεσμό λίγες εβδομάδες μετά τον ξαφνικό θάνατο του συζύγου της. Ο Φίσερ θα γινόταν ο τέταρτος σύζυγός της και η Τέιλορ θα αποκτούσε αμετάκλητα τη φήμη της αντροχωρίστρας, της γυναίκας-δηλητήριο.
Η είδηση ότι της είχε γίνει πρόταση να υποδυθεί την Κλεοπάτρα, την περιβόητη βασίλισσα της Αιγύπτου αντί ενός εκατομμυρίου δολαρίων, το υψηλότερο ποσό που είχε πάρει μέχρι τότε ηθοποιός, δεν εξέπληξε κανέναν. Η πρώτη προσπάθεια κινηματογράφησης του έπους όμως, το χειμώνα του 1961 στην Αγγλία, απέτυχε όταν η πρωταγωνίστρια αρρώστησε βαριά με πνευμονία, φτάνοντας κοντά στο θάνατο, ο οποίος απεφεύχθη την τελευταία στιγμή.
Μόλις 30 ετών η Τέιλορ είχε στο ενεργητικό της 4 γάμους, 2 διαζύγια, μία κηδεία –του τρίτου της συζύγου, Μάικ Τοντ– αμέτρητα διαμάντια και ένα διαλυμένο σπίτι, αυτό της Ντέμπι Ρέινολντς και του Έντι Φίσερ, με τον οποίο είχε συνάψει δεσμό αμέσως μετά τον θάνατο του συζύγου της.
Χάρη σε αυτή την περιπέτεια όμως, το Χόλιγουντ τη συγχώρεσε και την αντάμειψε με το Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου το 1961. Τα γυρίσματα της «Κλεοπάτρας» ξεκίνησαν ξανά τον επόμενο χειμώνα στη Ρώμη, στα στούντιο της «Τσινετσιτά», με αλλαγμένο το καστ, πλην της Τέιλορ. Για το ρόλο του Μάρκου Αντώνιου, ο σκηνοθέτης της ταινίας, Τζο Μάνκιεβιτς, είχε επιλέξει τον ανερχόμενο Ουαλό ηθοποιό Ρίτσαρντ Μπάρτον.
Εκρηκτικός χαρακτήρας, λάτρης του αλκοόλ από την εποχή που δούλευε ανθρακωρύχος στην Ουαλία, ο Μπάρτον είχε φτάσει στο Χόλιγουντ περίπου δέκα χρόνια νωρίτερα, με διθυραμβικές κριτικές για τις θεατρικές του εμφανίσεις στο Γουέστ Εντ, ύμνους για τη χαρακτηριστική, ιδανική για τους μεγάλους ρόλους, φωνή του και τη φήμη του καρδιοκατακτητή, έχοντας κοιμηθεί με τις περισσότερες συμπρωταγωνίστριές του, όπως η Κλερ Μπλουμ και η Σούζαν Στράσμπεργκ, την ίδια στιγμή που παρέμενε παντρεμένος με τη Σίμπιλ Μπάρτον, την οποία διατεινόταν ότι δεν θα εγκατέλειπε ποτέ…
Οι ερωτικές σκηνές που προέβλεπε το σενάριο για τους δυο ηθοποιούς άρχισαν να γίνονται ολοένα και πιο αληθοφανείς. Όταν ο Μάνκιεβιτς φώναζε «Cut» οι δυο τους συνέχιζαν να φιλιούνται με πάθος.
Στην πρώτη τους συνάντηση στο πλατό η Τέιλορ, που είχε καταλύσει στη Ρώμη μαζί με τον Έντι Φίσερ, δεν έδειξε καμία επιθυμία να γραφτεί και η ίδια στο βιβλίο των κατακτήσεων του ηθοποιού. Τότε όμως συνέβη κάτι που δεν περίμενε: Ο καρδιοκατακτητής έδειχνε να αδιαφορεί για εκείνη, αίσθημα με το οποίο η Τέιλορ ερχόταν αντιμέτωπη για πρώτη φορά. Λίγες μέρες αργότερα τη ρώτησε: «Σου έχουν πει ότι είσαι ένα πολύ όμορφο κορίτσι;».
Σε ένα κόσμο που όλοι προσκυνούσαν τη διάσημη καλλονή, κάποιος τολμούσε να την πειράξει και να αστειευτεί μαζί της… Σύντομα οι ερωτικές σκηνές που προέβλεπε το σενάριο για τους δυο ηθοποιούς άρχισαν να γίνονται ολοένα και πιο αληθοφανείς. Όταν ο Μάνκιεβιτς φώναζε «Cut» οι δυο τους συνέχιζαν να φιλιούνται με πάθος. Οι φήμες άρχισαν να κυκλοφορούν. Οι δύο ηθοποιοί προσπαθούσαν να κρατήσουν τα προσχήματα αποφεύγοντας ο ένας τον άλλο στο πλατό ή μη ανταλλάσσοντας λέξη δημοσίως.
Η Τέιλορ ειδικά, που μόλις είχε καταφέρει να πάρει άφεση αμαρτιών από το κοινό μετά τη διάλυση του γάμου Φίσερ – Ρέινολντς, ουδεμία επιθυμία είχε να εμπλακεί σε μια εξωσυζυγική περιπέτεια. Το πάθος όμως έμελλε να μεθύσει και τους δύο. Τέιλορ και Μπάρτον άρχισαν να βλέπονται κρυφά και εκτός πλατό, σε μια μικρή βίλα που είχαν νοικιάσει στο Πόρτο Σαν Στέφανο.
Tην ίδια στιγμή, οι φήμες είχαν αρχίσει να βρίσκουν το δρόμο τους προς τον Τύπο, αλλά και τον Έντι Φίσερ. Ο σύζυγος της Τέιλορ θα έλεγε αργότερα: «Είχα καταλάβει τι συνέβαινε πριν καν το καταλάβει εκείνη. Η Ελίζαμπεθ είχε ανάγκη από δράση και ενθουσιασμό και η σχέση μας είχε καταντήσει ένας συμβατικός γάμος. Σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να αντισταθεί στα όσα είχε να της προσφέρει ο Μπάρτον».
Την επικίνδυνη γοητεία, το συναρπαστικό χαρακτήρα, την υποκριτική δεινότητα την οποία θα μπορούσε να μεταλαμπαδεύσει στην Ελίζαμπεθ… Ο Φίσερ δεν αντέδρασε ακριβώς ως τζέντλεμαν στην απιστία της συζύγου του. Σύμφωνα με την παραφιλολογία προμηθεύθηκε ένα όπλο και όταν η Τέιλορ τον αντίκρισε να το κραδαίνει, εκείνος της είπε: «Μην ανησυχείς, είσαι πολύ όμορφη για να σε πυροβολήσω».
Η ηθοποιός εγκατέλειψε τη βίλα που νοίκιαζε με τον Φίσερ και μετακόμισε με τα παιδιά της σε αυτή που είχε νοικιάσει με τον Μπάρτον. Τον Ιούνιο του 1962 το καστ της «Κλεοπάτρας» μεταφέρθηκε στην Ίσκια στη Νότια Ιταλία για τα γυρίσματα των σκηνών της ναυμαχίας του Ακτίου.
Οι φωτογράφοι –οι παπαράτσι, όπως τους έχει μόλις βαφτίσει ο Φελίνι στην «Ντόλτσε Βίτα», ακολουθούσαν πιστά, με τους φακούς τους στραμμένους στο παράνομο ζεύγος, ανα ζητώντας τη φωτογραφία που θα επιβεβαίωνε τους ψιθύρους. Τελικά ήταν ο παπαράτσο Μάρκο Τζεπέτι εκείνος που τους εντόπισε να απολαμβάνουν αγκαλιασμένοι τον ήλιο και τη θάλασσα. Η φωτογραφία θα περνούσε στην Ιστορία, ανοίγοντας το δρόμο για άλλες αντίστοιχες, όπως αυτές της γυμνής Τζάκι Κένεντι στο Σκορπιό ή εκείνες που απαθανάτιζαν τις τρυφερές στιγμές ανάμεσα στην πριγκίπισσα Νταϊάνα και τον Ντόντι Αλ Φαγέντ.
«Το σκάνδαλο», όπως θα το χαρακτήριζε ο ίδιος ο Μπάρτον, έκανε αμέσως το γύρο του κόσμου. Οι αντιδράσεις ήταν ιδιαίτερα έντονες, με την Καθολική Εκκλησία να φτάνει στο σημείο να καταδικάσει δημόσια το ζεύγος, όλοι όμως έμοιαζαν συνεπαρμένοι από την ένταση των συναισθημάτων και από το γεγονός ότι οι δύο αστέρες είχαν αναποδογυρίσει τις ζωές τους προκειμένου να είναι μαζί.
O Μπάρτον είχε εγκαταλείψει τη σύζυγό του, Σίμπιλ, και τις δύο του κόρες, η μια εκ των οποίων αντιμετώπιζε σοβαρή ψυχολογική διαταραχή. Δεν μπορούσε όμως να αντισταθεί στην Ελίζαμπεθ. Όταν τα γυρίσματα έφτασαν στο τέλος τους, οι δυο εραστές συνέχισαν το δεσμό τους και προ κειμένου να είναι μαζί συμφώνησαν να πρωταγωνιστήσουν στο φιλμ «V.I.P’s».
Η δημοτικότητά τους όμως υπέφερε. Το ενδιαφέρον του κοινού για το δεσμό τους δεν αποδείχθηκε αρκετό και η «Κλεοπάτρα», για την οποία η Τέιλορ είχε αμειφθεί με ένα εκατομμύριο δολάρια, οδήγησε την 20th Century Fox στο χείλος της χρεοκοπίας. Τα επόμενα δύο χρόνια, η Ελίζαμπεθ Τέιλορ αφοσιώθηκε στον Μπάρτον αφήνοντας σε δεύτερο πλάνο την καριέρα της.
Όταν εκείνος έφυγε για το Μεξικό, για τα γυρίσματα της «Νύχτας της Ιγκουάνα», η Τέιλορ τον ακολούθησε. Ήθελε να είναι μαζί του και ταυτόχρονα ήθελε να αμβλύνει την αίσθηση κατωτερότητας που είχε ο σύντροφός της, ο οποίος εκρήγνυτο όταν τον αποκαλούσαν «κύριο Κλεοπάτρα». O Γκράχαμ Τζένκινς, ο μικρότερος αδελφός του ηθοποιού, θα εξηγούσε ωστόσο πως ο Μπάρτον «είχε παραδοθεί άνευ όρων στην Ελίζαμπεθ. Χάρη σ’ εκείνη είχε αρχίσει να καταλαβαίνει τον πραγματικό του χαρακτήρα».
Η σχέση τους βέβαια ήταν γεμάτη ένταση και συχνούς καβγά δες, καθώς και οι δυο τους ήταν κυκλοθυμικές προσωπικότητες. Ακόμη και αυτό όμως μετρούσε θετικά για τους δυο τους. Για τα επόμενα δέκα χρόνια οι Μπάρτον ήταν τα πιο διάσημα και συζητημένα πρόσωπα. Έπαιζαν μαζί σε ταινίες που έθρεφαν το μύθο τους, παρουσιάζοντας το ζευγάρι όπως ακριβώς ήθελε να το δει το κοινό, ως μοιραία ερωτευμένους στον «Πύργο στην Άμμο» αλλά και σαρκοφάγους αντιπάλους μέσα σε ένα γάμο, στο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ», που χάρισε στην Τέιλορ ένα ακόμη Όσκαρ.
Κοσμοπολίτες, περιφέρονταν σε εξωτικούς προορισμούς του τζετ σετ, με το «Kalizma», το σκάφος τους, κάνοντας συντροφιά με προσωπικότητες όπως ο Αριστοτέλης Ωνάσης και ο Δούκας και η Δούκισσα του Ουίνδσορ. Είχαν πάντα μαζί τους μια απίθανη ακολουθία, που αποτελείτο από τα παιδιά τους από τους προηγούμενους γάμους τους, αλλά και τη μικρή Μαρία Μπάρτον, την οποία υιοθέτησαν στα μέσα της δεκαετίας του ’60.
«Ήθελα να αποκτήσω αυτό το διαμάντι γιατί είναι υπέροχο και έπρεπε να το έχει η πιο αγαπημένη γυναίκα στον κόσμου», θα έγραφε ο Μπάρτον στο ημερολόγιό του. «Θα πάθαινα υστερία αν το αγόραζε η Σοφία Λόρεν ή η Τζάκι Κένεντι».
Είχαν σπίτια στην Ελβετία και το Μεξικό, τους τοίχους των οποίων κοσμούσαν έργα του Πικάσο, του Μονέ και του Βαν Γκογκ, κτήμα τα στα Κανάρια Νησιά και εκτροφεία αλόγων στην Ιρλανδία, περνούσαν όμως τον περισσότερο καιρό τους σε ξενοδοχεία. Και φυσικά ο Μπάρτον έκανε δώρο στην Ελίζαμπεθ τα ακριβότερα κοσμήματα, όπως το διαμάντι Krupp, για το οποίο είχε πληρώσει σε σημερινές τιμές γύρω στα δύο εκατομμύρια δολάρια, ή το διαμάντι Cartier που μετονομάστηκε σε «Διαμάντι Τέιλορ – Μπάρτον».
Ο ηθοποιός το είχε αγοράσει σε δημοπρασία ξεπερνώντας σε προσφορές ακόμη και τον Αριστοτέλη Ωνάση. «Ήθελα να αποκτήσω αυτό το διαμάντι γιατί είναι υπέροχο και έπρεπε να το έχει η πιο αγαπημένη γυναίκα του κόσμου», θα έγραφε στο ημερολόγιό του. «Θα πάθαινα υστερία αν το αποκτούσε η Σοφία Λόρεν ή η Τζάκι Κένεντι».
Την ίδια στιγμή όμως το πρόβλημα του αλκοολισμού του όλο και χειροτέρευε, ενώ πλέον το κοινό είχε βρει διαφορετικά κινηματογραφικά ενδιαφέροντα. Το Χόλιγουντ στις αρχές της δεκαετίας του ’70 είχε αλλάξει, Οι συνεχείς καβγάδες και το σοβαρό πρόβλημα αλκοολισμού του Μπάρτον έκαναν το ζευγάρι να χωρίσει το 1973. «Σε αγαπώ, αξιαγάπητη γυναίκα», της γράφει ο Μπάρτον, εκλιπαρώντας τη να γυρίσει κοντά του. «Αν σε πειράξει κανείς, αρκεί να μου γράψεις μία λέξη και εγώ θα βρεθώ κοντά σου πιο γρήγορα και από τον ήχο. Ξέρεις πόσο σε αγαπώ και βεβαίως γνωρίζεις πόσο άσχημα σου φέρομαι… Η χειρότερη αλήθεια όμως είναι ότι έχουμε παρεξηγήσει ο ένας τον άλλο. Είσαι απόμακρη σαν τον πλανήτη Αφροδίτη και εγώ τελείως παράφωνος στη μουσική των σφαιρών. Όμως, σε αγαπώ και θα σε αγαπάω για πάντα. Γύρνα σε μένα”
Οι δυο τους θα παντρεύονταν ξανά ένα χρόνο μετά το χωρισμό τους, το 1975. Ο γάμος όμως θα κρατούσε εννέα μήνες πριν οδηγηθεί ξανά σε διαζύγιο το 1976. Αμφότεροι ξαναπαντρεύτηκαν. Συνέχισαν, ωστόσο, να έχουν φιλικές σχέσεις και έπαιξαν μαζί στο θέατρο το 1983. Η Ελίζαμπεθ έλαβε το τελευταίο γράμμα του Ρίτσαρντ Μπάρτον τον Αύγουστο του 1984. Της έγραφε ότι δεν ήταν δυστυχισμένος, αλλά γνώριζε ότι είχε υπάρξει πιο ευτυχισμένος από ποτέ στη ζωή του όταν ήταν μαζί της.
Κανείς δεν ήξερε τι σήμαινε η κοινή ζωή τους. Υπήρχε άραγε πιθανότητα να είναι ξανά μαζί; Θα του έδινε αυτή την ευκαιρία; Το γράμμα είχε ημερομηνία 2 Αυγού στου 1984 και έφθασε στα χέρια της Τέιλορ, που το διάβασε με δάκρυα στα μάτια, λίγες μέρες μετά το θάνατό του στις 5 Αυγούστου εκείνης της χρονιάς.
Cover Photo: Getty Images/Ideal Image