Το επώνυμό της, συνώνυμο του αμύθητου πλούτου, μοιάζει, κοιτώντας τη ζωή της, να συμβολίζει εξίσου και την κακοτυχία. Σίγουρα είναι προτιμότερο να είναι κανείς δυστυχής σε ένα διαμέρισμα της Avenue Foch παρά σε ένα παγκάκι.
Τα όσα συνέβησαν στη Χριστίνα Ωνάση όμως είναι αλήθεια πως ξεπερνούν κατά πολύ το μερίδιο της κακοτυχίας που αντιστοιχεί στον καθένα μας. Το πλουσιότερο κορίτσι στον κόσμο ήταν και το πιο δυστυχισμένο.
To επιχειρηματικό δαιμόνιο του πατέρα της και η υπέροχη κοσμική ζωή της μητέρας της στέρησαν τελικά από εκείνη την παρουσία τους στα παιδικά της χρόνια. Έζησε όλη την ένταση και την ξένοιαστη ζωή του τζετ σετ, νιώθωντας πάντα μειονεκτικά για την εξωτερική της εμφάνιση.
Η Χριστίνα Ωνάση βρέθηκε νεκρή σε ηλικία 37 ετών στις 19 Νοεμβρίου 1988 στην μπανιέρα στη βίλα La Tortuga της Αργεντινής, όπου φιλοξενείτο από την αδελφική της φίλη, Μαρίνα Ντοντέρος.
Μέσα σε δύο χρόνια έχασε τον αδελφό, τη μητέρα και τον πατέρα της. Κανένας από τους γάμους της δεν οδήγησε στην ευτυχία και μπόρεσε να χαρεί την κόρη που τόσο προσμονούσε μόλις τρία χρόνια. Η Χριστίνα Ωνάση βρέθηκε νεκρή σε ηλικία 37 ετών στις 19 Νοεμβρίου 1988 στην μπανιέρα στη βίλα La Tortuga της Αργεντινής, όπου φιλοξενείτο από την αδελφική της φίλη, Μαρίνα Ντοντέρος.
Μέχρι σήμερα η πολυτάραχη ζωή της εξακολουθεί να προκαλεί το ενδιαφέρον με τον ίδιο τρόπο που ένα πολύνεκρο δυστύχημα σταματά όλους τους περαστικούς οδηγούς σε αυτοκινητόδρομο.
Η οικογένεια του Αριστοτέλη Ωνάση ζούσε ανάμεσα στο Παρίσι, τη Γαλλική Ριβιέρα, το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη. Το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του ωστόσο ο Ωνάσης το περνούσε στο πλωτό παλάτι του, τη θαλαμηγό "Χριστίνα", που, εκτός από στρατηγείο του, ήταν ουσιαστικά το πρώτο σπίτι που γνώρισε η Χριστίνα, η οποία δεν ήταν εύκολο παιδί. Σε ηλικία τριών ετών έπαψε να μιλάει για ένα διάστημα και κατόπιν έγινε υπερκινητική και σκανδαλιάρα. Μια φορά πέταξε τα παπούτσια των γονιών της στη θάλασσα επειδή την είχαν κλειδώσει στην καμπίνα τους γιατί ήταν άτακτη.
Τα παιδικά της χρόνια ήταν μάλλον μοναχικά. Οι κούκλες της είχαν φορέματα Dior, οι γονείς της όμως ήταν πολύ απασχολημένοι για να περνούν αρκετό χρόνο μαζί της. Η λίστα προσκεκλημένων του πατέρα της στη "Χριστίνα" συμπεριλάμβανε τον Ουίνστον Τσόρτσιλ και την Γκρέτα Γκάρμπο, αλλά ποτέ κανένα παιδί στην ηλικία της Χριστίνας ή του αδελφού της Αλέξανδρου. Σε ηλικία 14 ετών μπήκε εσωτερική σε σχολείο στην Ελβετία, όπου επιτέλους απέκτησε αυτό που είχε τόσο ανάγκη: Συντροφιά και φίλες.
Ο Ωνάσης την αποκαλούσε το "τυχερό παιδί" επειδή η γέννησή της, στις 11 Δεκεμβρίου του 1950, συνέπεσε με μεγάλες επαγγελματικές του επιτυχίες και κέρδη.
Δίπλα στην ξανθιά, υπέρκομψη Τίνα, η άχαρη μελαχρινή Χριστίνα ήταν μια παραφωνία. Η μητέρα της της είχε υποσχεθεί πως όταν μεγάλωνε, θα έκανε πλαστική και θα αποκτούσε εξίσου όμορφη μύτη με εκείνη. Κάποιοι φίλοι της οικογένειας ένιωθαν πως η Τίνα έμοιαζε να ντρέπεται για την κόρη της.
Ο Ωνάσης την αποκαλούσε το "τυχερό παιδί" επειδή η γέννησή της, στις 11 Δεκεμβρίου του 1950, συνέπεσε με μεγάλες επαγγελματικές του επιτυχίες και κέρδη. Του άρεσε να της μαθαίνει να μαγειρεύει ελληνικά φαγητά, δεν έκρυβε ωστόσο τη σαφή προτίμησή του στον αδελφό της Αλέξανδρο, που θα τον διαδεχόταν.
Η Χριστίνα δε συμπαθούσε τη Μαρία Κάλλας, αλλά είχε πολύ εντονότερα αρνητικά συναισθήματα για την Τζάκι Κένεντι. Έκρυβε την αντιπάθεια για τη δεύτερη σύζυγο του πατέρα της κάτω από μια ψυχρή ευγένεια. Την αποκαλούσε "Η κυρία".
Όταν έμαθε πως ο πατέρας της και η Τζάκι αποφάσισαν να παντρευτούν στο Σκορπιό, έκανε μεγάλη σκηνή. Ο πατέρας της όμως αδιαφόρησε, τόσο για τη δική της στάση όσο και του αδελφού της Αλέξανδρου, που πίστευαν πως η Τζάκι ήταν μια χρυσοθήρας και πως ο πατέρας τους θα γελοιοποιείτο με το να παντρευτεί μια γυναίκα τόσο νεότερή του. Ο Ωνάσης προσπάθησε να καθησυχάσει τα παιδιά του, κάνοντας προγαμιαίο συμβόλαιο με τη χήρα του Κένεντι, που τους εξασφάλιζε ότι δε θα έχαναν τίποτα από την κληρονομιά τους και έδωσε στην Τζάκι 3 εκατομμύρια δολάρια μετρητά πριν το γάμο τους στο Σκορπιό. Η Χριστίνα ήταν παρούσα στο γάμο του πατέρα της, τον Οκτώβριο του 1968, αρνήθηκε όμως να φωτογραφηθεί και καθ' όλη τη διάρκεια του μυστηρίου έκλαιγε σιωπηλά…
Ο Ωνάσης ωστόσο ήλπιζε ότι η κομψότητα και οι καλοί τρόποι της Τζάκι θα περνούσαν με κάποιον τρόπο και στην κόρη του. Έστειλε τη Χριστίνα στη Νέα Υόρκη και η Τζάκι τη συνόδευε για ψώνια, για φαγητό, σε θέατρα και μουσεία, οργάνωσε δείπνα και τη γνώρισε σε κόσμο, μέλη της society και καλλιτέχνες. Ήταν όμως τόσο αβυσσαλέα η διαφορά ανάμεσα στις δύο γυναίκες, ώστε η Χριστίνα, όχι μόνο δεν την έκανε πρότυπό της, αλλά αντίθετα βρήκε άλλον ένα λόγο να την αντιπαθεί.
«Δίπλα της νιώθω σαν αγελάδα» έλεγε. Σύντομα έγινε σαφές ότι ούτε η Τζάκι ήταν ιδιαίτερα ενθουσιασμένη με τη νέα της κόρη και οι πολλές επαφές διεκόπησαν. Παρ' όλα αυτά, η Χριστίνα εξακολουθούσε να είναι ευγενική δημοσίως με τη σύζυγο του πατέρα της. Όχι μόνο είχε παραστεί στο πάρτι για τα 40ά γενέθλια της Τζάκι, αλλά και χόρεψε μέχρι τα ξημερώματα. Η αντιπάθεια της Χριστίνας για την Τζακι όμως μεγάλωνε όσο μάθαινε πόσο αχόρταγα σπαταλούσε την περιουσία του Ωνάση. Οι φόβοι της είχαν επιβεβαιωθεί.
Ο γάμος υπήρχε πάντα στο μυαλό της Χριστίνας Ωνάση, η οποία πίστευε ότι η δημιουργία μίας νέας, δικής της οικογένειας θα την απομάκρυνε από τα προβλήματα των Ωνάση. Συνάντησε τον πρώτο της σύζυγο στην πισίνα του Hotel de Paris, στο Μόντε Κάρλο, το Μάιο του 1971. Ο Τζόζεφ Μπόλκερ, ιδιοκτήτης κατασκευαστικής εταιρείας στο Λος Άντζελες, εκατομμυριούχος, διαζευγμένος και πατέρας τεσσάρων κοριτσιών, φορούσε γυαλιά με μαύρο σκελετό, όπως ο πατέρας της, και στα 48 του χρόνια ήταν μεγαλύτερος από τη Χριστίνα σχεδόν κατά τρεις δεκαετίες.
Μέσα σε διάστημα δύο ετών, από το 1973 μέχρι το 1975, η Χριστίνα έχασε τον αδελφό, τη μητέρα και τον πατέρα της. Σε ηλικία 24 ετών, στην κηδεία του πατέρα της, στο Σκορπιό, ήταν πιο μόνη από ποτέ.
Εκτός από πατρική φιγούρα, έγινε γρήγορα για εκείνην ένας από τους ανθρώπους που είχαν την υπομονή να την ακούνε, κάτι που σπάνια έκανε ο πατέρας της. Ο γάμος τους έκανε έξαλλο τον Ωνάση, είχε όμως σύντομο τέλος, καθώς η Χριστίνα σύντομα βαρέθηκε να ζει τη ζωή μιας νοικοκοιράς του Λος Άντζελες. Οι δυο τους διατήρησαν φιλική σχέση μετά το χωρισμό.
Μέσα σε διάστημα δύο ετών, από το 1973 μέχρι το 1975, η Χριστίνα έχασε τον αδελφό, τη μητέρα και τον πατέρα της. Σε ηλικία 24 ετών, στην κηδεία του πατέρα της, στο Σκορπιό, ήταν πιο μόνη από ποτέ.
Καταφθάνοντας μαζί με τη Χριστίνα στην κηδεία του Αριστοτέλη Ωνάση, η Τζάκι, ντυμένη με Valentino, μοίραζε χαμόγελα στους φωτογράφους. Καθ' οδόν προς το κοιμητήριο, στο Σκορπιό, ο Τεντ Κένεντι άρχισε να της μιλά για τα χρήματα που θα έπρεπε να κληρονομήσει η Τζάκι. Η Χριστίνα βγήκε έξαλλη από το αυτοκίνητο. Στο τέλος έδωσε στην Τζάκι 26.000.000 δολάρια, γνωρίζοντας πως, βάσει της ελληνικής νομοθεσίας, θα μπορούσε να διεκδικήσει πολύ περισσότερα. Μετά από αυτό απαγόρευσε να αναφέρεται το όνομα της Τζάκι μπροστά της. Αν κάποιος έκανε το λάθος, η διάθεσή της χαλούσε αμέσως. Όπως έλεγε η ίδια, «δεν έχω γνωρίσει πιο παραδόπιστο άνθρωπο στη ζωή μου. Αν μπορούσα, θα της έδινα πενήντα φορές πιο πολλά από όσα της έδωσα, αρκεί να μην την ξαναέβλεπα ποτέ στη ζωή μου».
Όταν η θεία της, Άρτεμις Γαρουφαλίδη, της σύστησε τον 32χρονο Αλέξανδρο Ανδρεάδη, γόνο εφοπλιστικής οικογένειας, γοητευτικό και κυρίως Έλληνα, όπως θα επιθυμούσε ο πατέρας της, η Χριστίνα δέχθηκε το προξενιό με ευχαρίστηση. Ο γάμος τους τελέστηκε μόλις τέσσερις μήνες μετά το θάνατο του Ωνάση, τον Ιούλιο του 1975, στη Γλυφάδα, με τη Χριστίνα να φορά νυφικό του Yves Saint Laurent και την Τζάκι παρούσα. Λίγες μέρες μετά το μυστήριο, όπως αναφέρει ο βιογράφος της Χριστίνας, William Wright, ο νέος της σύζυγος της εξήγησε πως η οικογένειά του αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα και πως ήταν απαραίτητο να του δώσει 20.000.000 δολάρια. Η Χριστίνα συνειδητοποίησε τότε πως όλες οι εκδηλώσεις αγάπης του συζύγου της και η επιθυμία του να παντρευτούν είχαν ως κίνητρο την ανάγκη για τα χρήματα. Τελικά, αρνήθηκε να δώσει το ποσό στον Ανδρεάδη και του ανακοίνωσε πως θα χωρίσουν.
Η επιλογή του επόμενου συζύγου της ήταν, αν μη τι άλλο, μία απολαυστικά εκκεντρική πράξη. Η Χριστίνα συνάντησε τον Σοβιετικό αξιωματούχο, Σεργκέι Καούζοφ, στο Παρίσι, όταν συμφώνησε να παράσχει κάποια από τα πετρελαιοφόρα του στόλου της στη σοβιετική κυβέρνηση. Ο Καούζοφ ήταν ο κύριος συνομιλητής της στις διαπραγματεύσεις. Αδιαφορώντας για το γυάλινο μάτι του, τα δύο χρυσά δόντια, την πιανίστρια σύζυγό του και την 8χρονη κόρη τους, η Χριστίνα αισθάνθηκε έντονη έλξη για τον συνομιλητή της. Η συζήτηση για τη συμφωνία έδωσε τη θέση της στο φλερτ.
Οι πιο στενοί της φίλοι, όπως η Μαρίνα Δοδέρος, επιμένουν ότι ο Ρώσος σύζυγός της ήταν εκείνος τον οποίο αγάπησε περισσότερο.
Σύμφωνα με όσα είχε πει σε φίλους της, οι ερωτικές επιδόσεις του Καούζοφ αποδείχθηκαν σημαντικό δέλεαρ για εκείνη. Ο γάμος τους τελέστηκε τον Αύγουστο του 1978 στο κτίριο γαμήλιων τελετών της Μόσχας, την πρώην κατοικία του πρίγκιπα Γιουσούποφ. Ένας χειμώνας στη Ρωσία ήταν αρκετός για να κάνει τη Χριστίνα να αναθεωρήσει τα ρομαντικά της όνειρα. Ο γάμος με τον Καούζοφ ήταν ένα μεγάλο λάθος, το οποίο μπορούσε να διορθωθεί μόνο με έναν τρόπο: Το διαζύγιο. Οι πιο στενοί της φίλοι, όπως η Μαρίνα Δοδέρος, επιμένουν ότι ο Ρώσος σύζυγός της ήταν εκείνος τον οποίο αγάπησε περισσότερο. Και μόνο η παραμονή της για σχεδόν μισό χρόνο στην κομουνιστική Μόσχα θα μπορούσε να είναι απόδειξη των συναισθημάτων της. Όπως και το γεγονός ότι πριν χωρίσουν του έκανε δώρο δύο τάνκερ, ανεβάζοντας τη συνολική του περιουσία στο ύψος των 9 εκατομμυρίων δολαρίων.
Η Χριστίνα είχε συναντήσει για πρώτη φορά τον Τιερί Ρουσέλ, όταν εκείνος ήταν 20 και εκείνη 22, το καλοκαίρι μετά το θάνατο του αδελφού της. Δέκα χρόνια αργότερα βρέθηκαν ξανά και οι δυο τους έγιναν γρήγορα αχώριστοι. Η Χριστίνα άρχισε να μιλά για γάμο. Ο Ρουσέλ δεν ήταν ιδιαίτερα δεκτικός, εκείνη όμως του υποσχέθηκε περισσότερα χρήματα από όσα μπορούσε ποτέ να ονειρευτεί. Της είπε τότε ότι για να την παντρευτεί θα έπρεπε να χάσει είκοσι πέντε κιλά. Η Χριστίνα δέχτηκε. Αυτό που δε γνώριζε ήταν πως ο δεσμός του με το μοντέλο από τη Σουηδία, Γκάμπι Λουτχάγκε, δεν είχε λήξει. Αντίθετα η Γκάμπι είχε μετακομίσει στη Σουηδία, όπου ο Ρουσέλ τής είχε αγοράσει ένα σπίτι και δεν είχε πάψει ποτέ να την επισκέπτεται.
Το Φεβρουάριο του 1983, η Χριστίνα έδωσε ένα πάρτι στο παρισινό κλαμπ The Palace για να ανακοινώσει τους αρραβώνες τους. Μετακόμισε στο σπίτι του και ξεκίνησε αυστηρό πρόγραμμα δίαιτας, περνώντας και δύο εβδομάδες σε spa, ενώ μείωσε κατά πολύ την κατανάλωση βαρβιτουρικών και αμφεταμινών. Μέσα σε ένα μήνα έδειχνε πιο αδύνατη και σίγουρα πιο ευτυχισμένη από ό,τι είχε υπάρξει εδώ και καιρό. Ο γάμος της με τον Τιερί Ρουσέλ έγινε το Μάρτιο του 1984.
Η κόρη της, Αθηνά, ήρθε στον κόσμο στις 29 Ιανουαρίου του 1985 και έγινε αμέσως το επίκεντρο του κόσμου της. Ο γάμος της με τον Ρουσέλ δεν είχε αποδειχθεί καθόλου ευτυχής.Το μεγαλύτερο χτύπημα για τη Χριστίνα ήρθε όταν πληροφορήθηκε πως το παιδί που είχε γεννήσει η Γκάμπι λίγους μήνες μετά τη γέννηση της Αθηνάς είχε πατέρα τον Ρουσέλ. Το σοκ ήταν μεγάλο, ο έρωτάς της όμως ήταν αγιάτρευτος. Ήταν αποφασισμένη να παίξει το δυνατότερό της χαρτί: Το χρήμα. Λέγεται ότι για κάθε βράδυ που περνούσε μαζί της, εκείνη του έδινε 100.000 δολάρια.
Θέλοντας να κρατήσει την οικογένειά της ενωμένη, έκανε παρέα ακόμη και με την Γκάμπι. Πέρασε το καλοκαίρι του 1986 στο Μονακό μαζί με τη γυναίκα που τη συναγωνιζόταν για την καρδιά του συζύγου της και το παιδί που εκείνη είχε αποκτήσει μαζί του. Όταν ωστόσο έμαθε πως η Γκάμπι ήταν ξανά έγκυος, η Χριστίνα δέχτηκε το αίτημα του Ρουσέλ να χωρίσουν.
Στην Αργεντινή, όπου θα κατέφευγε λίγο αργότερα θέλοντας να κάνει μία νέα αρχή, θα έκανε στενή παρέα με τον αδελφό της καλής της φίλης, Μαρίνας Δοδέρος, Γιώργο Τσομλεκτσόγλου. Ο ίδιος θα δήλωνε ότι σκόπευαν να παντρευτούν. Τον πέμπτο γάμο της Χριστίνας Ωνάση, όμως, πρόλαβε ο θάνατος, που ήρθε ξαφνικά τον Νοέμβριο του 1988, δίνοντας πρόωρο τέλος στην περιπετειώδη ζωή της άτυχης κληρονόμου…
Η Μαρίνα Ντοντέρο είχε αφηγηθεί στο βιβλίο της σχετικά με την τελευταία νύχτα της Χριστίνας:
«Παρασκευή, 18 Νοεμβρίου του 1988. Κατά τη διάρκεια του δείπνου η Χριστίνα άρχισε να μιλά για τον πατέρα και τον αδελφό της, και για ένα σωρό άλλα πράγματα που συνήθως δεν ανέφερε ποτέ. Ήταν σαν να περνούσε μια διαδικασία κάθαρσης, μιλώντας για την αγάπη που δεχόταν από τους γύρω της» […] «Μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και μου είπε καληνύχτα στα ελληνικά. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που την είδα ζωντανή. Την επόμενη μέρα, σηκώθηκα στις 10 και ρώτησα την Ελένη, την οικονόμο, πού ήταν η Χριστίνα. Μου είπε ότι ακόμη κοιμόταν.
"Μπήκα στο μπάνιο και την είδα από πίσω, καθισμένη στημένα και με το κεφάλι της σχεδόν ίσιο. Χωρίς να την αγγίξω, και ούτε καν να της μιλήσω, πήγα να πω στην Ελένη ότι η Χριστίνα είχε αποκοιμηθεί, πράγμα που συνέβαινε συχνά."
Πήγα στο δωμάτιό της και απ' έξω από την κλειδαρότρυπα είδα φως. Έπειτα άνοιξα την πόρτα και ξαφνιάστηκα όταν είδα το κρεβάτι στρωμένο, και με πεταμένα ρούχα επάνω. Η πόρτα του μπάνιου ήταν μισάνοιχτη και ακουγόταν τρεχούμενο νερό.
Μπήκα στο μπάνιο και την είδα από πίσω, καθισμένη στημένα και με το κεφάλι της σχεδόν ίσιο. Χωρίς να την αγγίξω, και ούτε καν να της μιλήσω, πήγα να πω στην Ελένη ότι η Χριστίνα είχε αποκοιμηθεί, πράγμα που συνέβαινε συχνά.
Η Ελένη ήρθε στο μπάνιο να με βοηθήσει να τη σηκώσουμε και να τη μεταφέρουμε στο κρεβάτι, αλλά όταν είδε το πρόσωπό της, άρχισε να φωνάζει, ''Είναι νεκρή''! […] Την ξάπλωσαν σε μία πετσέτα στο πάτωμα, στο μπάνιο.
Θυμάμαι ξεκάθαρα πως τα μάτια της Χριστίνας ήταν ορθάνοιχτα, κοιτάζοντας το άπειρο. Κλαίγοντας και εκτός εαυτού, ήμουν σίγουρη ότι ήταν ακόμα ζωντανή, όταν έπρεπε να τηλεφωνήσω στο γιατρό».
Παρά τα σενάρια συνωμοσίας, η ιατροδικαστική έκθεση απέδωσε το θάνατο της Χριστίνας σε φυσιολογικά αίτια, καρδιακή ανακοπή που οφείλετο σε πνευμονικό οίδημα. Τον τελευταίο χρόνο της ζωής της έπαιρνε χάπια για το αδυνάτισμα τα οποία είχαν όντως επιτυχία, αλλά και άγνωστες παρενέργειες…