Ήταν 18 Ιανουαρίου 1992, όταν εφτά άτομα από την ίδια γειτονιά μεταφέρονται στο νοσοκομείο σε κωματώδη κατάσταση, λόγω οξείας τροφικής δηλητηρίασης. Έπειτα από έρευνα, διαπιστώθηκε ότι οι δύο οικογένειες είχαν δηλητηριαστεί με φυτοφάρμακο το οποίο βρέθηκε στα τηγανόψωμα που είχαν φάει. Λίγες ώρες πριν, η γειτόνισσά τους, Μαρία Σαμπανιώτη, τους είχε πάει τη ζύμη για τα τηγανόψωμα. Τρεις από τους δηλητηριασμένους έπεσαν νεκροί και το δικαστήριο έκρινε την Μαρία Σαμπανιώτη ένοχη. Ωστόσο, η ίδια μέχρι τέλους υποστήριζε ότι ήταν αθώα. Αυτή είναι η ιστορία της νοικοκυράς με τα φονικά τηγανόψωμα.
Η Μαρία Σαμπανιώτη γεννήθηκε στο χωριό Μελάνθιο της Καστοριάς το 1936 και ήταν κάτοικος Περιστερίου. Ήταν παντρεμένη με τον οδηγό ταξί, Σταύρο Σαμπανιώτη και μαζί είχαν κάνει δύο κόρες. Το Σάββατο, 18 Ιανουαρίου του 1992 γύρω στις 11:00 το πρωί, η Μαρία Σαμπανιώτη ζύμωσε αρκετό ζυμάρι για τηγανόψωμο. Το αλεύρι συνήθιζε να το προμηθεύεται από τον αδερφό της, ο οποίος έσπερνε στάρια στο χωριό τους. Τελευταία φορά είχε παραλάβει ένα τσουβάλι με περίπου 60 κιλά αλεύρι. Από αυτό έβγαλε 3-4 κιλά και ετοίμασε ανάλογη ποσότητα ζύμης για ψωμί και άλλα αρτοσκευάσματα. Γύρω στη 13:00, αφού χώρισε τη ζύμη σε δύο δοχεία, παρέδωσε τα δύο δοχεία στις γειτόνισσές της, Ελένη Μουστοπούλου και Ειρήνη Κληματσά.
Η Ελένη Μουστοπούλου, χρησιμοποιώντας μέρος της ζύμης, έφτιαξε 12 τηγανόψωμα. Στη συνέχεια έκατσε να τα φάει με τον σύζυγό της, Θεόδωρο και τον γιο τους, Κωνσταντίνο. Από τα τηγανόψωμα έφαγαν επίσης και δύο αδέλφια από το Καζακστάν τα οποία φιλοξενούσε εκείνη την περίοδο στο σπίτι της στο Περιστέρι. Η Ειρήνη Κληματσά, ανυποψίαστη όπως και η Μουστοπούλου, έφτιαξε με τη δηλητηριασμένη ζύμη μικρά ψωμάκια και στη συνέχεια τα μοιράστηκε στο τραπέζι με τον γιο της, Αντώνη.Όσοι έφαγαν τα ψωμιά από τη ζύμη της Σαμπανιώτη, γρήγορα άρχισαν να μην αισθάνονται καλά και να εκδηλώνουν συμπτώματα οξύτατης τροφική δηλητηρίαση. Το απόγευμα της ίδιας μέρας και οι δύο οικογένειες μεταφέρθηκαν σε κωματώδη κατάσταση στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Πειραιά στη Νίκαια και στο νοσοκομείο Μεταξά. Οι γιατροί προσπάθησαν με κάθε τρόπο να σώσουν τους ασθενείς, ενώ παράλληλα ανέφεραν το περιστατικό στην αστυνομία καθώς θεώρησαν ιδιαίτερα ύποπτο το γεγονός ότι δύο γειτονικές οικογένειες έτυχε να πάθουν όλοι μαζί τόσο έντονη δηλητηρίαση
Τα τηγανόψωμα καθώς και υπολείμματα της ζύμης στάλθηκαν για έλεγχο στο Τοξικολογικό Εργαστήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών και έδειξαν ότι περιείχαν παραθείο. Το παραθείο είναι γεωργικό παρασιτοκτόνο το οποίο χρησιμοποιείται ως εντομοκτόνο και αραχνοκτόνο. Εξαιτίας του γεγονότος ότι προκαλεί δηλητηρίαση από οργανοφωσφορικά, πλέον έχει απαγορευτεί αυστηρά από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην πορεία, ελέγχθηκε και η ζύμη από την οποία έφαγε η Μαρία Σαμπανιώτη και η οικογένειά της αλλά βρέθηκε καθαρή. Αρχικά, το συμβάν θεωρήθηκε ατύχημα. Σταδιακά, ωστόσο, οι υποψίες των Αρχών όλο και στρέφονταν εναντίον της φαινομενικά άκακης 56χρονης γειτόνισσας.
Η Σαμπανιώτη υποστήριξε κατά την ανάκρισή της ότι δεν είχε ιδέα πώς βρέθηκε μέσα στη ζύμη της το δηλητήριο. «Δεν είμαι νέα νοικοκυρά. Δεν μπορώ να μπερδέψω το αλάτι με το δηλητήριο. Πήγα να κάνω ένα καλό και πώς μπλέχτηκα έτσι, Θεέ μου!» τόνισε χαρακτηριστικά. Σε αυτό το σημείο η αστυνομία άρχισε να ψάχνει κάποιο κίνητρο.
Την απάντηση την έδωσε ένα από τα θύματα. Δημοσιογράφοι της εφημερίδας Ελεύθερος Τύπος, επισκέφθηκαν την Ελένη Μουστοπούλου, στην παθολογική κλινική του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου Πειραιά. Η 57χρονη γυναίκα είπε στη συνέντευξή της ότι αυτή και η οικογένειά της έμεναν στη Ρωσία, αλλά εδώ και 10 μήνες είχαν εγκατασταθεί στο Περιστέρι. Η Μαρία Σαμπανιώτη πήγαινε σχεδόν κάθε μέρα στο σπίτι της κι από την αρχή της είχε κάνει σαφές πως ήθελε τον γιο της τον Κώστα, για γαμπρό. Εκείνη της είχε απαντήσει: «είναι πολύ νωρίς για έρωτες και γάμους. Εμείς δεν είχαμε ούτε έναν χρόνο στην Ελλάδα».
Η Σαμπανιώτη είχε δώσει νήμα στην Ελένη Μουστοπούλου και της είχε ζητήσει να φτιάξει μια μπλούζα για την κόρη της. «Εκείνη την ημέρα, λοιπόν, είχε έρθει για να μ’ ευχαριστήσει, είπε, κι έφερε τη ζύμη για να φτιάξω τηγανόψωμα για τα παιδιά. Ο γιος μου είχε καλεσμένους δύο φίλους του από τη Ρωσία, τον Σουλτάν και τον Γιάννη. Κατά τις 4 αρχίσαμε να τρώμε και κατά τις 5 πέσαμε όλοι κάτω σαν κοτόπουλα». Τους ισχυρισμούς αυτούς επιβεβαίωσαν και άλλοι γείτονες που δήλωσαν μάλιστα ότι η οικογένεια Μουστοπούλου αρνήθηκε το γάμο, καθώς αντιμετώπιζαν οικονομικά προβληματα. Η έρευνα της αστυνομίας οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η Μαρία Σαμπανιώτη ήθελε διακαώς να παντρέψει τις δύο κόρες της με τους γιούς των οικογενειών Μουστοπούλου και Κληματσά. Όταν οι δύο οικογένειες αρνήθηκαν το προξενιό, αποφάσισε να τους εκδικηθεί με αυτόν τον τρόπο.
Η ίδια η Μαρία Σαμπανιώτη αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες, υποστηρίζοντας ότι κάποιος άλλος έριξε το δηλητήριο στη ζύμη.«Η κόρη μου, μου ζήτησε να πάμε στα μαγαζιά. Για να μη χαλάσει το ζυμάρι το πήγα εγώ στην οικογενειακή μας φίλη Ελένη Μουστοπούλου και το υπόλοιπο ζυμάρι το πήγα στην Ειρήνη Κληματσά, για να φτιάξει κι εκείνη ψωμί», εξήγησε στην αστυνομία.
Παρά τις προσπάθειες των γιατρών, τρία από τα επτά θύματα δεν τα κατάφεραν. Έξι μέρες μετά τη δηλητηρίαση υπέκυψε ο πρώτος, ο Θόδωρος Μουστόπουλος, περίπου 3,5 μήνες αργότερα στις 6 Μαΐου πέθανε η Ειρήνη Κληματσά και ένα μήνα μετά, στις 7 Ιουνίου, έχασε τη ζωή του και ο γιος της Αντώνης Κληματσάς. Οι υπόλοιποι τέσσερις βρίσκονταν σε κρίσιμη κατάσταση αλλά τελικά κατάφεραν να πάρουν εξιτήριο έπειτα από πολλές περιπέτειες με την υγεία τους.
Η δίκη της 56χρονης νοικοκυράς άρχισε τον Απρίλιο του 1993 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας. Ενώπιον του δικαστηρίου η κατηγορούμενη συνέχισε να επιμένει ότι είναι αθώα: «Ο Θεός είναι από πάνω κι αν λέω ψέματα να με κάψει. Λυπάμαι για τις τρεις ψυχούλες που έφυγαν. Δεν τους έκανα κακό. Και με τις δύο οικογένειες είχα πάρα πολύ καλές σχέσεις. Τη ζύμη την είχα φτιάξει από το πρωί για να ψήσω ψωμί για την οικογένειά μου. Η κόρη μου μού ζήτησε να βγούμε για ψώνια. Για να μη χαλάσει το ζυμάρι σκέφτηκα να το δώσω στην Ειρήνη Κληματσά και την Ελένη Μουστοπούλου. Στο σπίτι είχε έρθει από νωρίς η γειτόνισσά μου Αγάπη Κοασίδου. Όταν φύγαμε, κλείδωσα την πόρτα. Γύρισα και την βρήκα στο σπίτι. Είχε μπει από την πίσω πόρτα της κουζίνας. Κρατούσε και μία νάιλον τσάντα. Μια φορά είχα πιει καφέ στο σπίτι της και έπαθα δηλητηρίαση. Μπορεί, όμως, να ήθελε να μας δηλητηριάσει και ο αρραβωνιαστικός της κόρης μου. Δεν τον ήθελα, ούτε κι αυτός με συμπαθούσε…», δήλωσε η ίδια στο εδώλιο. Η Αγάπη Κοασίδου, η γειτόνισσα για την οποία άφησε υπονοούμενα ότι μπορεί αυτή να δηλητηρίασε τη ζύμη, αποδείχθηκε ότι δε βρισκόταν καν στην Αθήνα την ημέρα του εγκλήματος. Είχε περάσει το σαββατοκύριακο εκείνο στην Κόρυνθο.
Η Ελένη Μουστοπούλου κατέθεσε εκ νέου ότι η Σαμπανιώτη ήθελε να δηλητηριάσει την οικογένειά της και πως της είχε κάνει εντύπωση το μπλε χρώμα του ψωμιού καθώς κι ότι είχε φουσκώσει αφύσικα πολύ. Η κόρη της, Ελισάβετ, υποστήριξε ότι ουδέποτε τέθηκε θεμα “προξενιού”. Το βούλευμα ανέφερε ότι: «Η κατηγορούμενη, χωρίς ίχνος ηθικών αναστολών, δώρισε στην κυριολεξία τον θάνατο και οδήγησε στον αφανισμό δύο οικογενειών. Πρόκειται για αδίστακτο άτομο, ιδιαίτερα επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια».
Ο εισαγγελέας Σταύρος Μαντακιοζίδης την αποκάλεσε «νέα Φραγκογιαννού», κατά τη Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και από την αγόρευσή του δεν έλλειψαν οι χυδαίοι, σεξιστικοί χαρακτηρισμοί: «Μέσα στην ψυχή της έκρυβε μεγάλο μίσος. […] Προσπάθησε να εξολοθρεύσει -και το έκανε- δύο οικογένειες. Φαινομενικά μοιάζει αθώα. Αν αφεθεί ελεύθερη, όμως, θα αποτελέσει μεγαλύτερο κίνδυνο και από τον Ρωχάμη! Την έτρωγε το σαράκι της αντεκδίκησης. Έψαξε και βρήκε φάρμακο. Το γυναικείο μυαλό δουλεύει με ανάποδες στροφές. Η γυναικεία φύση είναι περίεργη. Οι γυναίκες είναι ικανές για όλα».
Το δικαστήριο θα ολοκληρωθεί στις 3 Μαΐου 1993, κρίνοντας ένοχη την κατηγορούμενη, καταδικάζοντάς την σε τρεις φορές ισόβια και επιπλέον 25 χρόνια κάθειρξη. Ήταν η μεγαλύτερη ποινή που είχε εκδικαστεί σε γυναίκα μέχρι τότε. Η Σαμπανιώτη επαναλάμβανε στη δικαστική αίθουσα ότι είναι αθώα και επέμενε να της δώσουν τον «ορό της αλήθειας» μέχρι που λιποθύμησε και μεταφέθηκε με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο των γυναικείων φυλακών Κορυδαλλού.
Στη δικαστική απόφαση αναφέρεται ότι: «Η κατηγορούμενη είχε σχέσεις επικοινωνιακές και έδειχνε φιλική προς τις οικογένειες αυτές κάνοντας, σε εξαιρετικές στιγμές όπως είναι οι ονομαστικές ή γενέθλιες γιορτές, διάφορα μικρά δώρα. Στην πραγματικότητα, όμως, τις μίσησε χωρίς να το δείχνει και αυτό για άγνωστους λόγους, το πιθανότερο όμως επειδή σε σχετικές συζητήσεις δεν συμφωνούσαν οι τελευταίοι να συμπεθεριάσουν με γάμο των παιδιών τους, γεγονός που το έδειχναν, ιδίως με τη μη αποδοχή ορισμένων δώρων ιματισμού. Το κρυφό μίσος της κατηγορουμένης εξελίχθηκε βαθμιαίως σε μανία εξόντωσης και των δύο αυτών οικογενειών. Για αυτό το σκοπό κατέστρωσε το σατανικό της σχέδιο, το οποίο αποσκοπούσε στο να τους δηλητηριάσει με θανατηφόρα χημική ουσία».
Το 1997 πραγματοποιήθηκε δίκη σε δεύτερο βαθμό στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών και επανεκδίκαση της υπόθεσης στο Εφετείο το 2000, αλλά η ποινή παρέμεινε ίδια. Από τη φυλακή η Σαμπανιώτη είχε υποστηρίξει ότι «Η μεγάλη μου κόρη ήταν τότε 16-17 ετών και ήδη αρραβωνιασμένη, ενώ η μικρή πήγαινε ακόμη στο σχολείο. Ήθελα να τις σπουδάσω, όχι να τις παντρέψω». Εν τέλει, θα αποφυλακιστεί το 2011 έχοντας εκτίσει ποινή 19 ετών για τη δολοφονία τριών ανθρώπων. Μετά την αποφυλάκισή της, μάλιστα, έδωσε συνέντευξη όπου τόνισε «Τόσα χρόνια μέσα στη φυλακή έχασα την υγεία μου. Ο Θεός το ξέρει. Δεν έκανα κακό, όχι. Δεν είχα τύψεις καθόλου. Μέρα νύχτα έκλαιγα και έλεγα: Αν ήταν στη ζωή η κυρία Ειρήνη (εννοεί την Ειρήνη Κληματσά, ένα από τα θύματα), εμένα εδώ μέσα δεν θα με άφηνε. Εγώ με τη συνείδησή μου είμαι καλά. Στενοχωριόμουν για αυτή τη γυναίκα και έλεγα ότι και η αδερφούλα μου να ήταν και το παιδί μου να ήταν, τέτοιο πόνο δεν θα ένιωθα».
Στην ερώτηση του δημοσιογράφου αν της δινόταν η ευκαιρία τι θα έλεγε στις οικογένειες των θυμάτων, η Σαμπανιώτη είχε απαντήσει: «Ο Θεός να τους δώσει μεγάλη υπομονή αλλά εγώ δεν φταίω, δεν φταίω. Χίλιες φορές να με χτύπαγε αυτοκίνητο παρά να γινόταν αυτό. Αυτό πολύ με στενοχώρησε πάρα πολύ. Και μέσα στο δικό μου σπίτι. Εγώ ούτε για κατσαρίδα δεν είχα δηλητήριο». Στην ίδια συνέντευξη είχε δηλώσει ότι είχε εξερετική σχέση με τις συγκρατούμενές της, στις οποίες μάλιστα μαγείρευε συχνά, κάτι που πολλοί είχαν βρει ειρωνικό. Σήμερα, η Μαρία Σαμπανιώτη εξακολουθεί να κατοικεί στο Περιστέρι, έχοντας ωστόσο αλλάξει σπίτι.