Η Αθήνα τον Δεκέμβριο λάμπει ακόμη κάτω από τον ήλιο, μια πόλη όπου το παλιό συναντά το καινούριο με κάθε βήμα. Εδώ, ανάμεσα στα παλιά μάρμαρα και τους σύγχρονους θρόνους του πολιτισμού, συνάντησα την Leah Wood. Εικαστικός, ακτιβίστρια, κόρη του θρυλικού Ronnie Wood των Rolling Stones, μοιάζει σαν urban ξωτικό. Με το τεράστιο χαμόγελό της και την αιθέρια παρουσία της, είναι άμεση, προσιτή και με μια φυσική δόση χιούμορ που σπάει αμέσως τον πάγο.
Βρισκόμαστε στο Nyn Esti, στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, όπου η Leah Wood ήρθε για να εργαστεί πάνω σε μια νέα έκθεση που θα παρουσιαστεί το 2025. Η συνεργασία της με την Άντα Ηλιοπούλου, πρόεδρο της διεθνούς πολιτιστικής κίνησης Le Soleil Foundation, ενώνει την τέχνη της με την ελληνική φύση, πιο συγκεκριμένα με τις πεταλούδες της Ρόδου. «Το τοπίο εκεί ήταν άγριο, τραχύ και γεμάτο υφές», μου λέει, αφήνοντας να φανούν τα συναισθήματα από την επαφή της με την ελληνική γη. Όταν η Leah Wood ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τη ροδίτικη φύση, κατά τη διάρκεια διακοπών, ήξερε πως αυτό θα ήταν το επόμενο θέμα της έκθεσής της.
Έτσι, για αρκετούς μήνες ζούσε μεταξύ Λονδίνου και Ρόδου, προκειμένου να ολοκληρώσει μια σειρά από έργα, με πεταλούδες - το σήμα κατατεθέν και αιώνια Μούσα της καλλιτέχνιδας. «Όταν ήρθα στην Αθήνα, βρήκα το τοπίο πιο πράσινο, με εντυπωσιακούς βράχους και μοναδικό φως. Θα πάρω αυτή την εμπειρία μαζί μου και ελπίζω να την ενσωματώσω σε επόμενα σχέδια και πίνακες», λέει και το βλέμμα της μοιάζει ήδη να ταξιδεύει σε μελλοντικές δημιουργίες.
Η Leah είναι μια καλλιτέχνις που παίζει με τα όρια της ζωγραφικής και της γλυπτικής. Χρησιμοποιεί τεχνικές και υλικά που συνδυάζουν το παρελθόν με το μέλλον, αναδεικνύοντας τη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον. Οι πίνακές της ξεφεύγουν από τη φυλακή του δισδιάστατου. Αντιθέτως, είναι ανάγλυφοι, φλεβώδεις, τραχείς, θυμίζοντας σχεδόν γλυπτά.
Η τεχνοτροπία της περιλαμβάνει μια μοναδική συνδυαστική χρήση παραδοσιακών λαδιών, ακριλικών, κόλλας, κιμωλιών και πλαστικής μεμβράνης (cling film). Μέσω αυτής της τεχνικής, η Wood επιθυμεί να αναδείξει το πρόβλημα της ρύπανσης από τα πλαστικά μίας χρήσης και την καταστροφική τους επίδραση στο περιβάλλον. Η διαδικασία που αναδύεται από τα έργα της είναι μια περίπλοκη αλληλουχία κατασκευής, αποδόμησης και αναδόμησης, που αποτυπώνεται μέσα από τα υλικά και τα επίπεδα της επιφάνειας. Της ζητάω να μας εξηγήσει τη διαδικασία που ακολουθεί για να δημιουργήσει αυτό το αποτέλεσμα.
«Ξεκινώ σχεδιάζοντας το αρχικό σχήμα με κάρβουνο. Στη συνέχεια, ρίχνω κόλλα πάνω και γύρω από τη σιλουέτα της πεταλούδας. Μετά, αρχίζω να σκίζω τη μεμβράνη φιλμ σε διάφορα μεγέθη και να τη διαμορφώνω στο σχήμα της πεταλούδας πάνω στον καμβά. Αυτό αφήνεται να στεγνώσει για 1-2 ημέρες. Όταν στεγνώσει, ξεκινά η διαδικασία της ζωγραφικής, προσθέτοντας διαδοχικά στρώματα χρωμάτων για να δημιουργήσω τις αποχρώσεις που βλέπετε. Στη συνέχεια, αναμειγνύεται ρητίνη και χύνεται στα κατάλληλα σημεία, δημιουργώντας μεγαλύτερο βάθος και υφή στο έργο. Έτσι, υπάρχει ένα βασικό επίπεδο από μεμβράνη φιλμ, ένα μεσαίο επίπεδο από χρώμα και το επάνω επίπεδο από ρητίνη, που δημιουργεί έναν γλυπτικό πίνακα». Η Leah αναλύει τη διαδικασία της με τον ίδιο τρόπο που περιγράφει την ίδια την τέχνη της: πολυδιάστατη, σύνθετη και γεμάτη συναισθηματική ένταση.
Τη ρωτάω για το αγαπημένο της έργο από την επερχόμενη έκθεση. «Το Leptidea White» μου απαντά. Leptidea White ονομάζεται μια κατάλευκη πεταλούδα που απαντάται στην Κρητική φύση σε μεγάλα χορτολίβαδα, δάση, ξέφωτα και αραιά πευκοδάση. Κατά μία όμορφη σύμπτωση, η συγκεκριμένη πεταλούδα έχει και μια δεύτερη ονομασία...Wood White!
Όμως η τέχνη της Leah δεν είναι απλώς αισθητικά όμορφη (ποιος δεν αγαπά τις πεταλούδες, άλλωστε;). Είναι πολιτική, ακτιβιστική, γεμάτη κοινωνικό και περιβαλλοντικό μήνυμα. «Έχουν γίνει ερωτήσεις σχετικά με τη χρήση πλαστικού στα έργα μου. Ωστόσο, το χρησιμοποιώ για καλό σκοπό: για να δείξω πώς οι άνθρωποι δημιουργούμε ένα επικίνδυνο περιβάλλον για την άγρια ζωή. Είναι κάτι ουσιαστικό και στοχευμένο, καθώς η μεμβράνη φιλμ θα παραμείνει για πάντα στο έργο τέχνης, όπως θα συνέβαινε και στο περιβάλλον». Έτσι, τα έργα της αναδύονται σαν μια οργισμένη κραυγή για αλλαγή, γεμάτα από τη συνείδηση ότι η φύση, όπως και η τέχνη, δεν έχει όρια και δεν μπορεί να κρυφτεί.
Η συζήτηση συνεχίζεται με τη Leah να αναλύει τη σχέση της με την ψηφιακή τέχνη και τα NFTs. «Βλέποντας τα έργα μου από κοντά, καταλαβαίνεις την ουσία τους», λέει με αυτοπεποίθηση. «Τα NFTs δεν έχουν την αίσθηση της ύλης. Τα έργα μου αντέχουν στο χρόνο, και αυτό είναι κάτι που έχει σημασία για μένα». Η παγκόσμια περιβαλλοντική κρίση συχνά παρουσιάζεται ως μια μάχη μεταξύ ελπίδας και απελπισίας. Τη ρωτάω αν θεωρεί ότι το σοκ και η αίσθηση της επιτακτικότητας, του επείγοντος, είναι πιο ισχυρά όπλα από την ελπίδα, στον αγώνα για αλλαγή. Εκείνη διαφωνεί. «Πιστεύω πραγματικά στην ελπίδα. Δε θα ήθελα να προκαλέσω σοκ ή φόβο μέσα από τα έργα μου κι αυτό θα το καταλάβει κανείς μόνο αν τα παρατηρήσει από κοντά».
Και συνεχίζει: «Τα έργα μου ασχολούνται με την κλιματική αλλαγή μέσα από το στοιχείο του πλαστικού. Αυτή τη στιγμή υπάρχει μια τεράστια ρύπανση από πλαστικό στη θάλασσα, που απαιτεί τη συνεργασία όλου του κόσμου για να αντιμετωπιστεί. Με τα έργα μου, τονίζω το πρόβλημα της ρύπανσης από πλαστικό χρησιμοποιώντας το ίδιο το πλαστικό ως μέσο. Δεν είναι περιβαλλοντικά φιλικό, αλλά αναδεικνύει ένα σημαντικό ζήτημα».
Και καθώς συζητάμε για το μέλλον, το παρελθόν και για το έργο της, η Leah αποκαλύπτει τις σκέψεις της για τον πατέρα της, Ronnie Wood, και το πώς η οικογενειακή κληρονομιά μπορεί να σε βοηθήσει, να σε περιορίσει και να σε διαμορφώσει. Την ρωτώ αν την προσβάλλει όταν το όνομά της συνοδεύεται από εκείνο του πατέρα της κι αν έχει νιώσει ποτέ ότι τα επιτεύγματά της παραβλέπονται από τον κόσμο. «Αυτό είναι φυσικό επόμενο να συμβαίνει αλλά με τα χρόνια έμαθα να το αποδέχομαι και να εξελίσσομαι. Ο μπαμπάς μου είναι ένας καταπληκτικός καλλιτέχνης και μουσικός. Ξέρω ότι οι εμπειρίες μου με τον πατέρα μου -για τις οποίες είμαι τόσο τυχερή- με έχουν κάνει τη γυναίκα και την καλλιτέχνιδα που είμαι σήμερα», λέει χαμογελώντας.
Η Leah Wood γεννήθηκε το 1978 στο Λος Άντζελες. Από μωρό, μεγάλωσε μέσα στη μουσική και την τέχνη, καθώς περιόδευε με τους Rolling Stones, μαζί με τη μητέρα της, Jo Wood. Κάποια στιγμή, όταν οι συνομήλικοί της πήγαιναν προνήπιο, θυμάται να την παίρνει μαζί της ο πατέρας της στη σκηνή και να της δίνει το μικρόφωνο. Η μικρή Leah τραγούδησε εκείνο το βράδυ μπροστά στους δεκάδες χιλιάδες φαν των Rolling Stones. Όχι και άσχημα για παιδική ανάμνηση! Αυτό ήταν κάτι που ενίσχυσε την αυτοπεποίθησή της, αφού ως παιδί ήταν αρκετά ντροπαλή.
Η ζωγραφική ήταν ανέκαθεν παρούσα στη ζωή της, ένα πάθος που μοιράζεται με τον πατέρα της. Ο Ronnie Wood, εκτός από μουσικός, είναι γνωστός και για τους πίνακές του. Στην εικαστική του καριέρα, επικεντρώθηκε σε πορτραίτα, τοπία και σκηνές από τη ζωή του. Αν και αρχικά ήταν ζωγράφος με αυτοδίδακτη πορεία, κατάφερε να δημιουργήσει μια ισχυρή καλλιτεχνική ταυτότητα, επηρεασμένη από τις εμπειρίες του στον κόσμο της μουσικής και από τα ταξίδια του. Τα έργα του, όπως και η μουσική του, είναι γεμάτα ενέργεια και συναισθηματική ένταση. Η τέχνη του Ronnie Wood, με τα χρώματα και τις φόρμες του, διαπνέεται από τον ίδιο αυθορμητισμό και εκφραστικότητα που χαρακτηρίζουν τη μουσική του με τους Rolling Stones.
Από την άλλη, η Leah αν και αγαπούσε την τέχνη, δεν είχε πάρει την απόφαση να αφοσιωθεί σε αυτή πριν τα 30 της, όταν και άρχισε να σπουδάζει Εικαστικά στη Σχολή Τέχνης Chelsea στο Λονδίνο. Ακόμη και χρόνια μετά την αποφοίτησή της, όμως, δυσκολευόταν να δημοσιεύσει έργα της, να τη «δει» ο κόσμος. Ήταν ο σύζυγός της εκείνος που την υποστήριξε στην προώθηση της δουλειάς της. Μετά τον ερχομό του δεύτερου παιδιού της, της είπε: «Leah, πρέπει να το κάνεις! Είσαι καλή σε αυτό και χρειαζόμαστε τα χρήματα!». Έτσι, αποφάσισε να το προσπαθήσει και να δώσει τον καλύτερό της εαυτό. Και κάπως έτσι άρχισε να εκθέτει τους πίνακές της και να μιλά, μέσω αυτών, για τα ζητήματα που την απασχολούν, ειδικά ως μητέρα: την επείγουσα ανάγκη να κάνουμε κάτι για την περιβαλλοντική κρίση, πριν να είναι ανεπανόρθωτα αργά για την επόμενη γενιά.
Μετά τη συνέντευξη, σειρά είχε μια επίσκεψη στο Μουσείο της Ακρόπολης, όπου η Leah Wood φόρεσε ένα εντυπωσιακό φόρεμα της Χαράς Λεμπέση, αναπαριστώντας την «Καρυάτιδα που λείπει». Ήταν μια συμβολική ιδέα που είχε οραματιστεί η Άντα Ηλιοπούλου, ενώνοντας τη σύγχρονη τέχνη και μόδα, με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.
Η νύχτα έρχεται γρήγορα και επιστρέφουμε στο Nyn Esti, για μια μυστική δεξίωση με φόντο την φωτισμένη Ακρόπολη, μια έκπληξη που είχε σχεδιάσει η Άντα Ηλιοπούλου για να αποχαιρετήσει την Leah, που έφευγε την επόμενη ημέρα για την Αγγλία. Η ατμόσφαιρα είναι γιορτινή και ζεστή, οι άνθρωποι γελούν και συζητούν ενώ ο χαμηλός φωτισμός καθρεπτίζεται στα κόκκινα πιάτα Symi της Themis Z και δένει αρμονικά με τις χριστουγεννιάτικες συνθέσεις από γκι, τριαντάφυλλα και ανθούρια. Το μενού του σεφ Σταμάτη Μισομικέ περιλαμβάνει πιάτα που θυμίζουν την ελληνική φύση που ενέπνευσε τη Leah, δημιουργώντας μια αίσθηση ελληνικής κουλτούρας αναμεμειγμένης με τη σύγχρονη τέχνη της.
Όταν η βραδιά κλείνει, η Leah Wood παραμένει στην ίδια θέση που την είχα δει το πρωί: ως η αυθεντική καλλιτέχνιδα με όραμα, συνείδηση και αφοσίωση στον κόσμο γύρω της. Είναι πολλά παραπάνω από την κόρη ενός rockstar. Με την τέχνη και την ακτιβιστική της δράση, γεφυρώνει το ρομαντισμό και την αναγκαιότητα για αλλαγή, προσκαλώντας όλους μας σε έναν διάλογο με την τέχνη, το περιβάλλον και τη ζωή. Ο κόσμος της Leah δεν είναι απλώς μια εικόνα. Είναι μια πρόκληση για ελπίδα, είναι ένας τρόπος ζωής.
*Ευχαριστούμε το εστιατόριο Nyn Esti στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ) για τη φιλοξενία.