Σπούδασε αρχιτεκτονική στο UCL, στη σχολή Bartlett – κάτι που ήθελε από μικρή. Ζώντας με τον Κώστα και τη Χριστιάνα Καίσαρη, αρχικά μάλλον είχε τρομάξει από την υπερέκθεση και ήθελε να κάνει κάτι λιγότερο λαμπερό. Ήθελε να μιλούν τα κτίριά της για εκείνη και όχι η ίδια. «Να που τελικά είμαι εδώ να τρέχω δεξιά και αριστερά για να πουλάω πράγματα», λέει γελώντας και ξεκινάμε ένα ταξίδι ζωής με πολλούς ενδιαφέροντες σταθμούς προτού αγκυροβολήσει εδώ, στην Αθήνα.
Μπορεί να ασχολείται πια με πολλά –μου δείχνει τα συγκλονιστικά έπιπλα στο σπίτι της που έχει σχεδιάσει η ίδια και σκέφτομαι ότι αυτό θα έπρεπε να είναι η δουλειά της–, όμως θεωρεί ότι ο ρόλος της μητέρας είναι αυτός που κάνει πιο επιτυχημένα, ένας ρόλος που της βγαίνει πιο φυσικά, ενώ νιώθει και αυτοπεποίθηση για όσα κάνει, παρά τα αναπόφευκτα λάθη. «Προσπαθώ, πάνω απ’ όλα, να μαθαίνω στα παιδιά μου ότι είναι εντάξει να έχουμε συναισθήματα και να τα εκφράζουμε –κάτι που παλαιότερα δεν ήταν αποδεκτό–, ότι είναι εντάξει να λέμε όχι, ότι δεν χρειάζεται να φιλάμε τους συγγενείς μας άμα δεν θέλουμε, ότι είναι εντάξει να κλαίμε και δεν είναι ντροπή».
Θέλατε ανέκαθεν αυτό που θα κάνετε να σχετίζεται με την τέχνη και το design, έτσι δεν είναι;
Ναι, η τέχνη ήταν εκείνο που με τραβούσε πάντα, και το πιο χειροπιαστό πτυχίο για κάποιον που θέλει να ασχοληθεί με αυτήν είναι η αρχιτεκτονική. Πέρασα όμως πολύ δύσκολα στη σχολή στο Λονδίνο – η νοοτροπία εκεί ήταν λίγο βάναυση. Με θυμάμαι να παίρνω τη μητέρα μου τηλέφωνο κλαίγοντας και να της λέω ότι θα τα παρατήσω, ειδικά το δεύτερο χρόνο, όταν είχα ακόμα πιο σκληρούς καθηγητές. Παρ’ όλα αυτά, τώρα που το σκέφτομαι, δεν θα το άλλαζα, έγινα κι εγώ λίγο πιο σκληρή. Οι σπουδές για το πρώτο πτυχίο στο UCL διήρκεσαν τρία χρόνια και μετά έκανα το master μου στο Westminster, όπου ήταν πολύ καλύτερα. Από μέτρια φοιτήτρια, έγινα πρώτη.