Είναι κάποιοι άνθρωποι που διατηρούν πάντα, όπου και αν τους δεις, όσο και αν τους γνωρίζεις μια μυστηριώδη γοητεία που συχνά δεν μπορείς να εξηγήσεις. Μια τέτοια περίπτωση είναι η Άλκηστις Πουλοπούλου, ή τουλάχιστον έτσι το νιώθω. Μια ηθοποιός αξιώσεων, μια γυναίκα εξαιρετικά ερωτεύσιμη, ένα κορίτσι που ακόμη διατηρεί την παιδικότητα με παρορμητισμό σε χαρά και λύπη, μια επαγγελματίας που νιώθει πάντα να πλουτίζει με κάθε χαρακτήρα που γνωρίζει μέσα από ρόλους. Kαι για αυτό ευγνωμονεί τη δουλειά που κάνει. Για αυτές τις «συναντήσεις» που τις ζει στο μεδούλι. Η κοσμογυρισμένη και πολυταξιδεμένη Ελληνο-γαλλίδα σχεδόν Άλκηστις θα πρωταγωνιστεί σε μια πολλά υποσχόμενη γαλλική σειρά! Bonne chance!
Γιατί λίγο Ελληνίδα, λίγο Γαλλίδα; Όχι, πως πειράζει δηλαδή, γιατί ο συνδυασμός αποδεικνύεται άκρως γοητευτικός…
Σας ευχαριστώ! Γεννήθηκα στην Ελλάδα, αλλά επειδή ο μπαμπάς μου ήταν άρρωστος, είχε μανιοκατάθλιψη δηλαδή, η μαμά μου με πήγε στην Αμερική, να μείνω με τη γιαγιά και τον παππού μου, γιατί εδώ στο σπίτι ήταν δύσκολα τα πράγματα. Εκεί έμεινα έναν χρόνο και μετά η μητέρα μου έκανε δεσμό με έναν Γάλλο και πήγαμε να ζήσουμε μαζί του στον Καναδά, όπου αυτός είχε επιχείρηση. Εκεί μείναμε έναν χρόνο και μετά μετακομίσαμε στη Γαλλία. Στο μεταξύ έχασα τον μπαμπά μου.
Είχατε καλή σχέση με τον πατέρα σας, τον αγαπούσατε;
Τον αγαπούσα πάρα πολύ, απλώς δεν τον γνώρισα καλά γιατί είχε αυτή την αρρώστια, είχε αδυναμία και στο ποτό και έτσι ήταν δύσκολο. Ξέρετε… επρόκειτο για μία διάνοια: ήταν πυρηνικός φυσικός στον Δημόκριτο και ο νεότερος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είχε πολύ χιούμορ, αλλά νομίζω ότι δεν τον χωρούσε ο τόπος με έναν τρόπο. Υπήρχε δυστυχώς και μια κληρονομικότητα στην οικογένεια όσον αφορά τη μανιοκατάθλιψη και επειδή έπινε κιόλας και ρίσκαρε στη ζωή πολύ, οδηγήθηκαν τα πράγματα εκεί. Αυτή τουλάχιστον είναι μια δική μου μετάφραση περίπου των όσων έχω ακούσει για αυτόν από διηγήσεις, έχω δει σε φωτογραφίες και έχω βιώσει ένα μικρό κομμάτι της πραγματικότητας. Όλα αυτά έχουν γίνει ένα – είναι πολύ παράξενο αυτό που δημιουργεί το μυαλό. Όταν εκείνος έφυγε από τη ζωή, εγώ ήμουν οχτώ χρονών. Αν και είχα έναν υπέροχο πατριό, ποτέ δεν μπορεί ένας άλλος να πάρει τη θέση του πατέρα – έτσι η απουσία ήταν εκεί. Επίσης τον πατέρα μου τον είχα θεοποιήσει! Πάντα μυθοποιείται κάτι που χάνεται νωρίς.
Στη Γαλλία, ζήσατε στο Παρίσι; Πώς ήταν αυτά τα χρόνια;
Στην αρχή πήγαμε στο Παρίσι, όμως ο πατριός μου είχε ένα μεγάλο σπίτι με κήπο, αυτά που στη Γαλλία λέγονται châteaux, και αποφασίσαμε να πάμε στη Νορμανδία, για να ζήσουμε μέσα στη φύση -γύρω γύρω υπήρχαν αγελάδες, κάτι υπέροχα δέντρα εκατοντάδων ετών, ήταν πολύ όμορφα. Εκεί μεγάλωσα και έβγαλα όλο το σχολείο, αλλά αισθανόμουν λίγο και ότι πνιγόμουν σε αυτή την… μπουρζουά πόλη. Ηθελα πώς και πώς να πάω στο Παρίσι. Εντωμεταξύ στο λύκειο που πήγαινα, επειδή ήταν ένα από τα καλύτερα σχολεία, κάθε χρόνο δεχόταν κάποιους Νορβηγούς, γινόταν κάτι σαν ανταλλαγή ανάμεσα στους καλύτερους μαθητές, και εγώ τότε ερωτεύτηκα τον Εσπεν, με τον οποίο πήγαμε στο Παρίσι. Εκεί εγώ σπούδασα στη Σορβόνη Ιστορία της Τέχνης και Γλωσσολογία, και ο Εσπεν πήγε σε ένα ακόμη πιο φοβερό πανεπιστήμιο. Μετά πήγα Erasmus στη Νορβηγία, για να είμαι μαζί του. Έμαθα και τα νορβηγικά και πίστευα ότι εκεί θα καταλήξω να ζω. Αλλά τελικά όλο αυτό άλλαξε. Γύρισα στο Παρίσι, άρχισα να δουλεύω σε γκαλερί και κάποια στιγμή ήρθε ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης, ο οποίος είναι κριτικός τέχνης, δουλεύει με τον Δάκη Ιωάννου και είναι και καθηγητής Αρχιτεκτονικής. Μου ζήτησε λοιπόν να έρθω στην Αθήνα για μια έκθεση που γινόταν, το 2004, με τίτλο «Οutlook», σε τρία σημεία -στο Μπενάκη, στο Γκάζι και στην Καλών Τεχνών- και να αναλάβω το επιμελητικό κομμάτι.
Άρα στην Αθήνα δεν ήρθατε για την υποκριτική.
Όχι. Ημουν όμως φίλη με τη Φένια Παπαδόδημα, η οποία είχε τελειώσει το Conservatoire στο Παρίσι, και μου ζήτησε να παίξω ως ηθοποιός σε μια παράστασή της στο Αμόρε. Αυτό δεν ήταν τυχαίο, εγώ έκανα μαθήματα για να γίνω ηθοποιός. Επίσης συνέβαινε κάτι πολύ περίεργο, επειδή ήμουν κοκκινομάλλα, με σταματούσαν πολλές φορές στον δρόμο, για να κάνω audition. Εγώ όμως ντρεπόμουν και επίσης δεν ήθελαν και οι γονείς μου. Έτσι το απέφευγα, αν και βαθιά μέσα μου το ήθελα πολύ. Καθώς όμως το ένιωθα σαν ένα σημάδι το γεγονός ότι με σταματούσαν στον δρόμο, έκανα μαθήματα υποκριτικής, το καλοκαίρι και στο Cours Florent στο Παρίσι. Επειδή λοιπόν θα έπαιζα στην παράσταση του Αμόρε και τα ελληνικά μου ήταν κάπως σπαστά, ήθελα να κάνω ένα σεμινάριο, αλλά δεν ήξερα κανέναν, γιατί στην Ελλάδα ερχόμουν μόνο καλοκαίρι και πήγαινα στα νησιά -δεν ήξερα ανθρώπους από τη θεατρική σκηνή στην Αθήνα. Ήξερα μόνο τον Δημήτρη Καταλειφό και ήθελα πολύ να κάνω μαζί του ένα σεμινάριο. Βρήκα το τηλέφωνο του και τον πήρα, αλλά πολύ ευγενικά μου είπε ότι δεν είχε τον χρόνο. Η Φένια όμως μου είπε ότι τότε έκανε σεμινάρια ο Χουβαρδάς και έτσι πήγα εκεί. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο και εγώ δεν καταλάβαινα πάνω από τα μισά πράγματα. Μας είχε δώσει τον «Βασιλιά Ληρ» και έπρεπε να κάνουν οι γυναίκες τους άντρες και οι άντρες τις γυναίκες. Είχα λοιπόν να αντιμετωπίσω Σαίξπηρ στα ελληνικά και τον Χουβαρδά που μας έβαζε να κάνουμε περίεργα πράγματα -δεν τα είχα συνηθίσει αυτά στα μαθήματά μου στη Γαλλία. Θυμάμαι ότι κρυβόμουν πίσω πίσω, για να μην πρέπει να κάνω όλα αυτά τα τρελά που μας έλεγε, ντρεπόμουν -πού να ‘ξερα! Εκείνος προσπαθούσε να με βγάλει από την τρύπα μου, τη στιγμή που όλοι οι υπόλοιποι ήθελαν να παίξουν. Στη συνέχεια συνειδητοποίησα ότι η παράσταση που θα έπαιζα στο Αμόρε ήταν του Γιάννη Χουβαρδά, με τον οποίο έκανα το σεμινάριο. Όταν έπαιξα τελικά στο έργο, ξετρελάθηκα. Οσο για τη διαδικασία ήταν συγκλονιστική, γιατί κάναμε αυτοσχεδιασμούς και μέσα από αυτό γράψαμε τα κείμενά μας και βγήκαν πολύ ωραία πράγματα. Ηταν μια ομαδική δουλειά, που με έκανε να πω ότι δεν μπορώ να ασχοληθώ με τίποτε άλλο στη ζωή μου, το μόνο που θέλω είναι να κάνω θέατρο. Έτσι μετά πήγα και στη σχολή της Νέλλης Καρρά, όπου είχα δασκάλους τον Γιάννη Νταλιάνη και τον Νίκο Χατζόπουλο. Στο τρίτο έτος, ήρθε μια casting director και έψαχνε ηθοποιούς για τη σειρά «Λούφα και παραλλαγή» του Νίκου Περάκη. Πήρε τον Ορφέα Αυγουστίδη, εμένα και την Τζένη Θεωνά. Αυτή ήταν η πρώτη μου δουλειά και ταυτόχρονα έκανα και μια ταινία του Βαφέα. Είχα κάνει και μια δουλειά, το «Βρέχει», με τον Ακύλλα Καραζήση στο Φεστιβάλ, όπου είχα περάσει καταπληκτικά. Δηλαδή οι πρώτες θεατρικές εμπειρίες μου ήταν συγκλονιστικές, ζούσα σε ένα όνειρο.
Ποιους ρόλους σας θα μπορούσατε να ξεχωρίσετε από αυτούς που έχετε παίξει;
Ολες οι γυναίκες που είχα την τύχη να παίξω, με έχουν σημαδέψει σημαντικά και θεωρώ πολύ τυχερό τον εαυτό μου που τις έχω «γνωρίσει»: η Οφηλία, η Λούλου, η Λέβι Ανα, η Νίνα στον «Γλάρο», η Κασσάνδρα. Θα μιλήσω ιδιαίτερα και για τον ρόλο μου στο έργο «Θεατές» της Κατερίνας Ευαγγελάτου, που παίχτηκε στο Εθνικό Θέατρο – Επί (Πλαγίας) Σκηνής, και ήμουν με τον Νίκο Ψαρρά, με τον οποίο είμαστε πλέον και κουμπάροι, έχω βαφτίσει το παιδί του. Αυτό το έργο το ξεχωρίζω γιατί ήταν μια πολύ ωραία εμπειρία, ένιωσα μεγάλη ελευθερία και ήταν και κάτι διαφορετικό από αυτά που έπαιζα μέχρι τότε. Υποδυόμουν μια νοσοκόμα στη διάρκεια του μεσοπολέμου στην Ελλάδα, η οποία είχε εραστή έναν άνθρωπο ο οποίος δεν έκανε τίποτα στη ζωή του. Έτσι αυτή κάθε μέρα του πήγαινε να φαγητό από το νοσοκομείο. Της είχε δώσει υποσχέσεις ότι θα ζήσουν στη θάλασσα, θα κάνουν πράγματα μαζί, αλλά δεν έκανε απολύτως τίποτα. Μου άρεσε που έπρεπε να μπω μέσα στο πετσί αυτού του λούμπεν κόσμου. Επίσης υπήρχε πολύ χιούμορ και σε κάποιες σκηνές προσπαθούσαμε να μη σκάμε στα γέλια. Ένας άλλος ρόλος που με είχε συγκινήσει βαθιά ήταν η Σόνια στον «Θείο Βάνια» του Νίκου Χατζόπουλου, στο Εθνικό. Ήταν και η πρώτη μου φορά που έπαιζα στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Ήταν μια πάρα πολύ ωραία εμπειρία και είχα ταυτιστεί πλήρως με τον ρόλο -αυτό είναι κάτι που με συγκινεί πάρα πολύ.
Οι ρόλοι που παίζετε στο θέατρο σας απασχολούν και έξω από αυτό, στην καθημερινότητά σας;
Βέβαια, πάρα πολύ. Γι’ αυτό και τώρα πήρα λίγη απόσταση από το θέατρο, γιατί ένιωθα ότι μου έτρωγε πολύ τα σωθικά, αν και από την άλλη, έχεις την ανάγκη να στο κάνει αυτό. Ειδικά όταν κάποιοι ρόλοι είναι καλογραμμένοι, βυθίζεσαι μέσα τους χωρίς να το ξέρεις και δεν έχει τελειωμό. Μετά θέλει πολύ χρόνο για να βγεις από αυτό, πρέπει να γίνει κάτι σαν απεξάρτηση. Σε μένα συμβαίνει κάτι παράξενο. Στις 9 η ώρα που θα αρχίσει η παράσταση, το σώμα μου είναι ήδη σαν προγραμματισμένο να πει και να νιώσει, να βιώσει αυτό που έχει συνηθίσει. Ενσωματώνεις έναν ολόκληρο κόσμο.
Ποια πιστεύετε ότι είναι τα δικά σας ατού σε αυτή τη δουλειά;
Δεν ξέρω ακριβώς. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι έχω ένα ένστικτο σε σχέση με το πώς συνδυάζω το κείμενο, την ιστορία και το σώμα μου. Υπάρχει μία τεχνική για το πώς θα διαβάσεις και όλη αυτή τη διαδικασία, αλλά θεωρώ ότι έχω ένα άνοιγμα και μια ευαισθησία. Όταν διαβάζω κάτι, νιώθω ότι με πηγαίνει κάπου σαν ζώο και βρίσκω με ποιον τρόπο θα το πω. Είναι μάλλον κάτι μεταξύ ενστίκτου και ενσυναίσθησης.
Τι κάνετε αυτό τον καιρό;
Στις 22 Ιανουαρίου θα βγουν οι «17 κλωστές», όπου παίζω κι εγώ και μετά θα πάω στο Παρίσι για γυρίσματα. Είναι για μια μίνι σειρά έξι επεισοδίων για το καμπαρέ, με σκηνοθέτη τον Marc Fitoussi, ο οποίος σκηνοθέτησε και πολλά επεισόδια από το «Call my agent». Αυτή η σειρά είναι για έναν τύπο που παίρνει το καμπαρέ του πατέρα του και το ξαναζωντανεύει. Μέσα από αυτό ξαναζωντανεύει και διάφορους χαρακτήρες καμπαρέ, όπως χορευτές και ανθρώπους που κάνουν διάφορα νούμερα. Εγώ εκεί πρώτα θα κάνω το μοντέλο και μετά υπάρχει μία φεμινιστική ανατροπή, όπου αλλάζουν οι ρόλοι και θα κάνω τον άνθρωπο του οποίου το νούμερο είναι να πετάει μαχαίρια. Έχω ατζέντη στη Γαλλία και μέσω αυτού έκανα audition, αλλά με τον συγκεκριμένο σκηνοθέτη είχαμε συναντηθεί και κάπου στο Παρίσι σε ένα επαγγελματικό κοκτέιλ και είχαμε μιλήσει.
Είναι μεγάλη επιτυχία να σας επιλέξουν σε έναν τόσο ανταγωνιστικό χώρο στη Γαλλία, έτσι δεν είναι;
Είμαι πάρα πολύ χαρούμενη, γιατί θα είναι όλα πολύ καινούργια και είναι μια ωραία πρόκληση. Να αναμετρηθώ με καινούργιους συναδέλφους, σε ένα άλλο μέρος, άλλη γλώσσα, άλλες ίσως διαδικασίες. Τα γυρίσματα θα γίνονται τα πρωινά σε ένα καμπαρέ που το βράδυ λειτουργεί κανονικά και θα μείνω στο Παρίσι για ενάμιση μήνα. Όταν θα επιστρέψω στην Ελλάδα, θα κάνω μια ταινία.
To πιο αγαπημένο ταξίδι
H Αργεντινή με μάγεψε. Το Buenos Aires με γοήτευσε με τις μεγάλες σάλες που χορεύουν ταγκό, με τη μουσικη και το ταγκό στους δρόμους, το ιπποδρόμιο, το Teatro Colon. Oι άνθρωποι, τα παλαιοπωλεία, η λογοτεχνία και η πίστη τους στη μαγεία.
Το μουσείο και τα έργα τέχνης που με έχουν μαγέψει
Χάνομαι μέσα στο Prado με όλα τα αριστουργήματα του. Αγαπώ τους Goya και Velasquez. Με είχε μάγεψε το πάρκο του Vigeland στο Osλο με τα εντυπωσιακά γλυπτά που απεικονίζουν τα ανθρώπινα συναισθήματα, τον κύκλο της ζωής, πολύ συγκινητική εμπειρία.
Το τραγούδι που αγαπώ να σιγοτραγουδώ, η μελωδία που με κάνει να κλαίω, η μουσική που με σηκώνει να χορέψω
Το τραγούδι που σιγοτραγουδώ, είναι το Dream a little dream of me των The Mamas & the Papas κι ένα φιλάκι είναι λίγο πολύ λίγο που μου τραγουδούσε ο μπαμπάς μου. Η μελωδία που με κάνει να κλαίω, A Whiter Shade of Pale, Procol Harum. Η μουσική που με κάνει να χορέψω είναι η disco!
Η ηρωίδα που θα ήθελα να υποδυθώ κάποτε
Τώρα που είδα την ταινία του Λανθυμου, Poor Things, θα ήθελα να παίξω την Bella Baxter (στη φαντασία μου βέβαια αφού έχει ήδη παιχτεί από την συγκλονιστική Emma Stone) γιατί αντιπροσωπεύει την απόλυτη ελευθερία!
Ενας ανδρικός ρόλος που θα ήθελα να κάνω
Τον Άμλετ γιατί μιλάει για τόσο θέματα που με απασχολούν και ξέρω πως δεν είμαι η μόνη.
Οι ταινίες που με έχουν σημαδέψει
Τελευταία το Poor Things με συνεπήρε 8,5 του Φελίνι, Wild at Heart του David Lynch, La fille sur le pont του Patrice Leconte
Το δικό μου Παρίσι – βόλτες, στέκια, αναμνήσεις, άνθρωποι.
Το Παρίσι είναι μια ηλιαχτίδα στην καρδιά μου. Κάθε φορά που πάω νιώθω τον ίδιο ενθουσιασμό και την ίδια λαχτάρα. Αυτό που μου αρέσει πιο πολύ απ’ óλα είναι απλώς να περπατάω και να χαζεύω την ομορφιά του καθώς το μυαλό μου δημιουργεί διάφορες κοσμοθεωρίες, με απολαυστικές στάσεις για καφέ και γράψιμο. Συχνάζω και στα μουσεία. Συναντιέμαι με αγαπημένους φίλους, με την αδελφή μου. Είναι τόπος έμπνευσης.
Οι Γαλλίδες που έχω αγαπήσει
Τις φιλες μου, Jane Birkin, Jeanne Moreau, Isabelle Huppert, και την Vanessa Paradis όταν ήμουν έφηβη
Τα βιβλία που αγαπώ
Το κλειδί του Τανιζάκι
Ο φόβος του Στεφάν Τσβάιχ
Η ωραία του Κυρίου του Αλμπέρ Κοέν
Το ημερολόγιο ενός διαφθορέα του Soren Kierkegaard
Τα ποιήματα των Μπωντλαιρ, Δημουλά και Καρυωτάκη
Photo Credits: Nicola d’ Orazio