Aνατρέχω με το νου μου σε παλιότερες συνεντεύξεις μας, θυμάμαι άλλες συναντήσεις μας, με πρώτη πριν από είκοσι χρόνια. Ο Γιάννης Στάνκογλου δεν έχει αλλάξει στην ουσία της ποιότητάς του, έχει απλώς ωριμάσει, και πολύ όμορφα – όχι με αυτή την ωριμότητα του κλεισίματος ή του συντηρητισμού, αλλά με εκείνη της γλύκας και της κάπως παραπάνω σκέψης για τα πράγματα. Είναι μια σπάνια περίπτωση ευθύτητας και ευγένειας μαζί και, αν σε εκτιμά, δεν σου γυρίζει ποτέ την πλάτη. Χαίρομαι πάντα να τον φιλοξενώ με τις λέξεις μου και χαίρομαι ακόμα περισσότερο με την επιτυχία του. Τι ωραία να την απολαμβάνει όποιος την αξίζει!
H πορεία του, όπως μπορεί να φανταστεί κάποιος, είχε πολλούς σταθμούς, διαφορετικούς μεταξύ τους. Γεννήθηκε στον Περισσό, εκεί μεγάλωσε με πολύ ποδόσφαιρο και παιχνίδια στο δρόμο, με ποδήλατα και βόλτες. Εκεί γνώρισε την εφηβεία. Άρχισε να τριγυρνά στην Αθήνα στα 16 του, σε μπαρ και κλαμπ στα Πατήσια, στην Κυψέλη, στη Φωκίωνος Νέγρη – τότε που οι άνθρωποι χόρευαν ακόμη. Κάποια στιγμή στράφηκε στη δραματική σχολή επειδή άκουγε φίλους του να μιλούν με ενθουσιασμό για το τι έκαναν εκεί. Σαν μια ενδιαφέρουσα νέα περιπέτεια το είδε και επέλεξε τη σχολή του Γιώργου Κιμούλη. Μετά πήγε για δύο χρόνια στη Νέα Υόρκη μαζί με τη γυναίκα του για σεμινάρια στο HΒ Studio και για δουλειά: θέατρο στο Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού τον ένα χρόνο και ταβέρνα τον επόμενο. Στην επιστροφή, του έτυχαν ο μέγας Θεόδωρος Τερζόπουλος και η ομάδα Άττις – ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, είδε θέατρο, ήρθε σε επαφή με ηθοποιούς και σκηνοθέτες άλλων χωρών. Μετά ήρθαν ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, η Άντζελα Μπρούσκου και το «Festen», που είχε τεράστια επιτυχία. O Γιάννης Στάνκογλου έκανε τα πράγματα με τον τρόπο του, στο χρόνο τους ή μη, πάντως όχι βεβιασμένα και όχι απλώς για να γίνουν. Η τηλεόραση τον αγαπά, το κοινό τον θέλει, τα media μπορεί να του σπάσουν τα νεύρα και να τον βγάλουν εκτός εαυτού, αλλά ούτε το χαμόγελό του θα χαθεί ούτε η θετική του διάθεση απέναντι στους άλλους. Άλλωστε τα παιδιά του τον επανατοποθέτησαν απέναντι στη ζωή, όπως και κάθε νοήμονα άνθρωπο.
Όπως μου είχε πει κάποτε: «Το ουσιαστικό για μένα είναι να συνεχίσω να μην έχω απωθημένα, να είμαι ανοιχτός και γενναιόδωρος. Θέλω να μπορώ να μη ζηλεύω, να μην έχω πίσω σκέψεις και να παραμένω στην πορεία μου. Γι’ αυτό, στο σινεμά έχω κάνει και δεύτερο και τρίτο ρόλο – δεν έχω εμμονή να παίζω μόνο τον πρωταγωνιστή. Αυτό μάλιστα ψυχολογικά με έχει σώσει. Εξάλλου αυτή την ταπεινότητα την έμαθα ζώντας και δουλεύοντας στο εξωτερικό – κάτι πολύ σημαντικό. Εξίσου σημαντικό είναι για μένα το ότι δούλευα από 14 χρονών μαζί με τον πατέρα μου στην οικοδομή και ερχόμουν σε επαφή με ανθρώπους που περνούσαν δύσκολα. Θέλω να πω ότι έχω ένα καθαρό βλέμμα για το τι συμβαίνει γύρω μου».
Συναντηθήκαμε ξανά μία ημέρα τη Σαρακοστή για να μιλήσουμε και για τα ωραία των συναντήσεων: κρασιά, φαγητά, ποτά!
Τι συνηθίζετε να κάνετε κάθε χρόνο την άνοιξη και λίγο πριν από το Πάσχα;
Είναι κάτι που ξεκίνησε πριν από μερικά χρόνια και, από τότε, μαζευόμαστε οι Ψυρριώτες στην Πλατεία Κουμουνδούρου και κάνουμε μπάρμπεκιου. Εγώ ψήνω όλη μέρα, ο καθένας φέρνει κι από κάτι, έχουμε κρασιά και τσίπουρα και περνάμε πολύ ωραία.
Είστε γενικά ένας άντρας που μαγειρεύει;
Σαν τρελός! Μαγειρεύω τα πάντα, από γεμιστά μέχρι οτιδήποτε. Τώρα ήδη βράζω λίγο τα χταπόδια, προτού μπουν στη σχάρα για αύριο, γιατί έτσι γίνονται πιο μαλακά και νόστιμα. Έχω βάλει και κατσικάκι με πατάτες στο φούρνο για να φάμε με τα παιδιά σήμερα. Μου άρεσε πάντα η μαγειρική. Από τα 16-17 μου, όταν έμεινα μόνος μου, ήμουν ανεξάρτητος στο θέμα του φαγητού. Άρχισα να φτιάχνω μακαρονάδες με διάφορες σάλτσες και, σιγά σιγά, όλο και περισσότερα φαγητά. Ακόμα και στις πρώτες μου σχέσεις, εγώ ήμουν ο μάγειρας. Έχω παρασκευάσει συνταγές από διάφορες κουζίνες, από σούσι και ταϊλανδέζικο μέχρι παέγια. Το χειμώνα κάνω και παστουρμαδόπιτα. Είναι μάλιστα πολύ επιτυχημένη και μου τη ζητούν διάφοροι φίλοι μου. Μόνο γλυκά δεν φτιάχνω, δεν το έχω. Η μαγειρική είναι για μένα διαλογισμός, με ηρεμεί. Επίσης, από το να σηκώσω το τηλέφωνο και να παραγγείλω απέξω, προτιμώ να δω τι έχει το ψυγείο μου και να ετοιμάσω κάτι να φάω συνδυάζοντάς το με τα ανάλογα κρασιά ή spirits.