Στα 21 της η Γεωργία είχε όλα όσα μπορούσε να επιθυμήσει εκείνη τη στιγμή: μια ανεξάρτητη ζωή, τις σπουδές της, το αγόρι της, τη δουλειά της, τα ταξίδια της μέχρι τα ξημερώματα της 9ης Μαρτίου του 2015 όταν ένα τροχαίο- το γνωστό τροχαίο της Κηφισιάς- που είχε εκείνη και η παρέα της, την γύρισε στο μηδέν. Για την ακρίβεια, την πήγε στο 1% πιθανότητα να ζήσει. Ο φίλος της, ο Απόστολος δεν τα κατάφερε. Εκείνη και οι φίλες της βγήκαν ζωντανές ως πολυτραυματίες. Η Γεωργία κόντρα σε όλες τις πιθανότητες, έζησε και η νέα της ζωή είναι εδώ και 9 χρόνια σε αναπηρικό αμαξίδιο. Όμως αντί να προσαρμόσει τη ζωή της στο αμαξίδιο, προσάρμοσε το αμαξίδιο στη ζωή της: Σήμερα εκτός από μπασκετμπολίστρια σε αμαξίδιο είναι και αθλήτρια ξιφασκίας σε αμαξίδιο σε διεθνές επίπεδο και προπονείται στην Εθνική ομάδα ενώ ως η πρώτη γυναίκα με αναπηρία πρωταγωνίστησε στη σειρά «Στα τέσσερα» δίνοντας με χιούμορ, ορατότητα στα άτομα με αναπηρία. Ταξιδεύει, οδηγεί, βάζει στόχους και ονειρεύεται μια Ελλάδα όπου δεν θα χρειάζεται να νιώθει ανάπηρη.
Η Γεωργία λοιπόν θυμάται το τροχαίο της και μιλάει για τη ζωή της με… «συνοδοιπόρο» της, το αναπηρικό αμαξίδιο της.
Στο νοσοκομείο ολοταχώς
«Όταν συνέβη το τροχαίο, η διάγνωση ήταν ότι είχα 1 τοις εκατό πιθανότητα να επιβιώσω γιατί είχα “σπάσει” τα πνευμόνια μου. Ανέπνεα κυριολεκτικά από ένα… στρογγυλό κομμάτι στον ένα πνεύμονα στις διαστάσεις ενός δίευρου. Οπότε λόγω έλλειψης οξυγόνου αρχικά, ήταν βαριά κατάσταση. Μέχρι να φτάσουμε στο Γεννηματά όπου νοσηλευτήκαμε για λίγες ώρες, εγώ και η άλλη κοπέλα η βαριά τραυματισμένη, είχα επαφή, απαντούσα σε ερωτήσεις και μόλις πέρασα τις πόρτες των εξωτερικών ιατρείων μέτρησα, πρώτη λάμπα, δεύτερη λάμπα, στην τρίτη έσβησα. Πιστεύω ότι έσβησα εκείνη τη στιγμή μόνο και μόνο επειδή είπα “ουφ” επιτέλους, τώρα φτάσαμε. Ήξερα ότι έχω δώσει τις πληροφορίες που πρέπει για τους φίλους μου και για εμένα. Τώρα ήταν η σειρά μου να ξεκουραστώ και αφέθηκα στα χέρια των γιατρών..
Με αυτόν τον αναστεναγμό έσβησα και έπεσα σε κώμα. Ήταν η στιγμή που άρχισε να μειώνεται το οξυγόνο, οπότε απλά λιποθύμησα. Ίσως ήταν αυτό που βοήθησε ώστε να μην γεμίσουν τα πνευμόνια μου με αίμα. Το πρώτο που έκαναν οι γιατροί ήταν να μου τρυπήσουν τον πνεύμονα για να πάρω οξυγόνο και με διασωλήνωσαν κατευθείαν. Αργότερα μου έκαναν και τραχιοστομία.
Όταν κοιτάω πίσω, ξέρω ότι είναι μια γκρίζα ζώνη της ζωής μου, αλλά για κάποιον λόγο εγώ δεν την έχω έτσι στο μυαλό μου. Ίσως είναι γκρίζα ζώνη για όλο αυτό που ένιωσα και στη διαδικασία και στα συναισθήματα που έβαλα τους δικούς μου ανθρώπους. Και όταν λέω τους δικούς μου ανθρώπους, δεν εννοώ μόνο την οικογένειά μου. Είναι και κάποιοι φίλοι και συγγενείς, που στο άκουσμα ότι μάλλον «φεύγω», κατέρρευσαν. Τώρα μετά από τόσα χρόνια, πάντα έλεγα ότι δεν μου φτάνει μια ζωή πριν να κάνω όλα τα πράγματα που θέλω, αλλά πραγματικά, αν εκείνη τη μέρα που έσβησα στη τρίτη λάμπα δεν ξαναξύπναγα ποτέ, θα ήταν ο πιο γαλήνιος ύπνος.
Είμαι βέβαια πάρα πολύ χαρούμενη που εν τέλει ξύπνησα. Παράλληλα είμαι και πολύ συνειδητοποιημένη ως άνθρωπος. Όταν ξύπνησα και είδα όλα αυτά που είχαν γίνει, δεν θα άφηνα τον εαυτό μου να με πάρει από κάτω, γιατί μόνο στο χέρι μου θα ήταν να βγω από το νοσοκομείο και να έχω μια ζωή την οποία εγώ θέλω. Εγώ έπρεπε να προσπαθήσω για αυτή. Με ή χωρίς αναπηρία. Απλά ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έπρεπε, και δεν τυχαίνει πάντα σε όλους μας ευτυχώς, να παλεύω πραγματικά για τη ζωή μου και για την αναπνοή μου. Αυτό ήταν το διαφορετικό.
Ένα ολόκληρο εξάμηνο κατά τη διάρκεια της νοσηλείας μου στο νοσοκομείο και στην αποκατάσταση, μέσα στην ατυχία μου ήμουν τόσο τυχερή. Όλοι οι φίλοι μου και οι συγγενείς μου ήταν εκεί, συνέχεια. Εγώ, δεν ξέρω αν θα είχα την υπομονή να είμαι, όπως αυτοί σε καθημερινή βάση εκεί. Αυτό λοιπόν που εγώ θα μπορούσα να τους δώσω πίσω, ήταν μόνο να με βλέπουν κάθε μέρα να είμαι καλύτερα και να ξανανθίζω εκεί που είχα “μαραθεί”.
Ξύπνησα δύο φορές από το κώμα: Την πρώτη φορά που ξύπνησα, η πρώτη αίσθηση ήταν ένας πόνος στο κεφάλο μου επειδή μία νοσηλεύτρια προσπαθούσε να μου ξεμπερδέψει τα μαλλιά, η οποία μου μιλούσε λίγο αργά και με ρώταγε πράγματα για να δει αν έχω τη συνείδησή μου. Τους είπα ότι ξέρω πού βρισκόμαστε, είχα ένα τροχαίο και είμαστε στο νοσοκομείο Γεννηματά. Όμως είχαμε μεταφερθεί πια σε ιδιωτικό νοσοκομείο. Εκεί σοκαρίστηκα γιατί πρώτον δεν είχα ιδιωτική ασφάλεια και δεύτερον γιατί εγώ ένιωσα ότι είχα ξυπνήσει το ίδιο απόγευμα.
Τη δεύτερη φορά όταν ξύπνησα για τα καλά είδα τη γιατρό μου και μπήκαν στο δωμάτιο ο πατέρας μου και ο θείος μου και τους βλέπω να έχουν γκριζάρει. Είχαν γκριζάρει τα μαλλιά τους. Ο μπαμπάς μου και ο θείος μου δεν είχαν ποτέ γκρίζα μαλλιά. Τώρα έχουν επανέλθει φυσικά στο χρώμα τους. Είναι τρελό!».