Μόλις είδα το έργο «Μια Άλλη Θήβα» αποφάσισα να δουλέψω αυτό το αφιέρωμα. Να τους βρω όλους, τον εκπληκτικό σκηνοθέτη και τους συγκλονιστικούς ηθοποιούς αλλά να βρω και τον δικηγόρο που υπερασπίζεται τον Διονύση, έναν πατροκτόνο που είναι δίπλα μας. Ένα παιδί της κοινωνίας μας, και όχι της σκηνής.
Μετά τη μεγάλη συγκίνηση για αυτό το αριστουργηματικό έργο, ένιωσα πολλά και έντονα μιλώντας με αυτούς τους ανθρώπους. Οικογένεια, βία, εκδίκηση, ανοχή, αδικία, ενοχή – όλα διαπερνούν το πετσί μας. Μην χάσετε αυτό το θέαμα. Το γεγονός ότι είναι συνεχώς sold out, δίνει ελπίδα. Για το θέατρο, για τη ζωή, για την κοινωνία.
Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, Σκηνοθέτης
Πώς αναλάβατε να σκηνοθετήσετε αυτό το έργο;
Εγώ συνεργάζομαι ούτως ή άλλως με τη φιλόλογο και μεταφράστρια Μαρία Χατζηεμμανουήλ και μέσα από μια συζήτηση προέκυψε αυτό το έργο του συγγραφέα Σέρχιο Μπλάνκο, το διάβασα και θέλησα να το σκηνοθετήσω. Αυτό τον καιρό μιλάμε πιο πολύ για τις γυναικοκτονίες, και δικαίως βέβαια, αλλά και εδώ υπάρχει η αντρική βία, μέσα από την πατριαρχία. Του χρόνου όμως θα κάνω ένα έργο που έχει να κάνει με την κακοποίηση των γυναικών, μια ιρλανδέζικη μαύρη κωμωδία, με τίτλο «Crocodile Fever», της συγγραφέως Meghan Tyler.
Οσον αφορά, τώρα, το «Μια άλλη Θήβα», που ο τίτλος του παραπέμπει στην πατροκτονία που διέπραξε ο Οιδίποδας, δεν θα διηγηθώ την ιστορία που διαδραματίζεται, αλλά θέλω να σταθώ στο πόσο σημαντικό ρόλο παίζει το να μεγαλώνεις ένα παιδί με αγάπη, που τόσο ανάγκη την έχει και το βοηθάει καθοριστικά στην εξέλιξή του. Ο Μαρτίν, στο έργο, δεχόταν μια πολύ προσβλητική συμπεριφορά από τον πατέρα του, ώσπου φτάνει στην πατροκτονία. Αυτό που με συγκίνησε και θέλησα να σκηνοθετήσω αυτή την παράσταση είναι το πώς ένα παιδί που ήταν του κλώτσου και του μπάτσου, μέσα από τις συζητήσεις που κάνει με έναν συγγραφέα που τον συναντά στη φυλακή, μετακινείται το μυαλό του και νιώθει τι σημαίνει κάποιος να ενδιαφέρεται για σένα, ύστερα από όλη αυτή τη βαρβαρότητα μέσα στην οποία έζησε. Είναι η δεύτερη χρονιά που παίζεται το έργο και με συγκινεί πολύ το πόσο το κοινό αγκαλιάζει την παράσταση, αγκαλιάζει ένα παιδί που έκανε έναν φόνο -και μάλιστα έναν φόνο από τους πιο ειδεχθείς. Το βρίσκω πολύ ελπιδοφόρο.
Βλέπουμε ότι σήμερα είναι πολύ έντονη η βία μεταξύ ανηλίκων, χωρίς να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα. Υπάρχει δηλαδή μια αντίφαση. Είναι στη φυλακή παιδιά που δεν θα έπρεπε να είναι, γιατί έχουν αντιδράσει στη βία, και είναι έξω άλλοι που ασκούν αυτή τη βία.
Εδώ μπαίνει ένα πολύ γενικότερο και μεγάλο θέμα, που είναι το θέμα της παιδείας και του πολιτισμού. Γιατί ο πολιτισμός βοηθάει πολύ τους ανθρώπους, τους ανοίγει τα μυαλά, κινητοποιεί τις ευαισθησίες που έχουν -γιατί αποκλείεται να μην έχουν. Ο πολιτισμός όμως τελικά δεν αναφέρεται από κανένα κόμμα ή έστω αναφέρεται υποτυπωδώς και μόνο προεκλογικά.
Οταν αναλάβατε να σκηνοθετήσετε αυτό το έργο, επηρεάστηκατε συναισθηματικά από το θέμα του ή προσπαθήσατε να κρατήσετε μία απόσταση;
Εμένα μου αρέσουν αυτά τα έργα και όλη η διαδρομή μου έχει να κάνει με τη σχέση της τέχνης με την κοινωνία. Με αφορά το οτιδήποτε με κάνει να κινητοποιούμαι κοινωνικά και πολιτικά. Εξάλλου δεν είναι θέμα απόστασης ή μη απόστασης, η τέχνη είναι κάτι που σε γοητεύει, σε συγκινεί, είναι μέσα στον κόσμο σου η θεματική του και πιστεύω ότι οι καλλιτέχνες, και ιδιαίτερα οι σκηνοθέτες που επιλέγουμε τα έργα, πρέπει να έχουμε αυτό το άνοιγμα του μυαλό και της ευαισθησίας απέναντι σε αυτό που συμβαίνει στην εποχή μας και σε κάθε εποχή.
Οι ηθοποιοί μπήκαν εύκολα σε αυτούς τους ρόλους; Τι σας δυσκόλεψε πιο πολύ;
Πρέπει να πω ότι είναι από τις σπάνιες φορές που δεν δυσκολεύτηκα καθόλου, γιατί το να δημιουργείται μια πολύ καλή χημεία όταν δουλεύεις με τους ανθρώπους, που είναι ένας στόχος μου, δεν σημαίνει ότι αυτό πάντα επιτυγχάνεται. Εδώ έχουμε μια πολύ καλή χημεία μεταξύ των ηθοποιών πάνω στη σκηνή, με μεγάλη αγάπη και παντελή έλλειψη ανταγωνισμού. Ο Θάνος Λέκκας είναι ένας πάρα πολύ ευαίσθητος άνθρωπος, σε μια ωραία στιγμή της καριέρας του, που έχει τη γενναιοδωρία απέναντι σε ένα νέο παιδί όπως είναι ο Δημήτρης Καπουράνης, να νιώθει την ανάγκη να τον στηρίξει. Σε βαθμό μάλιστα που κάποια στιγμή στις πρόβες του είπα, «Θάνο, πρέπει να ασχοληθείς και με τον δικό σου ρόλο». Και τώρα, που παρακολουθώ το έργο και εγώ ως θεατής, βλέπω το πώς αναπνέει ο ένας μέσα από τον άλλον.
Τελικά κύριε Θεοδωρόπουλε, μία καλή παράσταση θα φέρει τον κόσμο, έτσι δεν είναι;
Ναι, όντως έτσι είναι και σε αυτό θα έβαζα και το οικονομικό κομμάτι. Ο κόσμος προσέχει τις επιλογές του, όσο μπορεί. Έτσι, οι ουσιαστικά καλές παραστάσεις βρίσκουν τον δρόμο τους και την επικοινωνία τους με το κοινό.
Δικηγόρος, Χρήστος Καρατζιοβαλής / υπεράσπιση Διονύση
Τον τελευταίο καιρό, συμβαίνουν τρομερά πράγματα. Μερικές φορές σκέφτομαι μήπως οι άνθρωποι, πριν γίνουν γονείς, πρέπει να περνάνε από κάποια ψυχιατρική εκτίμηση για το αν όντως είναι ικανοί να γίνουν γονείς. Εσείς τι πιστεύετε;
Νομίζω ότι όλα αυτά τα τραγικά γεγονότα οφείλονται σε βιώματα και θα το αιτιολογήσω αυτό μιλώντας για την περίπτωση του Διονύση. Η καταγωγή του πατέρα του Διονύση ήταν από το Ουζμπεκιστάν, με ελληνική ταυτότητα όλη η οικογένεια. Η θέση αυτού του ανθρώπου ήταν ότι ο άντρας είναι ο κυρίαρχος, μετά είναι όλα τα ζώα, γιατί προσφέρουν, και μετά έρχεται η γυναίκα. Στο μυαλό του, αυτή ήταν η σειρά. Οπότε και μόνο από αυτό, καταλαβαίνετε…
Πώς αναλάβατε την υπόθεση του Διονύση;
Ο κολλητός του Διονύση είχε σχέση με μία κοπέλα, η οποία ήταν φίλη μου. Την είχα βοηθήσει σε μία παλιότερη υπόθεσή της και έτσι με πρότεινε. Προσπάθησα να προσεγγίσω ανθρώπινα την περίπτωση και αυτό ήταν που οδήγησε την οικογένεια και τους φίλους του να επιλέξουν εμένα ως δικηγόρο τους, γιατί εντωμεταξύ τους είχαν πλησιάσει πολλοί δικηγόροι για να αναλάβουν. Επίσης το οικονομικό δεν το λάμβανα καθόλου υπόψη μου, γιατί ήξερα ότι η οικογένεια είχε οικονομικά προβλήματα. Ούτε η δημοσιότητα με ενδιέφερε, αν και μετά την ανάκριση με είχαν προσεγγίσει όλα τα κανάλια. Δεν ήθελα όμως να μιλήσω σε κανέναν, είχα πει και στην οικογένεια ότι ήταν καλύτερο να αποσυρθούμε. Ήθελα απλώς να βοηθήσω ειλικρινά. Έδωσα μόνο μία γρήγορη συνέντευξη στην Ευελπίδων και τίποτε άλλο.
Μπορείτε να μου διηγηθείτε πώς έγινε το γεγονός;
Θα ξεκινήσω από την παιδική ηλικία του Διονύση, γιατί η ρίζα εκεί βρίσκεται. Υπήρχαν συνεχόμενα περιστατικά βίας από τον μέθυσο πατέρα του. Έναν άνθρωπο εργατικό μεν, όπως και η σύζυγός του, αλλά πολύ βίαιο όταν έπινε. Ο Διονύσης έχει και μία αδερφή -η βία εκδηλωνόταν και απέναντι στα παιδιά και απέναντι στη μητέρα. Αυτά τα περιστατικά δεν ήταν καθημερινά, ήταν περίπου μια φορά τον μήνα αλλά ήταν σκληρά. Ο θανών πατέρας τώρα θα ήταν γύρω στα 65 και η σύζυγος είναι στα 60. Μιλάμε για μια εποχή που οι γυναίκες υπέμεναν την άσχημη συμπεριφορά και δεν μπορούσαν να αντιδράσουν, αν και ακόμη και σήμερα αυτό το συναντάμε συχνά. Τότε είχαν γίνει και κάποιες μηνύσεις στον πατέρα από τη σύζυγό για βίαιη συμπεριφορά, αλλά τελικά τις περισσότερες τις ανακαλούσε πριν φτάσουν στο δικαστήριο. Ώσπου ήρθε η μοιραία μέρα, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 2023. Ο πατέρας επέστρεψε στο σπίτι πολύ μεθυσμένος και άρχισε μια πρόκληση προς τη μητέρα αρχικά. Την κόρη την είχε διώξει από το σπίτι, έναν χρόνο πριν – και εκείνη φυσικά δεν ξαναγύρισε ποτέ για να προφυλαχθεί. Ο Διονύσης ήταν στο δωμάτιό του και έπαιζε ένα διαδικτυακό παιχνίδι με τον ξάδελφό του, φορώντας ακουστικά. Είχε πιει και ο Διονύσης κάτι μπύρες αλλά σε χρονικό διάστημα από τις έξι το απόγευμα μέχρι τις 11 το βράδυ. Ο πατέρας βρίζει και χτυπάει τη μάνα και εκείνη πηγαίνει στην κρεβατοκάμαρα. Τότε αυτός πηγαίνει στο δωμάτιο του Διονύση, τον ρωτάει τι κάνει εκεί και του ρίχνει μια μπουνιά στο κεφάλι, χωρίς να έχει προηγηθεί κάτι μεταξύ τους. Πάνω στο γραφείο του Διονύση υπήρχε και ένα πολυεργαλείο, από αυτά που έχουν ένα μικρό σουγιαδάκι, μια λίμα, ένα ανοιχτήρι και άλλα. Εκείνη τη στιγμή, από αντίδραση, καθώς ήταν καθιστός, ο Διονύσης αρπάζει το σουγιαδάκι, γυρίζει και καθώς ήταν όρθιος ο πατέρας του τον χτυπάει στον μηρό και πετυχαίνει τη μηριαία αρτηρία. Δυστυχώς αυτό ήταν ένα μοιραίο χτύπημα για τη ζωή του πατέρα. Σίγουρα, όμως, ο Διονύσης δεν ήθελε να τον σκοτώσει. Ακόμα και σήμερα που μιλάμε, δεν έχει συνειδητοποιήσει τι έγινε, είναι σαστισμένος. Μόλις πρόσφατα έχει αρχίσει και αντιλαμβάνεται την κατάσταση. Στον ανακριτή τότε είχε παραδεχτεί αυτό που έκανε, εξάλλου εκείνος ήταν που είχε καλέσει αμέσως την αστυνομία και ασθενοφόρο. Αυτό που συνέβη όμως δεν ήταν προσχεδιασμένο, δεν σηκώθηκε να φύγει ο Διονύσης. Κάλεσε το ασθενοφόρο και την αστυνομία – αυτό δεν το κάνει ποτέ ένας άνθρωπος που σκοτώνει εκ προ μελέτης.
Υπάρχουν παρόμοιες περιπτώσεις αθώωσης του κατηγορούμενου στην Ελλάδα;
Αθώωσης, όχι και δεν πιστεύω ότι και ο Διονύσης θα αθωωθεί στο ακροατήριο. Σε αυτή την υπόθεση ακόμα δεν έχει κλείσει ο φάκελος της ανάκρισης. Για να δώσω μια γενική εικόνα, το περιστατικό συνέβη την Πρωτοχρονιά. Πέντε μέρες μετά, περάσαμε ανακριτή. Μετά την ανάκριση αποφασίστηκε ότι ο Διονύσης πρέπει να προφυλακιστεί. Από την πλευρά μας, παρουσιάσαμε 10 άτομα για να καταθέσουν στον ανακριτή, όπως και έκαναν. Αυτή τη στιγμή περιμένουμε το πόρισμα του ιατροδικαστή και τότε θα κλείσει ο φάκελος της δικογραφίας. Μέχρι αυτή την ώρα το παιδί κρατείται στις φυλακές Κορυδαλλού. Από εδώ και πέρα, όταν συμπληρωθεί το εξάμηνο της προφυλάκισής του, έχουμε το δικαίωμα να κάνουμε αίτηση αποφυλάκισης. Δεν πολυπιστεύω ότι θα βγει, τουλάχιστον με την πρώτη αίτηση. Ίσως με τη δεύτερη αίτηση αποφυλάκισης -με όρους φυσικά-, μέχρι να γίνει το δικαστήριο.
Είπατε ότι ο Διονύσης δεν πιστεύετε ότι θα αθωωθεί τελικά. Γιατί το λέτε αυτό;
Θεωρώ ότι η κοινωνία δεν είναι ακόμη έτοιμη για κάτι τέτοιο, όπως και οι δικαστές επίσης. Δεν πιστεύω ότι θα προβούν σε μια αθωωτική απόφαση για ένα τέτοιο αδίκημα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση βέβαια θα υπάρχουν και ένορκοι -4 ένορκοι και 3 δικαστές. Οπότε αν κερδίσεις στους ενόρκους, μπορεί και να αθωωθείς.
Ο Διονύσης πώς είναι;
Κατ’ αρχάς μιλάμε για έναν άνθρωπο 34 χρονών περίπου, ως φυσιογνωμία όμως είναι σαν παιδί. Ο τρόπος που μιλάει, που συμπεριφέρεται, οι απορίες που έχει, είναι σαν αυτές ενός παιδιού. Δεν έχει μεγαλώσει ακόμα. Είναι πολύ συνεσταλμένος. Την πρώτη φορά που συναντήθηκα και μίλησα μαζί του, εξεπλάγην. Περίμενα να δω έναν πιο σκληρό άνθρωπο. Αυτή τη στιγμή δεν είναι πολύ καλά. Μιλάμε μέρα παρά μέρα στο τηλέφωνο, προσπαθώ να του ανυψώσω λίγο το ηθικό, αλλά μέσα στη φυλακή ακούει και διάφορα από τον καθένα. Οι συγκρατούμενοί του δεν του φέρονται άσχημα, του συμπαραστέκονται πολύ, απλά επειδή δεν ξέρουν κι αυτοί, του λένε ότι θα φάει πολλά χρόνια φυλακή και τέτοια.
Θα ήθελα να σας πω δύο πράγματα που σκέφτομαι εγώ και νομίζω και πάρα πολύς κόσμος. Πρώτον, ότι οι πραγματικοί ένοχοι δεν τιμωρούνται όπως θα έπρεπε, τα ισόβια δεν είναι ισόβια, και δεύτερον, ότι εξαιτίας αυτού, κανονικά η κοινωνία θα ήθελε να αθωωθεί ο Διονύσης, ως ένα αντίβαρο, ας πούμε, στο πρώτο που ανέφερα. Τι σκέφτεστε εσείς γι’ αυτό, που πρέπει να ενεργήσετε ως δικηγόρος και πώς σας επηρεάζει και ψυχολογικά;
Πρώτα απ’ όλα θα πω ότι κατανοώ αυτό που λέτε. Θα πρέπει κάποια στιγμή να καταλήξουμε, να αποφασίσουμε από πού ξεκινάει μια ευθύνη, πώς φτάνει ένας άνθρωπος να διαπράξει κάτι τέτοιο. Έχουν μεγάλη σημασία οι λεπτομέρειες. Δηλαδή αν ήταν προσχεδιασμένο ή όχι, τι έκανε μετά, έχει μεγάλη σημασία και νομικά αλλά και κοινωνικά. Για παράδειγμα, σε πολλά εγκλήματα βλέπουμε ότι προσπαθούν να ξεγελάσουν τις αρχές, να παραπλανήσουν την οικογένεια, τον κόσμο, όπως στην υπόθεση του Μπάμπη στα Γλυκά Νερά. Εδώ έχουμε την ακριβώς αντίθετη περίπτωση. Ο θύτης από την πρώτη στιγμή πήρε τηλέφωνο την αστυνομία και παραδέχτηκε ότι το έκανε.
Γιατί λοιπόν λέτε ότι η κοινωνία δεν είναι έτοιμη να αθωώσει τον Διονύση; Γιατί να φοβάται αυτόν τον άνθρωπο και να τον βάζει στην ίδια μοίρα με τον Μπάμπη, που τους ξεγέλασε όλους και σε λίγα χρόνια θα είναι πάλι ελεύθερος ενώ θα έπρεπε να περάσει όλη του τη ζωή στη φυλακή;
Έχετε δίκιο και μάλιστα προσπαθούν να αλλάξουν διάφορα σημεία που «ελαφραίνουν» δράστες. Για παράδειγμα, την προηγούμενη εβδομάδα είχα ένα δικαστήριο για ενδοοικογενειακή απειλή, όχι βία. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο νόμος λέει ότι αν συναινέσουν και οι δύο, μπορείς να ζητήσεις από το δικαστήριο να παρακολουθήσεις κάποιο πρόγραμμα με ψυχολόγο. Δέχεται λοιπόν το δικαστήριο, πηγαίνει ο κατηγορούμενος και παρακολουθεί δυο-τρεις συνεδρίες, παίρνει μια βεβαίωση από τον ψυχολόγο που την προσκομίζει στο δικαστήριο, το οποίο θέλει να δει αν ακολούθησε την απόφαση και έτσι παύει η ποινική δίωξη. Στην ουσία όμως, με αυτή τη μέθοδο, δεν έχει γίνει τίποτα. Αυτό προσπαθούν τώρα να το αλλάξουν.
Μήπως λοιπόν, όσο υπερβολικό κι αν ακούγεται, η ιστορία του Διονύση μπορέσει να αλλάξει τον ρου της ιστορίας;
Όσο κι αν το θέλω μέσα μου, δεν το πιστεύω ότι μπορεί να γίνει ακόμα. Βέβαια μια τυχόν τέτοια απόφαση, και αν λάβει υπόψη της η κοινωνία τι είχε τραβήξει αυτή η οικογένεια και πώς έφτασε εκεί αυτό το παιδί, θα αποτελέσει λύτρωση και θα κάνει την ίδια την κοινωνία να πανηγυρίσει.
Ως δικηγόρος, μπορείτε να κρατάτε μια απόσταση συναισθηματικά απέναντι σε όλα αυτά που διαχειρίζεστε; Διότι δεν είστε και ψυχολόγος.
Σε αυτό το επάγγελμα γίνεσαι και ψυχολόγος. Η αλήθεια είναι ότι ένας δικηγόρος πρέπει να κρατάει αποστάσεις. Δεν είναι όλες οι περιπτώσεις ίδιες, αυτό που προσπαθώ όμως να κάνω, είναι να ηρεμώ την οικογένεια -και τον Διονύση φυσικά. Μπορεί να μην πιστεύω πάρα πολύ ότι θα αθωωθεί, αλλά αυτό το παιδί, είτε πριν το δικαστήριο είτε μετά, θα βγει από τη φυλακή κάποια στιγμή και μετά δεν θα ξαναμπεί. Αυτό το έχω υποσχεθεί και στην οικογένεια και στον εαυτό μου. Δηλαδή ακόμα και στο εφετείο να φτάσουμε, δεν θα ξαναμπεί μετά. Η ποινή που προβλέπεται είναι τα ισόβια, από εκεί ξεκινάμε, διότι υπάρχει ανθρωποκτονία από πρόθεση. Εμείς θέλουμε να μετατρέψουμε αυτή την κατηγορία σε ανθρωποκτονία εν βρασμώ ψυχικής ορμής, που έχει ένα πλαίσιο ποινής από δύο έως οκτώ χρόνια. Και πιστεύω ότι θα το πετύχουμε.
Ο Διονύσης τώρα έχει ενοχές;
Υπάρχουν πολλά βράδια που έχει, όπως μου λέει. Η οικογένεια το έχει αποβάλει αυτό σε πολύ μεγάλο βαθμό, αλλά για τον αυτόχειρα είναι δύσκολο. Την ημέρα της κηδείας μάλιστα, όλοι είχαν το ίδιο συναίσθημα -τι θα απογίνει αυτό το παιδί. Δεν θρηνούσαν τόσο τον θανόντα, θρηνούσαν για το παιδί.
Δημήτρης Καπουράνης
Πρωταγωνιστείς στη θεατρική παράσταση «Μια άλλη Θήβα», σε έναν πολύ βαρύ ρόλο κατά τη γνώμη μου, αν και ως ηθοποιός θα το έχεις συνηθίσει. Μέσα από ποια διαδικασία πέρασες, όμως, όταν ξεκίνησε η επεξεργασία του έργου και μάλιστα σε διπλό ρόλο;
Καταρχάς με εξιτάρει πάρα πολύ η συνθήκη του συγκεκριμένου έργου. Δηλαδή το ότι ένας σκηνοθέτης συναντιέται με έναν κρατούμενο για να φτιάξει μια παράσταση, πόσο μάλλον όταν έμαθα ότι πρόκειται περί διπλού ρόλου. Οπότε η πρώτη μου εντύπωση ήταν ήδη πολύ καλή, χωρίς καν ακόμη να το έχω διαβάσει. Όταν το διάβασα, παρότι, χωρίς να θέλω να προσβάλω κανέναν, το έργο ήταν πολύ φλύαρο, για θεατρικό, είδα ότι ο συγγραφέας έχει μελετήσει σε πολύ σημαντικό βαθμό την ανθρώπινη συμπεριφορά. Εγώ ξεκίνησα με τον ρόλο του Mαρτίν, του φυλακισμένου, και συνδέθηκα αμέσως μέσω των δικών μου εμπειριών που αφορούν τις μαθησιακές μου δυσκολίες όταν ήμουν μικρός, λόγω γλώσσας, μια και έχω γεννηθεί στην Αλβανία. Από εκεί και πέρα, νομίζω ότι όλα τα αγόρια έχουν περάσει μέσα από μια συγκρουσιακή σχέση με τον πατέρα τους και έχουν φτάσει στο σημείο να σκεφτούν αν θα απορρίψουν ή όχι το πατρικό πρότυπο. Στο έργο βέβαια, αυτό φτάνει στα άκρα του, διότι υπάρχουν και αυτές οι περιπτώσεις.
Δυστυχώς όμως, τώρα τελευταία μαθαίνουμε όλο και περισσότερες τέτοιες περιπτώσεις, που ενώ τις θεωρούσαμε ακραίες και σπάνιες, τελικά είναι πολύ πιο συχνές.
Οντως αυτή είναι η πραγματικότητα και από αυτήν ορμώνται οι συγγραφείς και μεταφέρουν στα έργα τους. Ο Σέρχιο Μπλάνκο συχνά ασχολείται, σχολιάζει και κατακρίνει το ζήτημα της πατριαρχίας σε πολλά έργα του. Νομίζω ότι και ο ίδιος υπήρξε θύμα της -θα τολμούσα να πω, όπως και όλοι μας. Για να αντεπεξέλθω στον ρόλο μου, παρακολούθησα πάρα πολλά ντοκιμαντέρ, μίλησα με ψυχολόγους και με νομικούς, αλλά όσο και αν προσπάθησα, δεν μπόρεσα να πάρω συνέντευξη από κάποιον κρατούμενο, διότι όλοι θεώρησαν ότι θα ήταν πολύ σκληρό και τραυματικό κάτι τέτοιο. Από αυτή την έρευνά μου, παρατήρησα ότι παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, επιληπτικά επεισόδια ή οριακές διαταραχές, είχαν έναν πολύ θολό τόνο φωνής, κάτι που μπορεί να έχει προέλθει από κακοποίηση. Αυτό βέβαια το λέω ως απλός παρατηρητής και όχι ως ειδικός.
Πέρα από το «πρακτικό» κομμάτι, ποια είναι τα συναισθήματά σας για το έργο;
Σίγουρα δεν μπορείς παρά να συνδεθείς και συναισθηματικά με τα γεγονότα που περιγράφει ένα τέτοιο κείμενο. Αυτό που βιώνω εγώ στη σκηνή είναι κυρίως η προσπάθεια δύο ανθρώπων να επικοινωνήσουν. Εξάλλου, αυτό δεν παλεύουμε συνεχώς; Να επικοινωνήσουμε με τους ανθρώπους που έχουμε δίπλα μας; Μπορεί να ακούγεται απλό αλλά είναι τόσο δύσκολο. Στο έργο προσπαθώ να αντιμετωπίσω τον Μαρτίν σαν ένα παιδί που δεν μπορεί ούτε να πάρει ούτε να δώσει αγάπη και αντιδρά βίαια. Οσον αφορά τον Φεδερίκο, το άλλο πρόσωπο του έργου, που υποδύεται ένα νέο ηθοποιό και προσπαθεί να τα βάλει όλα σε κουτάκια, μου θυμίζει την εικόνα που είχα για μένα όταν ήμουν στη δραματική σχολή -κάτι που δεν μου άρεσε, και γι’ αυτό μού είναι και αντιπαθής κάποιες φορές αυτός ο ρόλος.
Νιώθεις ότι κάνεις εξαιρετικά έναν σπουδαίο ρόλο ή όχι;
Όχι, δεν νιώθω κάτι τέτοιο και δεν το λέω από μετριοφροσύνη. Εμείς παίζουμε πάνω στη σκηνή, προσπαθούμε να κάνουμε το καλύτερο και για μας και για το κοινό, να σκάβουμε και να βρίσκουμε συνέχεια κάτι καινούργιο, αλλά ως εκεί. Μου φαίνεται κάπως αλλόκοτο αυτό που έχει γίνει, όλη αυτή η τόσο έντονη ανταπόκριση του κόσμου. Μακάρι να ήμουν ανάμεσα στο κοινό και να το παρακολουθούσα από κάτω, μήπως καταλάβαινα τι γίνεται.
Εχεις μιλήσει με κόσμο όσον αφορά αυτές τις αντιδράσεις; Εχει τύχει να σου πουν κάτι ιδιαίτερο που σε συγκίνησε;
Ναι, έχω μιλήσει με πολύ κόσμο, είναι απίστευτα ενθαρρυντικά αυτά που μου λένε για μένα και για το πόσο τους άγγιξε το έργο. Δεν με έχει πλησιάσει κάποιος να μου ανοίξει την καρδιά του και να μου πει ότι έχει κακοποιηθεί, αλλά μπορώ να το καταλάβω. Διότι όπως είπα και πριν, θεωρώ ότι όλοι μας, είτε σε μικρό είτε σε μεγάλο βαθμό, έχουμε κακοποιηθεί κάποια στιγμή. Σήμερα μάλιστα ζούμε και σε μια εποχή αδιανόητης βίας, με καινούργιους όρους, και ίσως γι’ αυτό το έργο να αγγίζει τόσο πολύ τον κόσμο.
Τι σε δυσκόλεψε περισσότερο, ο διττός ρόλος ή ένας από τους δύο ρόλους;
Στην αρχή προφανώς με δυσκόλεψε η εναλλαγή, να προσπαθήσω να διαφοροποιήσω αυτούς τους δύο ρόλους και να τους έχω συγκεκριμένα στο κεφάλι μου και το δεύτερο, να είμαι κάπως χαλαρός μέσα σε όλο αυτό το πράγμα. Να μην επιβάλλω πράγματα προς το κοινό.
Με τι άλλο ασχολείσαι αυτό τον καιρό;
Παίζω στο «Ναυάγιο», στο MEGA, γράφω σενάρια και τραγουδάω σε μια μπάντα που έχουμε φτιάξει και παίζουμε psychedelic rock.
Θάνος Λέκκας
Παρακολούθησα την παράσταση και θεωρώ ότι είναι έργο ζωής, που δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Κατ’ αρχάς εσύ πώς έφτασες σε αυτό;
Μου το πρότεινε ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος και μου είπε κατευθείαν ότι με σκέφτεται για τον ρόλο του συγγραφέα. Ήταν πολύ μεγάλη τιμή για μένα, από τη στιγμή μάλιστα που πρόκειται για ένα έργο που παίζουν μόνο δύο ηθοποιοί. Επίσης με τον Δημήτρη Καπουράνη ταιριάξαμε κατευθείαν. Μου έστειλε ένα μήνυμα να βγούμε για καφέ, δύο μήνες πριν ξεκινήσουμε πρόβες, και κατάλαβα ότι έχω να κάνω με έναν απίστευτο άνθρωπο.
Άρα έχει να κάνει και η χημεία εκτός σκηνής;
Βασικά αυτό είναι που το διαμορφώνει, γιατί το έργο έχει τη συγκεκριμένη θεματολογία αλλά στη σκηνή είναι δύο άνθρωποι οι οποίοι πρέπει να ακούνε ο ένας τον άλλον και να τον αφήνουν να υπάρξει, να μιλήσει, να εκφραστεί με εμπιστοσύνη. Αυτό συμβαίνει με εμάς, έχουμε έναν κοινό κώδικα και είναι πολύ σημαντικό.
Το έργο έχει μια απλότητα, που δείχνει βέβαια την ποιότητα του αποτελέσματος και εσείς είναι σαν να παίζετε μαζί χρόνια. Ποιο είναι το συναίσθημά σας πίσω από όλο αυτό που βλέπουμε;
Κατ’ αρχάς ως προς την απλότητα, αυτή ήταν η οδηγία του σκηνοθέτη μας, γιατί αυτό το έργο θα μπορούσε να είναι μια πραγματική ιστορία. Ήθελε την απλότητα που δείχνει μια αλήθεια και όχι κάτι ποιητικό ή αφαιρετικό. Από τη στιγμή που το καταλάβαμε αυτό, συντονιστήκαμε και άρχισε να δημιουργείται μια σχέση ανάμεσα σε εμένα και τον Δημήτρη ρεαλιστική. Όταν διάβασα το κείμενο, ένιωσα μια μεγάλη συγκίνηση γιατί πρόκειται για μια σπαρακτική ιστορία αδικίας. Υπήρχαν και πολλά ακαδημαϊκά στοιχεία, όπως και πολλές επαναλήψεις που δεν συμπεριλήφθηκαν στην παράσταση και προτιμήσαμε να πηγαίνουμε πιο πολύ στις στιγμές -υπάρχει μια οικονομία. Προσωπικά τα στοιχεία που με άγγιξαν στο έργο είναι η τρυφερότητα που συνεχίζει να έχει ο Μαρτίν, ύστερα από ό,τι έχει περάσει. Από αυτά πιάνομαι ως Σ., ο ρόλος μου δηλαδή, και από την τυπικότητα περνάω στην αγάπη. Εξάλλου και στην πραγματική ζωή, έναν τέτοιον άνθρωπο, ο όποιος έχει ζήσει αυτά τα πράγματα αλλά παραμένει φωτεινός, θα τον θαύμαζα.
Σου έχει τύχει κάποιος άνθρωπος κοντά σου, στη ζωή σου, να έχει υποστεί κακοποίηση;
Ναι και αυτό είναι κάτι που μου προκαλεί τεράστια οργή. Επίσης έχω ακούσει ιστορίες γενικότερης κακοποίησης και στον χώρο μας. Μόνο θυμό μού προκαλούν αυτές οι καταστάσεις και αυτό το συναίσθημα επιστρατεύω ακούγοντας αυτά που μου λέει ο Μαρτίν, όπως και πολλή αγάπη. Φυσικά στη σκηνή εμείς ακολουθούμε μια συγκεκριμένη «χορογραφία», δεν βιώνουμε κάθε φορά τα συναισθήματα που έχει ένας θεατής του έργου.
Σου έχει μιλήσει κάποιος, με αφορμή το έργο, για μια δική του προσωπική εμπειρία;
Άνθρωποι που δουλεύουν με παραμελημένα και κακοποιημένα παιδιά μάς έχουν πει ότι στη συμπεριφορά του Mαρτίν καθρεφτίζονται αυτά τα παιδιά. Πρόσφατα μάλιστα μετά την παράσταση είχα μια τέτοια συνομιλία με μια κυρία που δουλεύει στις φυλακές γυναικών. Επίσης έχω φίλους που είδαν το έργο και μετά μού είπαν, «έχω πολλά να πω στον πατέρα μου», όπως και μητέρες που μου λένε, «έχω πει στον άντρα μου να έρθει να σας δει». Κυρίως οι γυναίκες ευαισθητοποιούνται περισσότερο.
Μια άλλη Θήβα, Θέατρο Πόρτα, Λ. Μεσογείων 59, τηλ. 210 7711 333
*Κεντρική φωτογραφία: Πάτροκλος Σκαφίδας