Η Φαίδρα είναι μία νέα φιγούρα, μία ολοζώντανη πληθωρική προσωπικότητα, μια γλυκιά φάτσα, μια αυθεντική ψυχή. Και μια εξαιρετική ηθοποιός. Πλάι στον Θοδωρή Αθερίδη στο “OK Boomer” κεντάει με τον τρόπο της. Σε κουνάει από την καρέκλα, σε συγκινεί (πολύ κλάμα με τη γιαγιά), σε κάνει να γελάσεις. Σε κάνει όσα πρέπει το θέατρο. Πάντα με σεβασμό – στο χιούμορ και με διακριτικότητα και μέτρο – στο δράμα.
Η επιτυχημένη ηθοποιός γεννήθηκε στις 20 Ιανουαρίου του 1973 στην Αθήνα, συγκεκριμένα στους Αμπελόκηπους. Με το που τελείωσε το σχολείο, μπήκε κατευθείαν στη Δραματική Σχολή Θεοδοσιάδη και άρχισε να δουλεύει προτού καν πάρει το δίπλωμά της. Η πρώτη της παράσταση ήταν οι “Εκκλησιάζουσες”, στην Επίδαυρο, όπου συμμετείχε στον χορό.
Γιατί γίνατε ηθοποιός;
Νομίζω ότι κατάλαβα πολύ μεγάλη τον λόγο για τον οποίο ήθελα να γίνω ηθοποιός. Πιστεύω ότι ίσως υπήρχε ένα θέμα ασυνείδητο με την επιβράβευση – ήθελα γενικά να ακούγομαι. Το σπίτι που μεγάλωσα είναι εξαιρετικό, μην παρεξηγηθώ, όμως ήταν άλλες γενιές τότε, τα παιδιά δεν μεγάλωναν με τον τρόπο που μεγαλώνουν σήμερα -στα υγιή σπίτια, πάντα. Νομίζω ότι είχα κάποιες ευαισθησίες παραπάνω, ήθελα να αισθάνομαι αρεστή και να επιβραβεύομαι περισσότερο. Οπότε, ασυνείδητα, θεωρώ ότι η υποκριτική ήταν ένα πάτημα, ένα βήμα να είμαι κάπου ουσιαστικά, κάπου όπου θα αναπτυσσόμουν. Άλλωστε, είχα και πολύ μεγάλη φαντασία και με έθελγε το ότι θα γινόμουν διάφοροι άνθρωποι, θα δανειζόμουν διάφορες προσωπικότητες, δεν θα ήταν τίποτα βαρετό.
Επίσης, επειδή πάντα η πραγματικότητα είναι λίγο πιο ανιαρή, αυτό είναι κάτι που δεν τελειώνει ποτέ. Δεν υπάρχει κάποιος που να σου πει «κοίτα, και αυτός ο ήρωας είναι μέχρι εκεί. Μετά δεν έχει άλλο». Ό,τι θέλεις, έχει. Όλα όμως στο ασυνείδητο. Ημουν γενικά πολύ ντροπαλή -δεν έχω πει ποτέ προσευχή στο σχολείο. Δεν ήμουν το παιδάκι που θα χόρευα πάνω στο τραπέζι να μου χτυπάνε παλαμάκια. Οσο παράξενο και αν ακούγεται, για μένα φαινόταν πιο τρομακτικό να πεις στο σχολείο προσευχή παρά να είσαι σε ένα γεμάτο θέατρο και να κάνεις ένα μονόλογο -μιας και το έχω κάνει και αυτό. Είναι λίγο αντιφατικό, αλλά με τα χρόνια, κατάλαβα ότι ουσιαστικά να δαμάσω τον εφιάλτη μου ήθελα.
Έχετε αδέρφια;
Μια αδερφή μεγαλύτερη, η οποία έχει την οικογένειά της, δύο μεγάλες κόρες. Δυστυχώς ζει στη Σκωτία εδώ και άπειρα χρόνια και βλεπόμαστε μια φορά τον χρόνο. Μάλιστα, όπου να ‘ναι, έρχεται ένα αναπάντεχο ταξίδι τώρα, αυτή την εβδομάδα, και είμαι πολύ ξεσηκωμένη γιατί δεν το έχουμε συνηθίσει αυτό. Ερχεται πάντα καλοκαίρι για 15 μέρες, εκτός Αθηνών, και τώρα μου φαίνεται πολύ παράξενο που θα είναι εδώ τον χειμώνα, μέσα στη δική μου καθημερινότητα. Είναι εγκληματολόγος. Έχει πολύ ενδιαφέρον η δουλειά της, γιατί έχει να κάνει και με την ψυχολογία και με την κοινωνιολογία.
Οι γονείς σας πώς αντέδρασαν, λοιπόν, όταν είπατε ότι θα γίνετε ηθοποιός; Το περίμεναν από ένα εσωστρεφές κορίτσι όπως περιγράφετε τον εαυτό σας;
Είχα ρωτήσει τη μαμά μου τι σκεφτόταν, γιατί όλοι θεωρούσαν πως θα γινόμουν κτηνίατρος -είχα τρέλα με τα σκυλιά. Ωστόσο, μου είπε πως από κάποια πράγματα -που μόνο οι γονείς αντιλαμβάνονται για εμάς- αισθανόταν πως αυτό που επέλεξα, ήταν φυσικό και καθόλου παράταιρο. Εντάξει, ο μπαμπάς μου, που είναι πανεπιστημιακός, δεν πέταξε τη σκούφια του, ούτε και η μαμά για να πω την αλήθεια, αλλά μόλις είδαν πόσο πολύ το κυνηγώ δεν μου ξαναείπαν κάτι. Είδαν πολύ νωρίς ότι είχα πολύ πάθος γι’ αυτό. Είχε γίνει ακρόαση στο θέατρο Αλάμπρα για την ταινία του Τσεμπερόπουλου, το «Άντε γειά», και πήγα πριν καν τελειώσω την Γ’ Λυκείου. Με αυτή την ταινία επιβεβαίωσα και εγώ επίσημα ότι θα πάω στη σχολή και όλο αυτό έγινε με συνέπεια και με συνέχεια. Μετά η μία δουλειά στο Ελεύθερο και στο Εθνικό Θέατρο έφερνε την άλλη -με σοβαρούς θιασάρχες και σοβαρές, ωραίες παραστάσεις. Εγώ δεν ήθελα να γίνω σταρ, μου άρεσε η δουλειά. Αλλωστε ήταν και άλλες εποχές και κανένα παιδί δεν ήταν celebrity, ούτε ήθελε να πετύχει για να έχει… ακόλουθους ή να κάνει εξώφυλλα.
Γιατί όμως δεν είστε σούπερ σταρ; Τόσες δουλειές και τόσο χαρακτηριστική περσόνα;
Έλα, ντε, νομίζω επειδή δεν έσπρωχνα ποτέ για να βγω μπροστά, γιατί πολύ δειλά και ταπεινά πίστευα στη δύναμή μου.
Στη δύναμή σας με ποια έννοια;
Στην καλή μου πρόθεση, στη σκληρή δουλειά και στο ταλέντο μου. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είχα κάτι σίγουρο. Ακόμη νιώθω ότι περνάω τις εξετάσεις μου, ανάλογα με το «διαγώνισμα» που δίνω. Γιατί η πρόθεσή μου από την αρχή δεν ήταν να βγω φωτογραφία. Εγώ είχα και έχω στόχο να είμαι καλή ηθοποιός και να γίνομαι καλύτερη. Να έχω σοβαρές προκλήσεις καλλιτεχνικά, να τις φέρνω εις πέρας και ο κόσμος να με παραδέχεται. Να μην αναγκάζεται να με βλέπει επειδή ήμουν έγκυος. Να μην αναγκάζεται να με βλέπει επειδή πήγα με το παιδί μου για ψώνια. Να μην αναγκάζεται να βλέπει ποιον φιλάω και πόσο φιλιέμαι. Δεν είχα ποτέ σχέση με κάποιον παραγωγό, με κάποιον συνάδελφο, ή σκηνοθέτη. Όταν στη ζωή σου έχεις κι άλλα πράγματα που σε απασχολούν, την προσωπική σου ζωή, τους φίλους σου και αργότερα το παιδί σου, δεν γίνεται να είσαι στην πρώτη γραμμή της δημοφιλίας. Σε ένα μεγάλο βαθμό έχει να κάνει με το πόσο εγώ κυνήγησα ή διεκδίκησα τη φήμη.
Ημουν και κάπως άτυχη, γιατί μετά τα «Υπέροχα Πλάσματα», που ήταν πολύ επιτυχημένη σειρά, πήρα και θεατρικό βραβείο, έκανα έναν μονόλογο sold out και… ήρθε ο κορωνοϊός. Δεν λέω ότι φταίει η κακή μου μοίρα, αλλά η στιγμή μου «πάγωσε». Κυκλοφορώ και ξέρω πολύ καλά ότι ο κόσμος με συμπαθεί. Έχω πάρα πολλές γυναίκες φαν, που είναι πολύ σημαντικό, γιατί δεν βγάζω τίποτα το ανταγωνιστικό. Οι ρόλοι μου έχουν πάντα κάτι που έχει πλάκα, της γυναίκας που είναι και λίγο είναι γκαφατζού, που μπορεί να ταυτιστεί κάποιος μαζί της. Έχει σημασία αυτό που λέω, γιατί δεν είμαι η ωραία και μοιραία που θα ήταν εν δυνάμει αντροχωρίστρα ή απειλή. Οι ρόλοι μου στην τηλεόραση έχουν κάτι γλυκό, που μπορείς να ταυτιστείς και να γελάσεις. Είμαι, επίσης, μία ηθοποιός που δεν έχω απασχολήσει ποτέ με τη ζωή μου και αυτό στον κόσμο αρέσει. Συγκινούμαι με τα μηνύματα που παίρνω, στα οποία απαντάω σε όλα, φυσικά..
Πιστεύω πάντως ότι και ρόλοι που δεν είναι αμιγώς αστείοι «κουμπώνουν» πάνω σας. Ισχύει αυτό;
Ναι, ισχύει, γιατί υπάρχει και αυτή μου η διάσταση και είναι κάτι που φάνηκε πάρα πολύ με τον μονόλογο, που είχε εναλλασσόμενα κωμικά και δραματικά στοιχεία, και το κατάλαβε ο περισσότερος κόσμος. Γενικά έχει να κάνει με το πόσο έχεις μάθει να τσαλακώνεται η εικόνα σου. Αν έχετε παρατηρήσει, αν πούμε για κάποιον ότι είναι κωμικός ηθοποιός ή ότι κατέχει την κωμωδία, είναι πάρα πολύ καλός και στο δράμα.
Επειδή πιστεύω ότι η κωμωδία είναι ένα ιδιαίτερο είδος, θα ήθελα να σας ρωτήσω αν μπορεί ένας ηθοποιός να ξεκινήσει την πορεία του από αυτήν.
Δεν είναι κάτι που μπορεί ή δεν μπορεί, θέλει ή δεν θέλει -δεν σε ρωτάει κανείς. Κατ’ αρχάς εξαρτάται από το αν κάποιος δει κάτι σε σένα και σου δώσει τέτοιους ρόλους και σιγά σιγά φτάσεις σε ένα σημείο που να μπορείς να αποφασίζεις εσύ τι θέλεις να κάνεις, ανάλογα με τη διάθεσή σου. Εμένα, από τη σχολή ακόμα, με έλεγαν «κωμίκα» και αυτό ήταν κάτι που με εκνεύριζε λίγο, γιατί ήταν σαν να ακύρωναν εξαρχής το ότι μπορούσα να κάνω και σοβαρούς ρόλους. Τώρα βέβαια σκέφτομαι ότι αυτή η «ταμπελίτσα» ήταν πολύ γλυκιά και καταλαβαίνω ότι το έλεγαν με πολλή αγάπη.
Γιατί θεωρείτε ότι ένας κωμικός ηθοποιός είναι λιγότερο σοβαρός ηθοποιός απ’ ό,τι ένας δραματικός ηθοποιός, πιστεύετε; Τη στιγμή μάλιστα που η κωμωδία είναι ένα πολύ δύσκολο είδος.
Πραγματικά η κωμωδία είναι δύσκολη. Είναι πολύ δύσκολο να κάνεις τον άλλον να γελάσει. Πιστεύω όμως ότι αυτό γίνεται επειδή η κωμωδία έχει μια ελαφρότητα, που αντί να την εκτιμάμε ουσιαστικά, μας φαίνεται λιγότερο σημαντική από μια δραματική και σοβαρή ερμηνεία.
Μήπως φταίει και το γεγονός ότι είναι λίγα τα κείμενα που έχουν ωραίο χιούμορ;
Πράγματι, το ωραίο και όχι φθηνό αστείο είναι δύσκολο. Αν για παράδειγμα κάτσει κάποιος να γράψει έναν δραματικό διάλογο ανάμεσα σε ένα ζευγάρι σε τέσσερις σελίδες, πιστεύω ότι δεν θα δυσκολευτεί ιδιαίτερα. Αν πρέπει να γεμίσει αυτές τις τέσσερις σελίδες με έναν πολύ αστείο διάλογο ανάμεσα σε αυτό το ζευγάρι, θα παιδευτεί πολύ.
Φέτος παίζετε με τον Θοδωρή Αθερίδη στο “Οκ! Boomer”, μια παράσταση με πολύ προσωπικά στοιχεία. Τι σημαίνει αυτό για σας;
Κατ’ αρχάς να πω ότι με τιμάει πάρα πολύ που ο Θοδωρής έγραψε για μένα. Διότι αυτό δεν είναι ένα έργο που υπήρχε και έψαχναν να βρουν τον γυναικείο ρόλο. Είναι ένα έργο που ήθελε να κάνουμε οι δυο μας, πριν καν αρχίσει να το γράφει -το έγραψε «επάνω μου». Ο,τι είχε ανάγκη να εκφράσει αυτός ο φοβερός άνθρωπος, είχε την εικόνα ότι θα ειπωθεί από το δικό μου στόμα, τη δική μου προσωπικότητα. Και αυτό έχει μια ιδιαίτερη σημασία. Είναι το δέκατο έργο του -το «10 το καλό» όπως το αποκαλεί ο ίδιος. Είναι πράγματι, όπως είπατε, μια παράσταση με πολύ προσωπικά στοιχεία και είναι πολύ συγκινητικό που είναι τόσο απλή και τόσο σύνθετη ταυτόχρονα. Έχει έναν πολύ δομημένο κορμό, με καταιγιστικό χιούμορ. Πολλές φορές, όταν ακούω τον Θοδωρή να μιλάει, νιώθω σαν να «φεύγω» από την παράσταση και να γίνομαι και εγώ ένας θεατής που κάθεται λίγο πιο κοντά στη σκηνή. Είναι σαν να μην υπάρχουν ρόλοι, είναι η Φαίδρα και ο Θοδωρής -και αυτό δεν είναι κάτι που μπορείς να το κάνεις συχνά στο θέατρο.
Πώς και συνδεθήκατε οι δυο σας τόσο πολύ;
Παρότι δεν έχουμε κάνει τόσο παρέα, έτσι ήταν και η πρώτη μας συνεργασία. Στη σειρά «Μην ψαρώνεις», κάναμε ένα ζευγάρι που εκείνος ήταν ψαράς και εγώ μια πάρα πολύ λαϊκιά και ζηλιάρα γυναίκα που ήθελα να τον παντρευτώ. Εκείνος όμως ερωτεύτηκε μια πολύ κυριλέ τύπισσα που είχε ξεπέσει. Είχε πάρα πολλή πλάκα εκείνη η σειρά. Εκεί λοιπόν, επειδή είχαμε πάρα πολλές ώρες γυρίσματα μαζί, αφού ήμασταν το ζευγάρι, κατάλαβα πολύ γρήγορα ότι τελικά το ένστικτό μου δεν είχε πέσει έξω. Γιατί όταν μου είπαν ότι θα κάνω τη γυναίκα του Θοδωρή, είχα χαρεί πάρα πολύ, ένιωθα λες και είχα ξαναδουλέψει μαζί του. Και πράγματι, είχαμε τους ίδιους ρυθμούς, τους ίδιους κώδικες, την ίδια ματιά, την ίδια αισθητική στο αστείο. Έτσι, από ‘κει και πέρα ήταν σαν να είχαμε αφήσει έναν ανοιχτό λογαριασμό ότι πρέπει κάποια στιγμή να κάνουμε κάτι μαζί.
Πόσα όρια πρέπει ή δεν πρέπει να έχει το χιούμορ;
Για μένα είναι μόνο θέμα αισθητικής. Αν έχει αισθητική, έχει και όριο, πολύ απλά. Η αισθητική είναι μια λέξη που ταιριάζει παντού και έχει να κάνει με τα πάντα. Από τη στιγμή που λέμε ότι κάτι ξεπερνάει τα όρια, σημαίνει ότι δεν έχει αισθητική. Είναι άγαρμπο, είναι λάθος η στιγμή, πολλά μπορεί να φταίνε.
Αυτό που λένε ότι πάντα πίσω από ένα αστείο κρύβεται η αλήθεια;
Ναι, το πιστεύω.
Κάνετε ένα επάγγελμα που απαιτεί να λείπετε από το σπίτι πολλές ώρες για πρόβες, αλλά και τα βράδια. Παράλληλα είστε και μητέρα. Πώς το διαχειρίζεστε αυτό;
Το προσπαθώ και από τις δύο πλευρές. Πολλοί έχουν βγει και έχουν πει, α, αυτή άφησε την καριέρα της για την οικογένειά της. Εγώ είμαι εδώ και δουλεύω. Απλά δουλεύω επιλεκτικά. Ούτως ή άλλως, μετά από 30 χρόνια, και πάλι επιλεκτικά θα δούλευα. Αν μου πρότειναν πράγματα τα οποία δεν με ενδιαφέρουν καθόλου ή για τα οποία δεν θα πληρωθώ καθόλου -είτε έχω παιδί είτε δεν έχω-,δεν θα τα έκανα . Φυσικά, δεν μπορώ να έχω 10 ώρες γύρισμα κάθε μέρα και το βράδυ θέατρο, και να μην μπορώ να το δω το παιδί μου ούτε το πρωί ούτε το βράδυ. Στα 50 μου, έχω δικαίωμα τον χρόνο μου να τον διαθέτω έτσι όπως μου αξίζει και μπορώ -και αυτό ισχύει για τον καθένα άλλωστε. Από την άλλη, δεν υπάρχει περίπτωση, αν έχω μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση και αξίζει, να μην τη δεχτώ. Θα ζοριστώ για ένα διάστημα, αλλά θα αξίζει τον κόπο.
Προλαβαίνετε να πηγαίνετε θέατρο για να δείτε άλλους συναδέλφους σε άλλα έργα;
Τώρα θα ξεκινήσω να βλέπω, γιατί εγώ παίζω στο θέατρο μόνο Δευτέρα και Τρίτη. Θα τα δω όλα αυτά που θέλω, δεν είναι πάνω από 10. Ξέρω τι θα δω και με ποια σειρά. Συνήθως πάντως δεν πηγαίνω σε επίσημες πρεμιέρες, γιατί ξεκινάνε πάρα πολύ αργά, το κοινό είναι κάπως κρύο, και αυτό με τρελαίνει. Υπάρχουν αυτές οι μικρότητες στον κλάδο μας. Γενικά είμαι πολύ καλή ως θεατής. Θέλω να πάνε όλα καλά και πάντα συγκινούμαι πολύ να βλέπω συναδέλφους μου να παίζουν σε ωραία έργα. Νιώθω σαν μαμά που πηγαίνει στη σχολική παράσταση και έχει αγωνία για τα παιδιά της.
*Ευχαριστούμε για τη φιλοξενία το ΘΕΑΤΡΟ ΑΛΙΚΗ Αμερικής 4, Αθήνα