Το 1933 ο νέος πρόεδρος Φράνκλιν Ρούσβελτ εγκαθίσταται στον Λευκό Οίκο μαζί με τη γυναίκα του Ελέανορ, η οποία έφυγε από τη ζωή στις 7 Νοεμβρίου του 1962, την καλύτερή του συνεργάτιδα στην πολιτική, παρά το γεγονός ότι οι προσωπικές διαφωνίες είναι τεράστιες.
Τα πρώτα σύννεφα εμφανίζονται μετά τον γάμο τους, το 1905. Εκείνος ήταν 23 ετών και εκείνη 18. Είναι ξαδέρφια, έχουν κοινό επίθετο και προέρχονται αμφότεροι από μία πλούσια νεοϋορκέζικη οικογένεια. Η Ελέανορ, ορφανή από δέκα ετών, με πολυαγαπημένο πατέρα αλκοολικό και μητέρα απόμακρη, υποφέρει από έλλειψη αγάπης. Ψηλή και σωματώδης, εξαιρετικά σεμνή αλλά πολύ χαρισματική και γεμάτη ενέργεια.
Ο Φράνκλιν, δικηγόρος και σπουδαίος ρήτορας, μοιάζει συνεχώς χαρούμενος, ωστόσο έχει μάθει από μικρός να κρύβει τα συναισθήματά του, μεγαλωμένος από μία σκληρή μάνα. Δεν αντέχει τις ανασφάλειες της γυναίκας του, ούτε την αδιαφορία της για το σεξ. Εκείνη, από την πλευρά της, θα ομολογήσει στην κόρη της Άννα, που γεννήθηκε το 1906, ότι το σεξ ήταν «ένα βάρος που όφειλε να σηκώνει». Μέχρι το 1916 θα φέρει στον κόσμο άλλα πέντε αγόρια -εκ των οποίων το ένα θα πεθάνει νέο- και αμέσως θα αλλάξει υπνοδωμάτιο στο σπίτι -η αποχή είναι η μόνη αντισυλληπτική μέθοδος.
Το 1918 η Ελέανορ ανακαλύπτει ότι ο άντρας της διατηρεί σχέση με τη γραμματέα του, Λούσι Μέρσερ, και του προτείνει να χωρίσουν. Αυτός, μπροστά στην καριέρα του, αρνείται το διαζύγιο και διατηρεί διακριτικά τον δεσμό του. Το 1921 ο Φράνκλιν παθαίνει πολιομυελίτιδα και μένει παράλυτος στα κάτω άκρα. Η Ελέανορ ξαναβρίσκει τη ζωή της μέσα από το κοινωνικό έργο. Πολεμά κόντρα στις φυλετικές διακρίσεις και υπερασπίζεται τα πολιτικά δικαιώματα -συνεργάζεται με συνδικαλιστές, φεμινίστριες, μαχόμενους αντιρατσιστές.
Το 1932 συναντά και ερωτεύεται παράφορα τη δημοσιογράφο Λορένα Χίκοκ. Αρθρογραφεί συνεχώς, αλλά βοηθά πάντα και τον άντρα της πολιτικά.