Η Liliane Bettencourt, κύρια μέτοχος της L’Oréal, ήταν η πλουσιότερη γυναίκα στον κόσμο, με προσωπική περιουσία που άγγιζε το ιλιγγιώδες ύψος των 44,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Επιβεβαιώνοντας όμως τα πιο κοινότυπα κλισέ αν και είχε τα πάντα δεν ήταν καθόλου ευτυχισμένη. Αντίθετα είχε ζήσει μια μάλλον περιορισμένη ζωή υπακούοντας στις επιθυμίες άλλων, υποκύπτοντας στην ανία.
Η Liliane, που είχε γεννηθεί στις 21 Οκτωβρίου του 1922 στο Παρίσι, ήταν το μοναχοπαίδι της Louise Madeleine Berthe και του Eugène Schueller, ιδρυτή της L’Oréal. Είχε χάσει την μητέρα της όταν ήταν πέντε ετών αναπτύσσοντας έτσι έναν έντονα στενό δεσμό με τον πατέρα της, ο οποίος όμως κάποια στιγμή παντρεύτηκε την Βρετανίδα γκουβερνάντα της Liliane.
Αφοσιωμένη στον πατέρα της και ακολουθώντας τις επιθυμίες του ξεκίνησε να εργάζεται στην L’Oréal ως μαθητευόμενη από τα 15 της χρόνια. Ήταν η κόρη του πατέρα της…
Αυτό άλλαξε όταν το 1950, παντρεύτηκε τον Γάλλο πολιτικό André Bettencourt, ο οποίος υπηρέτησε ως υπουργός στις γαλλικές κυβερνήσεις στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 ενώ κατόπιν έγινε αντιπρόεδρος της L’Oréal. Το ζευγάρι μετακόμισε σε ένα όμορφο chateau στη rue de Delabordère στο Neuilly-sur-Seine και απέκτησε μια κόρη, τη Françoise, το 1953.
Ως σύζυγος η Liliane επέδειξε τις ίδιες αρετές που είχε και ως κόρη, ήταν μια άξια σύντροφος και σύζυγος πολιτικού παίζοντας τέλεια τον ρόλο της, ανταποκρινόμενη πλήρως στις υποχρεώσεις της.
Ο Bettencourt όμως είχε την δική του ζωή και ελάχιστο ενδιαφέρον για την σύζυγό του. Κοιμόντουσαν σε διαφορετικές κρεβατοκάμαρες και είχαν ξεχωριστές ζωές με την Liliane να απασχολείται με την L'Oréal και την φιλανθρωπία.
Το 1957, η Bettencourt κληρονόμησε την L’Oréal όταν πέθανε ο πατέρας της, και έγινε η κύρια μέτοχος της εταιρίας, ένα καθεστώς που δεν άλλαξε ούτε μετά την εισαγωγή της εταιρίας στο χρηματιστήριο το 1963 παρά μόνο όταν αντάλλαξε μέρος των μετοχών της για ένα μερίδιο στην Nestlé.
Όταν η Liliane Bettencourt γνώρισε τον François-Marie Banier, έναν Γάλλο συγγραφέα, καλλιτέχνη και φωτογράφο διασημοτήτων, το 1987, όταν του ανατέθηκε να τη φωτογραφίσει για το γαλλικό περιοδικό Egoïste βρισκόταν στο χαμηλότερο σημείο της ζωής της, στα νύχια της κατάθλιψης.
Ο Banier ήταν διασκεδαστικός, ευχάριστος, δεν την αντιμετώπιζε με το δέος που προκαλούσε στους περισσότερους η περιουσία της. Οι δυο τους έγιναν αχώριστοι φίλοι. Λάτρης της καλής ζωής, των ταξιδιών, των εμπειριών και ομοφυλόφιλος, ο Banier ήταν ο ιδανικός συνοδός για μια ηλικιωμένη κυρία που βαριόταν αφόρητα την ζωή της.
Η συντροφιά του Banier άλλαξε τη καθημερνότητα της και την έκανε ευτυχισμένη. Αλληλογραφούσαν και μιλούσαν διαρκώς στο τηλέφωνο όταν δεν ήταν μαζί.
Ο σύζυγος της Liliane δεν είχε καμία αντίρρηση για τον νέο της φίλο. Ωστόσο το προσωπικό της rue de Delabordère δεν συμπαθούσε τον Banier και έβλεπε με καχυποψία τις κινήσεις του. Όταν έβγαιναν ή ταξίδευαν η Lilianex πλήρωνε τα πάντα, η λογίστρια της όμως άρχισε να παρατηρεί ότι κάθε φορά έλειπαν από το καρνέ των επιταγών της δεκάδες σελίδες.
Στο πέρασμα των χρόνων η Liliane δώρισε στον Banier χρηματικά ποσά, ασφαλιστήρια ζωής, πίνακες με έργα των Πικάσο, Ματίς και Μοντριάν και κοσμήματα η αξία των οποίων συνολικά ξεπερνούσε το ένα δισεκατομμύριο ευρώ.
Αργότερα θα γινόταν γνωστό ότι της είχε ζητήσει να τον υιοθετήσει και να τον καταστήσει κύριο κληρονόμο της, παραμερίζοντας την κόρη της Liliane.
Η λογίστρια της Bettencourt, Claire Thibout αποφάσισε στο τέλος να ενημερώσει την Françoise Bettencourt προκειμένου να προστατέψει την μητέρα της για την διανοητική κατάσταση της οποίας υπήρχαν πλέον ερωτηματικά.
Τον Δεκέμβριο του 2007, ένα μήνα μετά το θάνατο του πατέρα της, η Françoise Bettencourt Meyers υπέβαλε μήνυση εναντίον του Banier, κατηγορώντας τον ότι είχε εκμεταλλευτεί την κατάσταση της μητέρας της που βρισκόταν σε αδυναμία για προσωπικό όφελος.
Οι σχέσεις ανάμεσα σε μητέρα και κόρη δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα θερμές.