Το να σε ξεχωρίζει το μαγικό ραβδάκι της τύχης είναι μια ευλογία. Το να σου δίνεται ένα δώρο τόσο σπάνιο ώστε να σου αλλάζει όλη η ζωή είναι κάτι το μαγικό. Αυτό τουλάχιστον πίστευαν όλοι για την Celine Dion. Η Καναδέζα τραγουδίστρια, το μικρότερο από τα 14 παιδιά του Adhemar και της Therese Dion, μεγάλωσε φτωχικά σε μια αγαπημένη οικογένεια που αγαπούσε την μουσική. Οι γονείς της δημιούργησαν ένα συγκρότημα, το Dion’s Family, και έκαναν περιοδεία στον Καναδά όταν η Celine ήταν ακόμη βρέφος. Αργότερα άνοιξαν ένα πιάνο μπαρ, όπου η 5χρονη Celine τραγουδούσε εντυπωσιάζοντας τους θαμώνες.
Ήταν βέβαια η φωνή της που θα γινόταν το εισιτήριο διαφυγής της από τις δυσκολίες της καθημερινότητας. Το θείο χάρισμα της μεγάλης, άμεσα αναγνωρίσιμης, εμβληματικής φωνής, εμφανίζεται σπάνια σε κάθε γενιά αλλά η Celine έμελλε να είναι η εκπρόσωπός του για τη δική της και να ανήκει σε ένα επίλεκτο γκρουπ με ερμηνεύτριες όπως η Whitney Houston ή η Barbra Streisand. Σε ηλικία 12 ετών, ηχογράφησε ένα ντέμο που έφτασε στα χέρια του μάνατζερ René Angélil. Αφού άκουσε την κασέτα έσπευσε να γνωρίσει την Celine και να την ακούσει από κοντά.
«Όταν άρχισα να τραγουδάω έβαλε τα κλάματα» θα διηγόταν αργότερα η Celine Dion.
Αντιλαμβανόμενος τις δυνατότητες της, υπέγραψε αμέσως συμβόλαιο μαζί της υπό την προϋπόθεση ότι θα είχε τον απόλυτο έλεγχο της καριέρας της. Ήταν τόσο σίγουρος για την εξέλιξη της ώστε υποθήκευσε σπίτι του για να χρηματοδοτήσει το πρώτο άλμπουμ της, «La Voix du bon Dieu». Μέχρι τα 18 της η Dion είχε ηχογραφήσει εννέα γαλλικά άλμπουμ, ενώ το 1988 κέρδισε τον διαγωνισμό τραγουδιού της Eurovision στο Δουβλίνο και η εμφάνισή της μεταδόθηκε ζωντανά σε χώρες σε όλη την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή, την Αυστραλία και την Ιαπωνία. Μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια θα τραγουδούσε στα αγγλικά και θα εξελισσόταν σε σούπερ σταρ.