Χειμαρρώδης προσωπικότητα, με επικοινωνιακό χάρισμα, υπερχειλίζον θυμικό και αμφιλεγόμενη φήμη, είχε διανύσει τεράστια απόσταση από τις αλάνες της παιδικής του ηλικίας, αλλά δεν ξεχνούσε ποτέ την αφετηρία του. «Κάθε Δευτέρα παίζω ποδόσφαιρο με τους Παλαίμαχους της Πετρούπολης. Κι όταν πρωτοβγαίναμε με την Εύη, την πήγα βόλτα στο καφενείο της περιοχής – κάτι που μάλλον απορία τής δημιούργησε».

«Θεωρώ τη μεγαλύτερη ήττα στη ζωή ενός άντρα να χτυπήσει μια γυναίκα»
Την εποχή που είχε δοθεί αυτή του η συνέντευξη για το περιοδικό «Life&Style» είχε κυκλοφορήσει η φήμη ότι είχε χτυπήσει την τότε σύζυγό του, Εύη Βατίδου, μια φήμη που ο Αλέξης Κούγιας ήθελε οπωσδήποτε να διαψεύσει. «Θεωρώ τη μεγαλύτερη ήττα στη ζωή ενός άντρα να χτυπήσει μια γυναίκα. Έχω μια πορεία τριάντα χρόνων στην αθηναϊκή κοινωνία, με ξέρει ο κόσμος, δεν έχω χαστουκίσει ποτέ μου γυναίκα. Εκείνη τη νύχτα μπορεί να ξέφυγαν τα πράγματα, αλλά δεν έγιναν τα ακραία που περιγράφηκαν. Μεγαλοποιήθηκαν. Δεν περίμενα, ύστερα απ’ όσα είχαμε περάσει με την Εύη από τα κανάλια, ότι θα αντιδρούσε με αυτό τον τρόπο. Μετά από όλα αυτά κυριαρχεί η ντροπή. Και η επιθυμία τα παιδιά μου να νιώθουν περήφανα για τον πατέρα τους. Ο γιος μου με καμάρι λέει Χρήστος Κούγιας, δεν λέει ποτέ Χρήστος – και η Μάιρα έχει αρχίσει να κάνει το ίδιο. Η αγωνία μου είναι να μεγαλώσουν ισορροπημένα και να γελάνε… Ζούμε σε μια εποχή που κυριαρχεί η εντύπωση. Κι ενώ πάντα κέρδιζα τις εντυπώσεις, αυτό δεν με έκανε ποτέ ευτυχισμένο. Η ευτυχία είναι κάτι πολύ πιο βαθύ…».
Κατέκτησε τις αίθουσες των δικαστηρίων, μετατρέποντας σε καύσιμη ύλη τη δίψα των λαϊκών προαστίων για ζωή, και αδυνατούσε –ή αρνούνταν– να εκδυθεί τη ζωτικότητα και την ευθιξία τους. «Ποιο είναι το ακραίο, το ότι πήδηξα μια μάντρα τότε με τον Τριανταφυλλόπουλο ή το ότι η τηλεόραση απομόνωσε το στιγμιότυπο και το έπαιζε συνεχώς; Τι είναι το τόσο γελοίο ή το τόσο τραγικό; Στις γειτονιές μας το να πηδήξεις μια μάντρα ήταν καθημερινότητα». Οι προσωπικές αντιπαραθέσεις του γίνονταν «talk of the town», το ίδιο και οι υποθέσεις του. Έγινε ο άνθρωπος που μπορεί «ν’ ανοίξει την πόρτα της φυλακής», στα ημερολόγιά του έχουν καταγραφεί από τις γνωστότερες δίκες και στο πελατολόγιό του συναντούσε κανείς τον Βαγγέλη Ρωχάμη, την οικογένεια Αγγελοπούλου, τον Αγγελέτο Κανά, την Εκκλησία της Ελλάδος, τον Στηβ Κακέτση, τον Απόστολο Δοξιάδη, τα «Ζωνιανά».

Οι εχθροί του του απέδιδαν αδυναμία να διαχειριστεί την παρορμητικότητά του, ναρκισσισμό, αντιφάσεις, εμμονές και «ναπολεόντειες αυταπάτες». Οι φίλοι του έλεγαν ότι είναι αυθεντικός, έχει «μπέσα», γερό σύστημα αξιών και ότι «η πραγματική του φύση είναι καλύτερη από την εικόνα του». Με σφύζουσα παιδικότητα, ευκολία στο να δημιουργεί εχθρούς και εκρηκτικό ταμπεραμέντο, που ενίοτε τον ωθούσε να πατά την κόκκινη γραμμή. Με δέος απέναντι στην ομορφιά και δυσπιστία απέναντι στη θηλυκή φύση –«ο φόβος μου όταν απέκτησα υλικά αγαθά ήταν ότι το χρήμα έλκει· κι εγώ θέλω να κατακτήσω, όχι να αγοράσω»–, αγαπούσε τη γυναίκα, αλλά την αντιμετώπιζε σαν πλευρό του Αδάμ και όχι ως αυτόνομη προσωπικότητα. «Δεν διάλεξα πρωταγωνίστρια της τηλεόρασης όταν παντρεύτηκα, αλλά σύζυγο. Αν ήθελα τηλεοπτική περσόνα, υπήρχαν ίσως ομορφότερες».
Πληθωρικός στα συναισθήματα και στις αντιδράσεις του, είχε τη δύναμη να παραδίδεται άνευ ορίων. «Την Εύη την ερωτεύτηκα παράφορα», αλλά όχι και άνευ όρων. «Άλλα συμφωνήσαμε όταν παντρευτήκαμε». Η τότε αντιδικία του με τη σύζυγό του για μέρες έγινε πρώτο θέμα στα δελτία ειδήσεων και βούτυρο στο ψωμί των μεσημεριανών εκπομπών. Ίσως αυτά που λέγονται για εκείνον να είναι αντικρουόμενα, επειδή ο Αλέξης Κούγιας ήταν άνθρωπος των συγκρούσεων, μέσα-έξω. Αλλά παρά το ότι ήταν απρόβλεπτος, ένα ήταν για αυτόν δεδομένο: Ανάμεσα στη λήθη και την πυρά, θα διάλεγε σίγουρα την πυρά.

Γεννήθηκε στον Χολαργό και ήταν 2 ετών όταν η οικογένειά του μετακόμισε στην Πετρούπολη, όπου ο πατέρας του άνοιξε χρωματοπωλείο. «Πήγαινα σχολείο στα Λιόσια, στα 8 μου ήμουν καταπληκτικός κόφτης τζαμιών και μέχρι τα 15 μου έβαλα τζάμια σε ό,τι παράνομο χτίστηκε στην περιοχή. Ακόμη θυμάμαι το άγχος “μη μας προλάβει η χωροφυλακή”… Έτσι επιβιώσαμε, απλά και με σκληρό τρόπο».
Έτος 1971, δικτατορία, και εκείνος στην τρίτη λυκείου, όταν συναντήθηκε με το πεπρωμένο του. Ένας φιλόλογος του κέντρισε το ενδιαφέρον για τη νομική και, μετά από μια δίκη μεταξύ καθηγητών πανεπιστημίου που παρακολούθησε, ο 17χρονος μαθητής αποφάσισε ότι θα γινόταν ποινικολόγος. Πέρασε στη Νομική Θεσσαλονίκης, ενώ πήρε ταυτόχρονα μεταγραφή από τον Άρη Πετρούπολης για τον Ηρακλή. Με τα χρήματα από το ποδόσφαιρο αγόρασε μια Kawasaki 1.300 κυβικών και, προτού κλείσει το πρώτο έτος, η μετωπική σύγκρουση με ένα φορτηγό τον έστειλε δεκαοκτώ μήνες στο ΚΑΤ. Γεννημένος μαχητής, μετέτρεψε το άχυρο σε χρυσό και πέρασε αυτή την περίοδο μελετώντας. «Δεν είχα τι άλλο να κάνω και πέρασα τα έτη με άριστα. Το χειμώνα που βγήκα από το νοσοκομείο, έπιασα δουλειά σε μια σχολή σκι στη Βάρκιζα, και εκεί, στα κρύα νερά της θάλασσας, κατάφερα να ξαναγυμνάσω το σώμα μου. Συνήλθα, μπήκα στον Ολυμπιακό Λουτρακίου και συνέχισα να χρηματοδοτώ τις σπουδές μου. Όταν ξυπνάς τρεις το πρωί για να μοιράσεις με ποδήλατο την εφημερίδα στη Λαχαναγορά, κάτω από τη βροχή, και την ώρα που τελειώνεις βλέπεις άλλους να γυρνάνε από τα μπουζούκια, ε, τη νιώθεις την κοινωνική αδικία…».

Στα 24 του χρόνια άνοιξε το δικό του δικηγορικό γραφείο αναλαμβάνοντας τις αγορανομικές υποθέσεις της Λαχαναγοράς και στα 25 του είχε ήδη διακόσιες δίκες το μήνα. Εκσυγχρόνισε το στυλ του, απέβαλε το λυρισμό από τις αγορεύσεις, οι πελάτες του αθωώνονταν για τυπικούς λόγους και οι πρώην φυλακισμένοι τού έκαναν την πιο αποτελεσματική διαφήμιση. Η καριέρα του απογειώθηκε το 1978, όταν ανέλαβε συνήγορος του Βαγγέλη Ρωχάμη. «Η επιστήμη της νομικής δεν έχει να κάνει με την ηθική ή τη δικαιοσύνη, αλλά με το Δίκαιο, δεν έχει να κάνει δηλαδή με την ουσία, αλλά με τους τύπους. Στην αρχή έκανα φοβερές εκπτώσεις με βάση το σύστημα των αξιών μου, έχω υπερασπιστεί παιδεραστές, εμπόρους ναρκωτικών, ανθρώπους που κανείς δεν θα έπρεπε να υπερασπιστεί… Αυτή είναι όμως η δουλειά του δικηγόρου – όπως και του χειρουργού. Και οι δύο οφείλουν να σε σώσουν χωρίς να εξετάσουν αν αξίζει να σε σώσουν. Από τη στιγμή που έγινα πατέρας, άλλαξα, μου έχω δώσει πλέον το δικαίωμα της επιλογής…».

Το 2007 συμπλήρωνε τριάντα χρόνια δικηγορίας, με περισσότερα από 5.000 κακουργήματα στο ενεργητικό του, διατηρούσε το ίδιο γραφείο στην οδό Σταδίου, απέναντι από τα δικαστήρια, και εγκαινίαζε ένα ακόμα που θα επικεντρωνόταν στο οικονομικό έγκλημα, ενώ συνεργαζόταν με την ίδια γραμματέα από όταν ξεκίνησε. «Η ζωή μου δεν άλλαξε, άλλαξαν οι δυνατότητές μου…».
Ο συνδυασμός ευφράδειας και προσωπικής του γοητείας τον έκανε ιδιαίτερα προσφιλή στον τηλεοπτικό φακό, κάτι που του χάρισε αναγνωρισιμότητα, αλλά και αντιδικίες συνώνυμες της δημόσιας εικόνας του. Θεωρούσε τα χρόνια της τηλεόρασης ως την πιο άτυχη περίοδο της ζωής του. «Ήταν μεγάλη παγίδα. Όταν μπεις, σε κολακεύει, αλλά την ίδια στιγμή καίγεσαι κοινωνικά και
προσωπικά. Μετά τις δημόσιες αντιπαραθέσεις μου, με τον Λαζόπουλο, τον Τριανταφυλλόπουλο και τον Βαλλιανάτο, δέχτηκα ακραίο πόλεμο, που θα μπορούσε να με είχε εξοντώσει. Αν κάτι με έσωσε από τη δεκαετή φθορά, είναι η δουλειά που κάνω στα δικαστήρια κάθε πρωί. Για δικηγόρους άνευ διαδρομής, η τηλεόραση μπορεί να είναι μέσο προβολής, προσωπικά μετανιώνω και το δηλώνω ευθέως – αδίκησα την προσωπικότητά μου. Εδώ και τριάμισι χρόνια, δεν βγαίνω σε δελτία ειδήσεων, αλλά πηγαίνω σε κάποιες εκπομπές όταν υπάρχει λόγος να υπερασπιστώ έναν πελάτη μου. Είχα πάντοτε σύστημα αξιών και το πλήρωσα ακριβά. Ίσως αν συμβιβαζόμουν, να ήταν πιο εύκολα τα πράγματα, αλλά δεν αφήνω να πέσει τίποτε κάτω. Όμως και οι απογοητεύσεις μέρος της ζωής είναι… Αν μη τι άλλο, βγαίνεις σοφότερος από τα λάθη σου…».

Ήταν 32 χρόνων όταν παντρεύτηκε έναν παιδικό του έρωτα. «Μια κοπέλα εβραϊκής καταγωγής, χαρισματική και πανέμορφη. Αγνόησε την οικογένειά της, βαφτίστηκε χριστιανή και παντρευτήκαμε στο εκκλησάκι στο Βέλο. Έκανα και κάνω λάθη στη ζωή μου. Δυόμισι μήνες μετά το γάμο μας, σε έναν καβγά μας, φλέρταρα μια άλλη. Δεν μου το συγχώρεσε ποτέ και σε ενάμιση μήνα βγήκε το διαζύγιο, με εκείνη να είναι φοβερά πληγωμένη κι εμένα να έχω χάσει δώδεκα κιλά. Το τραγικό όμως είναι ότι λίγες ημέρες μετά σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό. Σαν παραμύθι με άσχημο τέλος. Δεκαπέντε χρόνια ήμουν φορτωμένος με τις ενοχές μου. Οφείλω να ομολογήσω ότι είμαι λάτρης της ομορφιάς και από τη ζωή μου πέρασαν αξιόλογες γυναίκες, αλλά μέχρι που γνώρισα τη σύζυγό μου δεν είχα κάποια σοβαρή εμπλοκή. Ερωτεύτηκα, αλλά όχι βαθιά. Και αν κάτι με απογοητεύσει, συνήθως δεν υπάρχει επιστροφή».
Ακολούθησε η γνωριμία του με την Εύη Βατίδου. «Γνώριζα ότι ήταν 22 χρόνια μικρότερη και το συζήτησα ατέλειωτες ώρες μαζί της. Μόνη της σταμάτησε το μόντελινγκ και έλεγε ότι ήθελε να κάνει οικογένεια. Ήμουν υπεραισιόδοξος, πίστευα ότι οι διαφορές θα έφτιαχναν ένα γόνιμο αποτέλεσμα και ένιωθα γόης – ικανός να γοητεύσω την οποιαδήποτε γυναίκα. Δεν θα ήθελα να πιστέψω ποτέ ότι στη γνωριμία μας εκείνο που μέτρησε ήταν τα υλικά αγαθά κι όχι ο έρωτας. Υπήρχε μια εξαιρετική ερωτική σχέση, αλληλοσεβασμός και ηθική υποδομή, αλλά δεν υπήρχε συναίσθημα. Δεν θες να το δεχτείς όταν έρχονται τα παιδιά, γιατί μπαίνουν άλλα πράγματα στη μέση. Όμως με πλήγωσε το στάθμισμα αξιών της Εύης. Που μεταξύ εμένα και της οικογένειάς μας, διάλεξε να κάνει τηλεόραση. Που δεν επιθύμησε μία φορά να με ακούσει να αγορεύω, που δεν θέλησε να με συνοδεύσει σε ένα επαγγελματικό ταξίδι, που εφτά χρόνια δεν πήρα μια κάρτα σε επέτειο ή γιορτή. Με ενόχλησε που το δόσιμο ήταν μονόδρομος. Στο γάμο μου αυτόν, στεναχωρήθηκα πολύ. Μπήκα άνευ όρων και όταν άλλαξαν τα δεδομένα βρέθηκα σε ένα δίλημμα. Μένω κοντά στα παιδιά και σε ένα αποξενωμένο περιβάλλον ή χωρίζω; Πολλές οικογένειες γύρω μας λειτουργούν άψογα και μέσα είναι νεκροταφεία τα σπίτια τους. Εγώ δεν μπορώ να ζήσω δίπλα σε κάποιον τον οποίο έχω πάψει να εκτιμώ. Αλλά η μεγάλη μου αγωνία είναι το γεγονός ότι θα μεγαλώνουν τα παιδιά και δεν θα είμαι δίπλα τους. Τα παιδιά αλλάζουν τον τρόπο αξιολόγησης κάποιων συμπεριφορών και αυτός είναι και ο λόγος που κράτησε ο γάμος τόσα χρόνια».

Απαιτητικός με τους άλλους και με τον εαυτό του, πίστευε πως στη ζωή ο καθένας παίρνει ό,τι αξίζει. Λάτρευε τη θάλασσα, πήρε πρώτα σκάφος και μετά σπίτι, αγαπούσε και το «λιμάνι» και το «σαλόνι». «Παλιά, έπιανα τη γυναίκα μου από το χέρι κι ένιωθα περήφανος. Μετά τα τελευταία γεγονότα, είναι δύσκολο… Αλλά η ζωή είναι μεγάλη και γεμάτη εκπλήξεις…».