Αυτό που αισθάνεσαι σε μια παράσταση, που σε αγγίζει δεν μπορεί να περιγραφεί με λέξεις: είναι τόσο δυνατό και ακατανίκητο, τόσο ιδιαίτερο και ξεχωριστό. Ισως επειδή οι άνθρωποι είναι μπροστά σου, δίπλα σου, σχεδόν μπορείς να τους αγγίξεις. Ίσως επειδή το θέατρο σού φέρνει τα μύχια, τα ανομολόγητα και ομολογημένα της ψυχής, τα συναισθήματα τα πιο αγαθά και τα πιο ένοχα στα μάτια σου μπροστά. Κι έτσι ταυτίζεσαι ή κατανοείς. Συγχωρείς ή τουλάχιστον εξηγείς. Νιώθω πάντα στο θέατρο ότι βλέπω και μια άλλη πλευρά – σκοτεινή ή φωτεινή, δεν έχει σημασία. Μια άλλη πλευρά, μια άλλη όψη των πραγμάτων και πολύ μου αρέσει αυτό.
(Ακολουθεί μεγάλη παρένθεση)… Εδώ και χρόνια μάλιστα που ασχολούμαι με συνεντεύξεις ηθοποιών, σκηνοθετών και άλλων συντελεστών παραστάσεων, εκτιμώ ακόμη περισσότερο τον κόπο των ανθρώπων ανεξαρτήτως του αν μου άρεσε πολύ, ή όχι μία παράσταση. Δεν μπορώ λοιπόν καθόλου να καταλάβω πώς κάποιοι κριτικοί, αν αγαπούν αληθινά το θέατρο, θάβουν παραστάσεις και ανθρώπους με μένος. Πιστεύω πως υπάρχει τρόπος να αναφερθείς σε κακώς κείμενα ενός έργου χωρίς να εξευτελίσεις του συντελεστές του, χωρίς να τους καταρρακώσεις. Ας είναι.
Την προηγούμενη εβδομάδα είδα, επιτέλους, το The Doctor – για το οποίο φυσικά είχα διαβάσει ύμνους, μα και αποδοκιμασίες. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Είναι ένα από τα έργα που με καθήλωσε, ένιωσα πως συγκλονίζει όλες μου τις αισθήσεις. Κι επειδή κριτικός δεν είμαι, θα προσπαθήσω, αυθόρμητα και απλά, να γράψω (μερικούς) λόγους για να το δει κάποιος.
1. Ο πολυβραβευμένος συγγραφέας και σκηνοθέτης Robert Icke έχει γράψει ένα από τα πιο σύγχρονα κείμενα που έχω ακούσει/διαβάσει.
2. Ας πιάσουμε το κεφάλαιο Κατερίνα Ευαγγελάτου, η οποία έκανε και την εξαιρετική μετάφραση σε αυτό το δύσκολο και δυνατό κείμενο. Η Κατερίνα κέντησε. Ζωγράφισε κυριολεκτικά με αρτιότητα μια παράσταση που δεν της ξέφευγε τίποτα. Αυτή η γυναίκα, που μεταφράζει, γράφει, σκηνοθετεί, ηγείται του Φεστιβάλ – με δυο λόγια δεν σταματά ποτέ, απέδειξε με αυτή τη δουλειά την τελειομανία της. Δεν αφήνει τίποτα στην τύχη, δεν αρκείται με το πολύ καλό – κυνηγά και πετυχαίνει το άριστο. Δομεί αριστοτεχνικά και αποδίδει εξαίσια, χωρίς διδακτισμό, σε πλάτος αλλά με ταχύτητα, όλα όσα προτάσσει ο συγγραφέας, μα απασχολούν και τις ζωές μας σήμερα. Πας σε ένα έργο τριών ωρών φοβούμενος την κούραση και όταν τελειώνει, θέλεις κι άλλο.